Πολιτική κατάθεση του Σαράντου Νικητόπουλου στο ειδικό δικαστήριο του Κορυδαλλού – 08/02/13

Απολογία-Πολιτική κατάθεση του Σαράντου Νικητόπουλου στη δίκη για την υπόθεση ΕΑ

Κατεβάστε το συνημμένο αρχείο Σαράντος Νικητόπουλος.pdf (application/pdf).

Να, λοιπόν, που μετά από σχεδόν 3 χρόνια ήρθε η ώρα να απολογηθώ ενώπιον του δικαστηρίου σας στο εσωτερικό μιας φυλακής. Κατά κάποιο περίεργο τρόπο μπορώ να πω ότι είμαι χαρούμενος γιατί αυτά τα σχεδόν 3 χρόνια του παραλογισμού που βιώνω θα τελειώσουν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Αν και θέλω να πιστεύω ότι με την απόφασή σας δεν θα νομιμοποιήσετε και δεν θα δώσετε παράταση σε αυτόν τον παραλογισμό. Από την άλλη, κάθομαι και σκέφτομαι, γιατί να απολογηθώ άραγε για επιλογές και πράξεις που δεν έχω κάνει; Γνωρίζω και πιστεύω πως έχει αποδειχτεί και εδώ μέσα κατά τη μακροχρόνια διαδικασία, ότι το συγκεκριμένο κατηγορητήριο δεν με αφορά, παρά το ότι αναγράφει το όνομά μου. Αυτό το επέλεξε η αντιτρομοκρατική υπηρεσία και το νομιμοποίησαν  οι διαφορετικοί κατά καιρούς δικαστικοί που ασχολήθηκαν με την υπόθεση.

 

Το εγκυκλοπαιδικό και πλήρες λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας Πάπυρος-LAROUSSE στο λήμμα απολογία δίνει τρεις επεξηγήσεις: μία γενικότερη, μία ειδικότερη και μία μεταφορική. Στη γενικότερη αναφέρεται η απολογία ως: «γραπτός ή προφορικός λόγος για την απόκρουση διαφόρων κατηγοριών». Στην ειδικότερη αναφέρεται ως: «το σύνολο των εξηγήσεων που παρέχει ο κατηγορούμενος γραπτών ή προφορικών σχετικά με την κατηγορία που του αποδίδεται, τόσο στο στάδιο της ανάκρισης όσο και αυτό της επ’ ακροατηρίου διαδικασίας». Στη μεταφορική αναφέρεται ως: «υπεράσπιση, στήριξη μιας ιδέας, άποψης κ.τ.λ.».

 

Επειδή, λοιπόν, όπως προανέφερα έχω τη γνώση ότι αυτό το κατηγορητήριο δεν με αφορά και την πεποίθηση πως αυτό έχει αποδειχθεί σε  αυτήν εδώ την αίθουσα, επιλέγω να «απολογηθώ» με τη μεταφορική έννοια του όρου. Επιλέγω να «απολογηθώ» κάνοντας ό,τι κάνω από τις 10/4/2010, από την αρχή δηλαδή αυτής της ιστορίας. Επιλέγω να «απολογηθώ» υπερασπιζόμενος και στηρίζοντας τις ιδέες, τις απόψεις, τις αρχές και τις αξίες, με τις οποίες πορεύομαι ως αναρχικός από τα μαθητικά μου χρόνια και που ουσιαστικά, κατά τη γνώμη μου,  είναι αυτές ακριβώς ο λόγος που βρέθηκα κατηγορούμενος, προφυλακίστηκα με συνοπτικές διαδικασίες σε ειδικές συνθήκες, δικάζομαι σε ειδικές συνθήκες και υφίσταμαι εγώ και οι οικείοι μου άνθρωποι όλη αυτήν την ταλαιπωρία εδώ και τρία ολόκληρα χρόνια.

 

Θεωρώ, έτσι το έχω βιώσει άλλωστε και το φωνάζω από την πρώτη στιγμή (για του λόγου το αληθές υπάρχουν και τα δημοσιευμένα κείμενά μου), πως η δίωξή μου είναι βαθιά πολιτική και φρονηματική. Μπορεί να έγινε στο πλαίσιο της εξάρθρωσης του Ε.Α. στον οποίο με ενέταξαν με το ζόρι και με το έτσι θέλω, όμως έχει έναν ευρύτερο στόχο. Τον εκφοβισμό του ευρύτερου αναρχικού χώρου στον οποίο εγώ ανήκω καθώς και όσων αγωνίζονται. Θα μπορούσε κάποιος που πιστεύει ακόμα – αφελώς κατά την άποψή μου – ότι σε αυτή τη χώρα υπάρχει δημοκρατία, να ισχυριστεί ότι η δίωξή μου έχει έρθει από το παρελθόν αυτού του τόπου. Και βέβαια όχι μόνο η δική μου, δεν είμαι ο πρώτος ούτε δυστυχώς ο τελευταίος. Τέτοιου τύπου διώξεις υφίστανται πάρα πολλοί τα τελευταία χρόνια.

 

Πιστεύω και γνωρίζω καλύτερα από τον καθένα, στο πετσί μου μάλιστα, πως η δίωξή μου βασίστηκε σε ένα διάτρητο κατηγορητήριο χωρίς κανένα εις βάρος μου στοιχείο, γεμάτο αυθαίρετες και αστήρικτες κρίσεις και ερμηνείες του αξιωματικού της ΔΑΕΕΒ Παπαθανασάκη. Τις οποίες μάλιστα δεν μπόρεσε να υποστηρίξει σε αυτήν εδώ την αίθουσα. Επίσης, η δίωξή μου επικυρώθηκε από ένα αστείο παραπεμπτικό βούλευμα στο οποίο γίνεται προφανές ότι κανένας αρμόδιος δικαστικός δεν ασχολήθηκε ουσιαστικά, μεταθέτοντας έτσι σε εσάς την ευθύνη.

 

Αναρωτιέμαι, λοιπόν, κυρίες και κύριοι δικαστές, και αναρωτιέμαι σήμερα εδώ μετά από 3 χρόνια. Ποια ήταν τα στοιχεία που οδήγησαν στη σύλληψη και την, με συνοπτικές διαδικασίες, προφυλάκισή μου σε ένα υπόγειο; Τι προέκυψε εναντίον μου κατά τη διάρκεια της προδικασίας, της ανάκρισης, των εξονυχιστικών ερευνών; Τι προέκυψε εναντίον μου κατά τον ενάμιση σχεδόν χρόνο της ακροαματικής διαδικασίας; Τίποτα λέω εγώ και το φωνάζω αυτό από την πρώτη στιγμή. Πώς τεκμηριώνει ο Παπαθανασάκης και η υπηρεσία του το κατηγορητήριο και τα λεγόμενά τους; Μήπως τα γύρισε λίγο σε αυτήν εδώ την αίθουσα; Πώς ο εισαγγελέας κύριος Μακρόπουλος με αυτό το βούλευμα με παραπέμπει κατηγορούμενο χωρίς να έχει ασχοληθεί καν με αυτό, είναι προφανές. Η απάντηση είναι απλή, δέχεται άκριτα το λόγο και την αφήγηση της αντιτρομοκρατικής.

 

Μετά λοιπόν από σχεδόν 3 χρόνια, με τη δίκη να τελειώνει, με τις έρευνες να έχουν κλείσει, με την αποδεικτική διαδικασία να μην έχει επιβεβαιώσει σε κανένα σημείο τους εις βάρος μου ισχυρισμούς του Παπαθανασάκη και της υπηρεσίας του, δεν μπορώ παρά να αναρωτηθώ απευθυνόμενος προς όλους: Μήπως ήρθε επιτέλους η ώρα ο δικός μου λόγος να θεωρηθεί πιο αξιόπιστος από το λόγο και την αφήγηση της αστυνομίας; Μήπως δεν πρέπει ο λόγος της αστυνομίας και ειδικά της συγκεκριμένης υπηρεσίας να θεωρείται A-PRIORI σημαντικότερος και βαρύτερος από οποιουδήποτε άλλου; Και το λέω αυτό γιατί εγώ φωνάζω την αλήθεια μου από την πρώτη στιγμή, χωρίς υπαναχωρήσεις, ανακρίβειες, είπα-ξείπα, δεν θυμάμαι και τα υπόλοιπα που μας έλεγε εδώ ο Παπαθανασάκης.

 

Θεωρώ λοιπόν πως ένας αντικειμενικός παρατηρητής με στοιχειώδη αίσθηση δικαίου και γνώση της υπόθεσης, θα θεωρούσε εμένα αξιόπιστο και όχι τη ΔΑΕΕΒ. Γι’ αυτό άλλωστε έχουν βάση του αντιτρομοκρατικού νόμου εξαιρεθεί οι ένορκοι από τέτοιες υποθέσεις, γι’ αυτό η δίκη διεξάγεται σε ειδικές συνθήκες μέσα στη φυλακή, κάτι που επηρεάζει και τη δημοσιότητά της, γι’ αυτό τόσο στο κατηγορητήριο όσο και στη σκηνική παρουσία του Παπαθανασάκη, ήταν εμφανής η προσπάθεια δημιουργίας επιβαρυντικών εντυπώσεων, όπως έχω επανειλημμένα  καταγγείλει κατά τη διάρκεια της δίκης…… Και μιλάω για σκηνική παρουσία του  βασικού μάρτυρα κατηγορίας γιατί αντιλαμβάνομαι τη συγκεκριμένη ιστορία σαν μια καλοστημένη, πολυδιαφημισμένη θεατρική παράσταση με δυνατό σενάριο, που όμως αδυνατεί να σταθεί αξιοπρεπώς στο σανίδι, κερδίζοντας καλές κριτικές και την επιδοκιμασία του κοινού. Σε αυτό το θέμα, όμως, της καταφανούς προσπάθειας δημιουργίας επιβαρυντικών εντυπώσεων, τόσο στη δικογραφία όσο και μέσα στη δικαστική αίθουσα, θα επανέλθω αργότερα….

 

 

Επιτρέψτε μου στο σημείο αυτό να σας μιλήσω λίγο για τον εαυτό μου. Η οικογένειά μου ήταν και είναι αυτό που κάποιος θα μπορούσε να χαρακτηρίσει με τον ευρύ όρο προοδευτική, αριστερή, δημοκρατική. Έναν όρο που τώρα πια μπορεί να μην σημαίνει τίποτα, όμως παλαιότερα σήμαινε πολλά και καθόριζε τις ζωές αρκετών ανθρώπων. Από τους παππούδες, τις γιαγιάδες, τους γονείς, από τους συγγενείς μου γενικά, κληρονόμησα μια ουσιαστική απέχθεια για τον φασισμό, την αδικία, την εκμετάλλευση, την επιβολή του δυνατότερου πάνω στον αδύναμο. Όλα αυτά βέβαια στο στάδιο των ερεθισμάτων που λαμβάνει ένα παιδί από το περιβάλλον του και που ίσως βοηθάνε στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του. Το τονίζω αυτό γιατί θέλω να δείξω ότι δεν μου έγινε ποτέ κάποιου είδους «κατήχηση», ανέκαθεν είχα τη δυνατότητα της ελεύθερης επιλογής. Επίσης, οι δικοί μου άνθρωποι, ο καθένας με τον τρόπο του, προσπάθησαν να με γαλουχήσουν με κάποιες αρχές και αξίες. Προσπάθησαν να μου δείξουν πόσο σημαντική είναι η αλληλεγγύη στο συνάνθρωπο, έμαθα να μη ζω για τα λεφτά και από τα λεφτά μόνο, να μην πατάω επί πτωμάτων, να αποφεύγω το στείρο εγωισμό, να σέβομαι, να φωνάζω όπου νιώθω ότι αδικούμαι, να μη σκύβω το κεφάλι, να είμαι αξιοπρεπής, να στηρίζω τις επιλογές μου ανεξαρτήτως κόστους. «Να μπορείς να κοιτάς τον εαυτό σου στον καθρέφτη και να σου κάνει να μη θες να τον φτύσεις», όπως χαρακτηριστικά μου έλεγαν. Και νομίζω πως αυτό και εγώ και η οικογένειά μου μπορούμε να το κάνουμε, σε αντίθεση ίσως με τους μεγαλόσχημους κυβερνώντες της τρόικας, του ΔΝΤ, των μνημονίων του καπιταλισμού σε τελική ανάλυση.

 

Γεννήθηκα στα Εξάρχεια το 1978 και μεγάλωσα σε αυτό το οικογενειακό περιβάλλον που σας περιέγραψα. Τα Εξάρχεια είναι μια γειτονιά που πάντα αποτελούσε ένα κοινωνικοπολιτικό εργαστήρι αμφισβήτησης και αντίστασης.

Από τις φοιτητικές ταραχές του 1897, αν θυμάμαι καλά, σαν προμαχώνας του ΕΛ.ΑΣ το Δεκέμβρη του 1944, στα γεγονότα του Πολυτεχνείου το 1973, καθ’ όλη τη διάρκεια της μεταπολίτευσης, έως τις ημέρες μας. Πάντα, όμως, η συγκεκριμένη γειτονιά αποτελούσε και αποτελεί έναν εμβληματικό στόχο της καταστολής. Μιας πολυεπίπεδης καταστολής που περιλαμβάνει από επικοινωνιακές μιντιακές επιθέσεις, μέχρι ωμή βία, ξυλοδαρμούς, δολοφονίες και τόνους ηρωίνης από το μαεστρικά κατευθυνόμενο προς τη γειτονιά πρεζεμπόριο. Στο οποίο, παρεμπιπτόντως, μόνο οι αναρχικοί έχουν αντισταθεί κατά καιρούς με σωστούς ή λάθος τρόπους, δεν έχει σημασία. Όσο για την αστυνομία και τη στάση της στο συγκεκριμένο θέμα, εκείνη η παλιά μαύρη αφίσα για το ποιος πουλάει την ηρωίνη, τα λέει όλα και οι άνθρωποι, βέβαια, συνεχίζουν να το αποδεικνύουν όπως συνέβη πρόσφατα με τη σύλληψη των διοικητών δίωξης ναρκωτικών Αγρινίου και Βόλου, των οποίων τις φωτογραφίες ποτέ δεν είδαμε στη δημοσιότητα, όπως δεν είδαμε τις φωτογραφίες του χρυσαυγίτη βομβιστή από τη Σπάρτη, όπως δεν είδαμε τις φωτογραφίες των δολοφόνων του μετανάστη Σαχτζάτ Λουκμάν στα Πετράλωνα, σε αντίθεση βέβαια με τις φωτογραφίες διαδηλωτών, οροθετικών γυναικών, τις δικές μας και φυσικά δεν είδαμε φωτογραφίες τους με photoshop. Από ένα μπαλκόνι αυτής της γειτονιάς είδα τον Μελίστα να δολοφονεί τον Μιχάλη Καλτεζά, από το ίδιο μπαλκόνι είδα και άκουσα τους άντρες των ΜΑΤ  να πανηγυρίζουν πάνω από το πτώμα και όλα αυτά σε ηλικία 7 ετών. Την επόμενη μέρα τα ΜΑΤ συμπεριφέρονταν σαν στρατός κατοχής και δεν μας άφηναν να βγούμε από τα σπίτια μας. Θυμάμαι χαρακτηριστικά τη γιαγιά μου να δέχεται προπηλακισμούς και ύβρεις το επόμενο πρωί, καθώς προσπαθούσαμε να βγούμε από την πολυκατοικία για να με πάει στο σχολείο μου εκεί κοντά. «Θα σας σκοτώσουμε όλους» ήταν η φράση που θυμάμαι χαρακτηριστικά. Δεν θα ξεχάσω την έφηβη τότε ξαδέρφη μου που, περνώντας από τις κλούβες για να έρθει στο σπίτι μας, γινόταν αποδέκτης χυδαίων σεξιστικών χειρονομιών και σχολίων που δεν θα αναπαράγω στο δικαστήριο για λόγους ευπρέπειας. Στην  πλατεία αυτής της γειτονιάς είδα ωμούς ξυλοδαρμούς μέχρι αναισθησίας κατά τη διάρκεια των διαφόρων επιχειρήσεων «αρετή» όπως είχαν ονομαστεί τότε. Αυτά τα γεγονότα, αυτά τα βιώματα γράφουν ανεξίτηλα σε ένα παιδί 7 και 8 χρονών, είτε το θέλουμε, είτε όχι. Στην πλατεία και το μπαλκόνι αυτής της γειτονιάς ένιωσα τη διάχυτη οργή όταν ο Μελίστας αθωώθηκε λίγα χρόνια αργότερα και παρόλο που δεν πολυκαταλάβαινα λόγω ηλικίας τι γινόταν ακριβώς, ήξερα πολύ καλά με ποιανού το μέρος ήταν το δίκιο εκείνο το βράδυ.

 

Ως μαθητής της πρώτης Γυμνασίου συμμετείχα ενεργά στην κατάληψη του σχολείου μου ενάντια στο νόμο Κοντογιαννόπουλου. Το μεγαλειώδες εκείνο κίνημα των καταλήψεων σχολείων και σχολών, από τη μια άκρη της Ελλάδας ως την άλλη επί μήνες, αποτέλεσε για μένα καθώς και για όλους πιστεύω τους ανθρώπους της γενιάς μου που συμμετείχαν, τον πρώτο σταθμό συνειδητοποίησης και πολιτικοποίησης. Μέσα από αυτό το αξεπέραστο κίνημα της νεολαίας που τελικά νίκησε, καθώς το νομοσχέδιο αποσύρθηκε, βιώσαμε, νιώσαμε και μάθαμε πάρα πολλά πράγματα. Γνωρίσαμε τη φοβερή ομορφιά του συλλογικού κοινού αγώνα και της  δημιουργίας, βιώσαμε την υπέρτατη αξία της αλληλεγγύης μεταξύ των ανθρώπων που αγωνίζονται και όχι μόνο. Νιώσαμε την αξεπέραστη δυναμική που αναπτύσσεται όταν οι άνθρωποι παλεύουν συλλογικά και δυναμικά για έναν δίκαιο σκοπό. Επίσης γνωρίσαμε από πρώτο χέρι την κρατική και παρακρατική βία, όταν η κυβέρνηση Μητσοτάκη επέλεξε πέρα από την καταστολή των ΜΑΤ να επιστρατεύσει για να σπάσει τις καταλήψεις και τους ακροδεξιούς παρακρατικούς τραμπούκους τύπου Καλαμπόκα με τα γνωστά αποτελέσματα, όπως η δολοφονία του Νίκου Τεμπονέρα στις 9/11/1991. Το κίνημα των καταλήψεων παρόλα αυτά δεν φοβήθηκε, απάντησε στη βία κράτους και παρακράτους δυναμικά και ενωτικά στις 10 και 11 Γενάρη σε όλη την Ελλάδα, και τελικά νίκησε, αφήνοντας μία σημαντική παρακαταθήκη αγώνα σε μια ολόκληρη γενιά νέων ανθρώπων, μα και σε ολόκληρη την κοινωνία θα έλεγα εγώ.

 

Την ίδια εποχή, μέσα από τις συχνότητες των νέων τότε καναλιών της ιδιωτικής τηλεόρασης και των δορυφορικών τύπου CNN, είχαμε το φοβερό «προνόμιο» να παρακολουθούμε σε ζωντανή σύνδεση την περίφημη «Καταιγίδα της Ερήμου». Παρακολουθήσαμε καρέ καρέ τους βομβαρδισμούς των αεροπλάνων του πατέρα Μπους να βομβαρδίζουν το Ιράκ και την ανθρωποσφαγή που λάμβανε χώρα. Αργότερα κατάλαβα ότι όλο αυτό το κακό γινόταν για τα πετρέλαια της Μέσης Ανατολής και μόνο. Αργότερα κατάλαβα τις συνέπειες του εμπάργκο που επέβαλλαν στο Ιράκ τα Ηνωμένα Έθνη, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, συνέπειες που άγγιξαν – αν δεν ξεπέρασαν – τα όρια της γενοκτονίας, λόγω της έλλειψης στοιχειωδών φαρμάκων όπως η πενικιλίνη και νερού. Κάνω αυτήν την αναφορά  επιγραμματικά γιατί για μένα  αυτά τα γεγονότα αποτέλεσαν τροφή για σκέψη, προβληματισμό και εν τέλει, έτσι όπως το σκέφτομαι, τώρα μετά από τόσα χρόνια, τελικά έναν ακόμα σταθμό συνειδητοποίησης.

 

Τα επόμενα χρόνια συμμετέχω στις μαθητικές κινητοποιήσεις και καταλήψεις που ακολούθησαν και σταδιακά μέσα από τα διαβάσματά μου και τις πολιτικές ανησυχίες που μου είχαν δημιουργήσει τα γεγονότα που περιέγραψα πριν, προσεγγίζω τον αναρχικό πολιτικό χώρο και αρχίζω να δραστηριοποιούμαι πολιτικά μέσα σε αυτόν. Σε ηλικία 17 ετών βρίσκομαι συνειδητά πλέον ανάμεσα στους 504 συλληφθέντες της κατάληψης του Πολυτεχνείου το 1995.

 

Στο σημείο αυτό θα ανοίξω μια μικρή παρένθεση και θα αναφερθώ λίγο σε εκείνα τα γεγονότα, τα οποία μπορεί να είναι λίγο πολύ γνωστά όσο αναφορά τις αιτίες και την εξέλιξή τους, δεν είναι όμως ιδιαίτερα γνωστά ως προς τη δικαστική αντιμετώπιση που είχαν οι συλληφθέντες. Ίσως η σύντομη αυτή αναφορά να σας βοηθήσει να κατανοήσετε και τη στάση μου στη συγκεκριμένη υπόθεση που εκδικάζεται τόσο καιρό εδώ. Τότε, λοιπόν, καταλάβαμε το Πολυτεχνείο σε ένδειξη αλληλεγγύης σε δύο απεργούς πείνας κρατούμενους αγωνιστές, ο ένας εκ των οποίων δολοφονήθηκε την επόμενη χρονιά στις 25/7/96 στο πλοίο Πήγασος από τις ειδικές δυνάμεις της αστυνομίας. Μιλάω βέβαια για τον Χριστόφορο Μαρίνο. Καταλάβαμε επίσης το Πολυτεχνείο ως ένδειξη αλληλεγγύης στους εξεγερμένους κρατούμενους των φυλακών Κορυδαλλού που αγωνίζονταν ενάντια στις απάνθρωπες συνθήκες κράτησης. Μετά την εισβολή των ΜΑΤ του «αντιστασιακού-τρομοκράτη» επί Χούντας Βαλυράκη και τη σύλληψή μας, λόγω του όγκου και της σύνθεσης των συλληφθέντων, καθώς υπήρχαν πολλοί νεαροί και ανήλικοι, έγινε ένας πρώτος διαχωρισμός μεταξύ προσεσημασμένων αναρχικών και μη. Οι υπόλοιποι χωριστήκαμε σε ομάδες και πήραμε τακτικές δικάσιμους. Επειδή, εκτός από τη δική μου δίκη παρακολούθησα και πολλές άλλες, κατάλαβα γρήγορα ότι το ζητούμενο για το κράτος μέσω των δικαστηρίων ήταν οι νεαροί κατά κύριο λόγο κατηγορούμενοι να καταδικάσουν τα γεγονότα, να ταπεινωθούν εμφανιζόμενοι ως μεταμελημένοι, να ρίξουν τις ευθύνες στους κακούς τερατώδεις αναρχικούς, γενικά να απονοηματοδοτήσουν και να αποπολιτικοποιήσουν τα γεγονότα. Μετά το πέρας των πρωτόδικων δικαστηρίων ακολούθησε ακόμα ένας διαχωρισμός, ανάλογα με τη στάση των κατηγορούμενων και όταν ήρθε η σειρά των Εφετείων ακολούθησε άλλη μια έκπληξη για μένα….. Ξέρετε, κυρίες και κύριοι δικαστές, είναι η δεύτερη φορά που δικάζομαι εντός των φυλακών Κορυδαλλού. Τότε γιατί υπερασπίστηκα ενώπιον των δικαστηρίων την πολιτική μου επιλογή να παραμείνω στο Πολυτεχνείο και τώρα γιατί υπερασπίζομαι τις αρχές, τις αξίες, την πολιτική μου ταυτότητα και τη διαδρομή μου στον αναρχικό χώρο και τους κοινωνικούς αγώνες.

 

Μπορεί τις δύο περιπτώσεις  να τις χωρίζει χρονική απόσταση 18 ετών και τεράστια διαφορά ως προς την «ποινική» βαρύτητα, όμως η σημειολογία για το πώς αντιμετωπίζει η εξουσία τους πολιτικούς της αντιπάλους και το τι ζητάει από αυτούς είναι τεράστια και ξεκάθαρη, στο δικό μου το μυαλό τουλάχιστον.

 

Από τότε λοιπόν και μέχρι σήμερα συμμετέχω στις διαδικασίες και τους αγώνες του αναρχικού χώρου και κατ’ επέκταση και στους κοινωνικούς αγώνες των οποίων ο συγκεκριμένος πολιτικός χώρος αποτελεί  ιστορικά και διαχρονικά αναπόσπαστο κομμάτι. Κυρίες και κύριοι δικαστές, οι αναρχικοί δεν είναι τα ανθρωπόμορφα τέρατα με πέντε πόδια και δύο κεφάλια που εφορμούν κατά δικαίων και αδίκων μέσα από «εστίες ανομίας», όπως επισταμένα και συστηματικά  προσπαθεί να παρουσιάσει η κυρίαρχη προπαγάνδα, με πιο πρόσφατο παράδειγμα τις εισβολές της αστυνομίας στις καταλήψεις και τα στέκια μας. Οι αναρχικοί είναι άνθρωποι που διαπνέονται και εμπνέονται από ένα όραμα για μια διαφορετική οργάνωση της κοινωνίας και αγωνίζονται γι’ αυτό. Αγωνίζονται για έναν κόσμο χωρίς εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενους, χωρίς καταπιεστές και καταπιεσμένους, χωρίς πλουσίους και φτωχούς, χωρίς αφέντες και δούλους. Αγωνίζονται για έναν κόσμο που δεν θα χωρίζεται σε πρώτο – δεύτερο – τρίτο και πάει λέγοντας. Αγωνίζονται για τη δημιουργία μιας αταξικής κοινωνικής οργάνωσης όπου η αλληλεγγύη, η ισότητα, η αυτοοργάνωση, η δίκαιη κατανομή του παραγόμενου πλούτου ανάλογα με τις ανάγκες του καθενός θα αντικαταστήσουν αφού πρώτα ανατρέψουν τις κοινωνικές και ταξικές ανισότητες, τη λογική του ατομισμού, της ανάθεσης και του ωχαδερφισμού, την ψυχρή δολοφονική λογική του κέρδους για το κέρδος και τη μεγιστοποίησή του με οποιοδήποτε κόστος. Με λίγα λόγια, οι αναρχικοί αγωνίζονται για την ανατροπή κράτους και καπιταλισμού και τη δημιουργία ενός κόσμου ελευθερίας και αξιοπρέπειας για όλους, μακριά από τις σάπιες αξίες που πρεσβεύει και προωθεί το καπιταλιστικό σύστημα και που τώρα τελευταία βλέπουμε και βιώνουμε πιο ξεκάθαρα από ποτέ στην Ελλάδα, τις συνέπειές τους και που οδηγούν. Μπορεί για κάποιους όλα αυτά να ακούγονται υπέρ του δέοντος ρομαντικά, μη ρεαλιστικά, ουτοπικά. Όμως, όπως διάβασα κάπου και μου άρεσε: «Ένας χάρτης του κόσμου που δεν περιέχει την Ουτοπία δεν αξίζει να τον κοιτάξεις καν, γιατί αφήνει έξω τη μόνη χώρα όπου η ανθρωπότητα πάντα θα προσγειώνεται. Και όταν προσγειωθεί, κοιτάζει πέρα και βλέποντας μια καλύτερη χώρα, ξεκινάει για εκεί. Πρόοδος είναι η υλοποίηση της μιας μετά την άλλη Ουτοπίας».

 

Αυτός ο αγώνας λοιπόν για την υλοποίηση της ουτοπίας κρατάει αιώνες και μάλλον θα κρατήσει άλλους τόσους. Είναι ένας δύσκολος δρόμος που όσοι τον επέλεξαν και έγιναν κομμάτια του ιστορικά και διαχρονικά, υπέστησαν και υφίστανται ωμή βία και καταστολή, βασανιστήρια, διώξεις, φυλακίσεις, συκοφαντίες, διαπομπεύσεις. Από την παρισινή κομμούνα και το Σικάγο, μέχρι την Ισπανία το 1936 στην Ισπανική Επανάσταση και τις μέρες μας, σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης. Είναι ένας δύσκολος δρόμος που μπορεί να επιφέρει δυσανάλογο κόστος και συνέπειες σε όποιον επιλέξει να τον χαράξει και να τον βαδίσει, είναι όμως ταυτόχρονα και ένας δρόμος όμορφος που οδηγεί στον ομορφότερο και υψηλότερο κατά τη γνώμη μου σκοπό, αυτόν της κοινωνικής απελευθέρωσης. Οι αναρχικοί βάδιζαν ανέκαθεν σε αυτό το δύσκολο και όμορφο δρόμο του αγώνα για την κοινωνική απελευθέρωση, με συνέπεια και μεγάλο κόστος, χωρίς ίχνος ιδιοτέλειας. Βάδιζαν ακόμα και στους πιο χαλεπούς καιρούς κρατώντας τη σπίθα της αναγκαιότητας για αντίσταση ζωντανή. Βάδιζαν και βαδίζουν γνωρίζοντας πως ο αγώνας τους  ο αγώνας μας – πέραν του δίκαιου των κινήτρων του και του ευγενούς σκοπού – δεν γίνεται να ηττηθεί όσο υπάρχουν πνεύματα ελεύθερα, άνθρωποι και κοινωνικά κομμάτια που αντιστέκονται. Γνωρίζοντας πως ο αγώνας τους δεν γίνεται να ηττηθεί όσο υπάρχουν οι αιτίες που τον γεννούν, η φτώχεια, η εξαθλίωση, η ανεργία, η πείνα, η εκμετάλλευση, οι ταξικές και κοινωνικές ανισότητες εν τέλει που επιβάλλονταν και επιβάλλονται δια πυρός και σιδήρου από τους έχοντες και κατέχοντες εξουσιαστές κάθε εποχής και είδους. Ήττα του συγκεκριμένου τόσο διαχρονικού μα και τόσο επίκαιρου αγώνα για μια ελεύθερη κοινωνία ισότητας – αξιοπρέπειας – αλληλεγγύης, σημαίνει κατά τη γνώμη μου εξάλειψη των αιτιών που τον γεννούν. Άρα η επικράτηση του κοινωνικού μοντέλου το οποίο προωθεί και πρεσβεύει στο πέρας των χρόνων. Αυτός είναι και ο λόγος που τα ριζωμένα, θεωρώ, στους κοινωνικούς αγώνες αναρχικά προτάγματα και οι αγωνιστές που τα υπερασπίζονταν και τα υπερασπίζονται χτυπήθηκαν, χτυπιούνται και θα χτυπιούνται λυσσαλέα από τους εκάστοτε κυρίαρχους διαχειριστές της εξουσίας.  Σε αυτόν τον αγώνα λοιπόν για την κοινωνική απελευθέρωση επέλεξα να συμμετέχω ως αναρχικός και αυτόν τον αγώνα υπερασπίζομαι ενώπιον του δικαστηρίου σας, αλλά και από τον αρχή αυτής της δίωξης.

 

Το αναρχικό κίνημα στην Ελλάδα – και θα μιλήσω βέβαια για τα γεγονότα που εγώ έχω ζήσει και θυμάμαι διότι και στα προηγούμενα χρόνια υπάρχει εξίσου πλούσια ιστορία – γιατί περί κινήματος πρόκειται – έχει βρεθεί στην πρώτη γραμμή των κοινωνικών αγώνων και αντιστάσεων όλα αυτά τα χρόνια, γι’ αυτό άλλωστε αποτελεί και τον πρώτο στόχο της καταστολής. Συμμετείχαμε διαχρονικά στις μαθητικές και φοιτητικές κινητοποιήσεις από το 1990-91, έως το νόμο Αρσένη και το 2006-7 ενάντια στην εκπαιδευτική αναδιάρθρωση και το άρθρο 16. Ήμασταν και είμαστε στο πλευρό των εργατικών αγώνων. Από την απεργία της ΕΑΣ το 1992, όλους τους ενδιάμεσους σταθμούς του εργατικού κινήματος, μέχρι τις πολυάριθμες κινητοποιήσεις και απεργίες των ημερών μας. Αντιστεκόμαστε στην καταστροφή του περιβάλλοντος και τη λεηλασία της φύσης στο βωμό του κέρδους των καπιταλιστών. Από την αλληλεγγύη στους κατοίκους του Στρυμωνικού παλαιότερα, μέχρι τις ημέρες μας που στις Σκουριές Χαλκιδικής η ιστορία επαναλαμβάνεται σαν φάρσα μέσα από ένα όργιο καταστολής, όπου η κυβέρνηση προς όφελος του εθνικού μας εργολάβου Μπόμπολα, δεν διστάζει να μετατρέψει ένα υπέροχο δάσος σε κρανίου τόπο ποτίζοντας καρκίνο τους κατοίκους της ευρύτερης περιοχής. Στηρίζαμε και στηρίζουμε τις τοπικές αντιστάσεις με πιο πρόσφατο παράδειγμα τον αγώνα των κατοίκων της Κερατέας και της Λαυρεωτικής. Συμμετείχαμε 13 χρόνια πριν η Ελλάδα μάθει τι σημαίνει ΔΝΤ στη διεθνή διαδήλωση στην Πράγα ενάντια στον εγκληματικό αυτό μηχανισμό των οικονομικών δολοφόνων. Ήμασταν παρόντες στη Γένοβα το 2001 όταν ο CARLO JULIANI δολοφονήθηκε εν ψυχρώ από τους αστυνομικούς εντολοδόχους των μεγαλοκαρχαριών του G8, οι επικεφαλής των οποίων μάλιστα προήχθησαν, όπως ίσως θα ξέρετε. Αντιστεκόμαστε διαχρονικά στο διαρκές έγκλημα που συντελείται στις ελληνικές φυλακές με σχεδόν 500 νεκρούς την τελευταία δωδεκαετία. Ήμασταν και είμαστε στο πλευρό των πολιτικών κρατουμένων προσπαθώντας να σπάσουμε το τείχος της σιωπής που απλώνεται γύρω τους. Βρισκόμαστε στο πλευρό των μεταναστών, των σύγχρονων δούλων, που αν δεν πνιγούν στο Αιγαίο ή δεν διαμελιστούν στον Έβρο, θα έχουν την τύχη να γευτούν τη ζεστή φιλοξενία του Ξένιου Δία, τα βασανιστήρια στα αστυνομικά τμήματα και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης ή τα μαχαίρια των νεοναζί όπως λίγο καιρό πριν στα Πετράλωνα. Επίσης, μια και είπα για νεοναζί,  οι αναρχικοί σηκώνουν σχεδόν μόνοι τους το βάρος του αντιφασιστικού αγώνα, καθώς δεν ανακαλύψαμε τη Χρυσή Αυγή την ανοιχτή συνεργασία της με την αστυνομία, την κάλυψη και την προστασία που απολαμβάνει, όταν η εν λόγω συμμορία μπήκε στη Βουλή. Είχαμε και έχουμε πόλεμο με τους συγκεκριμένους παρακρατικούς τραμπούκους που ανέκαθεν αποτελούσαν το μακρύ χέρι του κεφαλαίου. Ήμασταν παρόντες στα αντιπολεμικά συλλαλητήρια ενάντια στις σφαγές της Σερβίας, το Αφγανιστάν και το Ιράκ που βαφτίστηκαν «ανθρωπιστικές επεμβάσεις», καταγγέλλοντας ταυτόχρονα το ρόλο και τη συμμετοχή του ελληνικού κράτους είτε με στρατιωτικά σώματα, είτε με την παραχώρηση βάσεων όπως π.χ. αυτή της Σούδας. Οι αναρχικοί διαδραμάτισαν κεντρικό ρόλο στο ξέσπασμα της κοινωνίας, κυρίως της νεολαίας, το Δεκέμβρη του 2008 και συνέβαλλαν τα μέγιστα στο να μην συγκαλυφθεί η απόπειρα δολοφονίας της αγωνίστριας-εργάτριας  Κωνσταντίνας Κούνεβα. Ακόμα δεν μπορώ να μη θυμηθώ τις κινητοποιήσεις, σχεδόν καθημερινές σε όλη την Ελλάδας ενάντια στους ολυμπιακούς αγώνες, τότε που την εποχή της εθνικής ανάτασης, της ψεύτικης ευημερίας και του πλαστικού χρήματος, οι αναρχικοί ήταν στο δρόμο – φαντάζοντας γραφικοί – προειδοποιώντας για τις συνέπειες που θα επέφερε αυτή η καπιταλιστική φιέστα και που σήμερα είναι πια εδώ, σπάζοντας ταυτόχρονα τη σιωπή γύρω από τα εργατικά ατυχήματα στα ολυμπιακά έργα πολλά εκ των οποίων θανατηφόρα.

 

Είναι νομίζω προφανές και εύλογο πως μέσα σε όλες αυτές τις μεγαλύτερες ή μικρότερες στιγμές αγώνα που ενδεικτικά και επιγραμματικά ανέφερα, το αναρχικό κίνημα διατηρώντας τα δικά του ιδιαίτερα χαρακτηριστικά επηρεάζεται, επηρεάζει και αλληλεπιδρά με ευρύτερα κοινωνικά κομμάτια. Αυτές ακριβώς τις σχέσεις αλληλεπίδρασης και ζύμωσης προς την κατεύθυνση της κοινωνικής απελευθέρωσης είναι που θέλει να καταπνίξει το κράτος βάζοντας στο στόχαστρο το αναρχικό κίνημα και όσους αγωνίζονται. Από το Δεκέμβρη του 2008 και μετά, παρατηρούμε μια διαρκώς διογκούμενη όξυνση της καταστολής τόσο σε νομοθετικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο αστυνόμευσης, που αποκλειστικό στόχο έχει τον λεγόμενο «εσωτερικό εχθρό». Όμως αυτή η κατασταλτική όξυνση έχει μια πολύ απλή και λογική εξήγηση κατά τη γνώμη μου. Ότι οι διαχειριστές της εξουσίας στη χώρα μας, όλοι αυτοί οι θιασώτες – ανεξαρτήτως παράταξης – της νομιμότητας και της ηθικής. Αυτοί που στελεχώνουν τα πολιτικά τζάκια που κυβερνάνε τόσα χρόνια. Αυτοί που δεν ξέρουν τι έχουν και, ενώ φοροδιαφεύγουν ασύστολα, έχουν το θράσος να εγκαλούν το λαό λέγοντας πως «μαζί τα φάγαμε». Αυτοί που προαλειφόμενοι για τη διαχείριση της εξουσίας στην Ελλάδα συγκατοικούσαν στο ίδιο δωμάτιο στο HARVARD και μέχρι πριν λίγο καιρό, μάλλον διότι ο κος Παπανδρέου εξαφανίστηκε, μέσα από δήθεν ιδεολογικές αντιπαραθέσεις σοσιαλιστή-δεξιού έριχναν στάχτη στα μάτια εφαρμόζοντας σαν πιστά σκυλάκια τις επιταγές των αφεντικών τους. Αυτοί που λειτουργώντας με όρους μαφίας, καλυπτόμενοι πάντα πίσω από τη βουλευτική τους ασυλία, βγάζουν λάδι ο ένας τον άλλον για όλα τα μεγάλα σκάνδαλα. Όλοι αυτοί που σαν σοβαροφανείς κλόουν στο κοινοβουλευτικό τσίρκο δήθεν τσακώνονται, ενώ επί της ουσίας καλύπτουν ο ένας τον άλλον και συγκαλύπτουν τις ευθύνες τους με τελευταίο παράδειγμα την υπόθεση με τη λίστα Λαγκάρντ. Αναφέρομαι στο πολιτικό προσωπικό, σε αυτούς που με πρόσχημα την αντιμετώπιση της κρίσης και την έξοδο από αυτήν, μετέτρεψαν την κυρίαρχη μέσα σε εισαγωγικά χώρα που λέγεται Ελλάδα, από προτεκτοράτο που ήταν ανέκαθεν σε αποικία χειρίστου είδους. Όλοι αυτοί λοιπόν γνώριζαν πως με την υπαγωγή της χώρας στο ΔΝΤ  και τα αλυσιδωτά μνημόνια που ψήφιζαν και υπέγραφαν, θα καταδίκαζαν μεγάλα κομμάτια του λαού και την κοινωνία στη φτώχεια και την εξαθλίωση, πράγμα που όπως έχει γίνει ήδη, θα γεννούσε αντιδράσεις, και θέλω να πιστεύω ότι θα υπάρξουν ακόμη μεγαλύτερες. Γι’ αυτό λοιπόν θωρακίστηκαν και συνεχίζουν να το κάνουν κατασταλτικά σε όλα τα επίπεδα, χτίζοντας ουσιαστικά ένα ολοκληρωτικό καθεστώς έκτακτης ανάγκης και ειδικής αποστολής.

 

Γιατί πώς αλλιώς θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ένα καθεστώς που έχει αναλάβει να παραδώσει γη και ύδωρ στα καπιταλιστικά συμφέροντα και ταυτόχρονα να καταπνίξει κάθε κοινωνική αντίσταση μέσω του ασύστολου οργανωμένου ψεύδους και της ωμής βίας;

 

Πώς αλλιώς θα μπορούσε να χαρακτηριστεί  ένα καθεστώς η πολιτική του οποίου έχει εκτοξεύσει την επίσημη ανεργία στο 30%, έχει καταδικάσει στην πείνα, τη μιζέρια, την αναξιοπρέπεια το μεγαλύτερο κομμάτι του λαού και ευθύνεται για τις αυτοκτονίες-δολοφονίες 3500 συμπολιτών μας; Γι’ αυτό το έγκλημα που τελείται κατά συρροή και κατ’ εξακολούθηση τα τελευταία τρία χρόνια θα λογοδοτήσει κανείς άραγε; Πώς θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν όσοι στελεχώνουν αυτό το καθεστώς, εναλλάσσονται στην εξουσία και σε αγαστή συνεργασία με διαπλεκόμενους καναλάρχες και μεγαλοεκδότες, αντιστρέφουν συστηματικά την πραγματικότητα, ταράζουν στο ψέμα και τρομοκρατούν την κοινωνία; Με το αζημίωτο πάντα φυσικά. Πώς θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν όλοι αυτοί οι αξιότιμοι κύριοι κύριοι Παπανδρέου – Σαμαράς – Παπαδήμος – Βενιζέλος –  Πάγκαλος –  Κουβέλης –  Καρατζαφέρης – Στουρνάρας και όλοι οι υπόλοιποι, που πίσω από παχιά και κούφια λόγια όπως: «σωτηρία της χώρας», «έξοδος από την κρίση», «ανάπτυξη», «αγάπη για την πατρίδα», «αίσθημα ευθύνης», «πόλεμο στη διαφθορά και τη φοροδιαφυγή» και άλλα τέτοια πομπώδη, ουσιαστικά διαπράττουν συνεχιζόμενα εγκλήματα κατά του λαού και της κοινωνίας;

 

Πώς θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν όλοι αυτοί, που όταν το σύστημα που τους θρέφει και το απαρτίζουν, αναγκάζεται για λίγο – για λόγους αποπροσανατολισμού – να τους «θυσιάσει» ως άλλες Ιφιγένειες, όπως είπε πρόσφατα ο κύριος Παπακωνσταντίνου και με θράσος χιλίων πιθήκων μιλούν για «πολιτικές διώξεις», και «τεκμήρια αθωότητας», ενώ ταυτόχρονα απειλούν ότι «θα σπάσουν τη σιωπή τους»;

 

Η απάντηση είναι απλή και την έχει αποτυπώσει η λαϊκή σοφία και η λαϊκή οργή στα πανό και τα πλακάτ των κινητοποιήσεων τα τελευταία χρόνια. Κλέφτες, υποκριτές, δοσίλογοι, δολοφόνοι, ψεύτες. Στους κυρίους αυτούς λοιπόν, που με τα πεπραγμένα και το οργανωμένο ψεύδος τους έχουν βυθίσει την κοινωνία στην άβυσσο της φτώχειας, της δυστυχίας, της εξαθλίωσης και της μιζέριας ταιριάζει απόλυτα ένα απόσπασμα από το έργο του Μενέλαου Λουντέμη «Οδός Αβύσσου αριθμός 0» το οποίο και παραθέτω: «Τα τελευταία χρόνια στον τόπο αυτό ειπώθηκαν τα χειρότερα ψέματα της Ιστορίας. Ειπώθηκαν ψέματα που ντράπηκαν και τα ίδια, μια και δεν ντρέπονταν τα στόματα που τα ‘λεγαν. Έγινε πολλή κατάχρηση στόμφου, φτηνού λυρισμού, πολλή σπατάλη άχρηστης φιλοπατρίας….».

 

Αφού αναφέρθηκα λοιπόν στο κυρίαρχο ψεύδος που επικρατεί εδώ και χρόνια στην κεντρική πολιτική σκηνή, θα αναφερθώ και σε ένα άλλου είδους ψέμα που τα τελευταία τρία χρόνια κυριαρχεί πάνω στη ζωή μου. Ένα ψέμα που αφορά την υποτιθέμενη συμμετοχή μου στην οργάνωση Επαναστατικός Αγώνας. Ένα ψέμα που έχει εμπνευστή, ενορχηστρωτή και εκτελεστή τη ΔΑΕΕΒ. Ένα ψέμα που ίσως τώρα πια «…να ντρέπεται και το ίδιο μιας και δεν ντρέπονταν τα στόματα που το’λεγαν..».

 

Επανέρχομαι, λοιπόν, όπως σας έχω ήδη πει στον κ. Παπαθανασάκη και στις προφανείς εκ μέρους της υπηρεσίας του και του ίδιου προσπάθειες δημιουργίας επιβαρυντικών εντυπώσεων εις βάρος μου. Ο κ. Παπαθανασάκης αντιλαμβανόμενος ότι η κατάθεσή του ενώπιον του δικαστηρίου σας μάλλον με αθωώνει παρά με επιβαρύνει, επινόησε επί τόπου δύο καταφανέστατα και χονδροειδή ψέματα, προκαλώντας όπως ίσως θα θυμάστε την αντίδρασή μου. Ψέμα πρώτο ότι κατά την σύλληψή μου πήγα να πετάξω ένα κινητό τηλέφωνο και ψέμα δεύτερο ότι επιχείρησα να διαφύγω της σύλληψης. Θα σας περιγράψω εν συντομία τη στιγμή της προσαγωγής μου για να βγάλετε τα συμπεράσματά σας. Βγήκα από το σπίτι μου στις 9:00 – 9:10 να πάω να συναντήσω τη σύντροφό μου. Έστριψα δεξιά στη Ζ. Πηγής και περίπου μετά από 20 μέτρα, δύο άντρες μου όρμησαν από πίσω φωνάζοντας αστυνομία, ο ένας μάλιστα μου μισοέδειξε ένα όπλο λέγοντά μου «μην κάνεις μαλακίες, έχω εντολή να ρίξω», εγώ τους ρώτησα τι συμβαίνει και τους είπα να ηρεμήσουν. Πράγματι, ηρέμησαν, προφανώς επειδή δεν προσπάθησα να διαφύγω, μου είπαν να μην ανησυχώ πως πρόκειται για μια απλή προσαγωγή και μου ζήτησαν να τους ακολουθήσω, πράγμα το οποίο και έγινε. Φτάσαμε πεζοί στη συμβολή των οδών Χ. Τρικούπη και Δερβενίων, χωρίς καν να με κρατάνε από το μπράτσο ή κάτι τέτοιο, απλά περπατούσα ανάμεσά τους. Στο δρόμο μάλιστα ο ένας μου πρόσφερε και τσιγάρο το οποίο αρνήθηκα, θυμάμαι και τη μάρκα LUCKY STRIKE ήταν. Στη συμβολή των οδών Χ. Τρικούπη και Δερβενίων υποβλήθηκα σε σωματική έρευνα στην οποία βρέθηκαν τα κλειδιά, τα τσιγάρα μου, κάποια λίγα χρήματα, μια τηλεκάρτα, η ταυτότητά μου, τα χαρτιά της μηχανής μου και το κινητό τηλέφωνο που δήθεν πήγα να πετάξω, σε εσωτερική τσέπη του μπουφάν μου. Φυσικά, όπως ήδη γνωρίζετε, δεν βρέθηκε πάνω μου η κάρτα της κ. Παπαρούσου, την οποία μου παρέδωσε η ίδια ώρες αργότερα κατά τη διάρκεια της κατ’ οίκον έρευνας, ενώπιον των αστυνομικών και του εισαγγελέα.

 

Το γιατί στήθηκε λοιπόν το παραμυθάκι με την κάρτα της κ. Παπαρούσου  που δήθεν βρέθηκε πάνω μου στη σωματική έρευνα το αφήνω στην κρίση σας, τη δική μου άποψη την ξέρετε, για τη δημιουργία εντυπώσεων.

 

Επίσης ο Παπαθανασάκης, με το εφεύρημά του για το κινητό που πήγα δήθεν να πετάξω, αφήνει να αιωρείται το υπονοούμενο πως αυτό το τηλέφωνο ήταν κάτι το μεμπτό. Πέραν του ότι διαψεύδεται από τις άρσεις απορρήτου της ίδιας της υπηρεσίας του, θα θέσω και εγώ έναν προβληματισμό. Θέλει πραγματικά ο κύριος Παπαθανασάκης να μας πείσει ότι ένας άνθρωπος που δήθεν εμπλέκεται κάπου και κατέχει ένα δήθεν μεμπτό τηλέφωνο, περιμένει να το πετάξει όταν έχει ήδη προσαχθεί και ενώπιον όλης της αστυνομίας της Αθήνας; Γιατί όταν φθάσαμε στη συμβολή των οδών Χ. Τρικούπη και Δερβενίων σχεδόν ταυτόχρονα ερχόντουσαν από παντού πολυάριθμες αστυνομικές δυνάμεις Δ, ΔΙΑΣ, δεν ξέρω, όλη η αλφαβήτα ήρθε. Πόσο μάλλον όταν αυτός ο άνθρωπος ξυπνάει το πρωί και κάνει κανονικά τη ζωή του, πηγαίνει για καφέ στο στέκι του κοντά στο σπίτι του, ψωνίζει από το μανάβικο της γειτονιάς του, γυρνάει ύστερα σπίτι του, τρώει, κάνει μπάνιο και ετοιμάζεται να συναντήσει την κοπέλα του, παρόλο που από το μεσημέρι τα κανάλια και τα ραδιόφωνα μιλάνε για συλλήψεις και λένε μάλιστα και ονόματα. Πραγματικά θέλει να πείσει με αυτά που λέει; Το αφήνω και αυτό στην κρίση σας, η δική μου άποψη είναι γνωστή. Κάπως έτσι λοιπόν, και με αυτή τη λογική πάντα της δημιουργίας εντυπώσεων, συμπεριλήφθησαν στη δικογραφία διάφορα φοβερά και τρομερά ευρήματα όπως φωτογραφία του θείου μου με νεροπίστολο, διάφορα βιβλία πολιτικού και λογοτεχνικού περιεχομένου, μια αποκριάτικη περούκα που απέσπασαν από τα υπόλοιπα αποκριάτικα και φωτογράφησαν μόνη της, μια μάσκα για τα δακρυγόνα, εκατοντάδες CD και DVD και άλλα τέτοια συγκλονιστικά.

 

Αυτό όμως που αποδεικνύει περίτρανα, αυτό που λέω τόσο καιρό για τη δημιουργία εντυπώσεων, είναι το εξής και για του λόγου το αληθές σας παραδίδω και φωτογραφίες. Οι φωτογραφίες απεικονίζουν μια ατζέντα του εκλιπόντος θείου μου, ο οποίος ήταν αρχιτέκτονας-πολιτικός μηχανικός και είχε συνεργαστεί κατά καιρούς με διάφορες γνωστές και μεγάλες εταιρείες. Η ατζέντα είναι ανοιγμένη στη μέση όπου φιγουράρει η κάρτα μια κυρίας που προφανώς εργάζεται σε εταιρεία που εμπορεύεται εκρηκτικά. Λεπτομέρεια, η τιμή της ατζέντας είναι σε δραχμές, τα γράμματα είναι του θείου μου, τα κινητά τηλέφωνα που αναγράφονται ξεκινούν από μηδέν, πράγμα που δείχνει την παλαιότητα και όπως είναι λογικό και προφανές αυτή η ατζέντα δεν μου ανήκει. Προς τι λοιπόν αυτή η καλλιτεχνική αντιτρομοκρατική φωτογραφία, αν όχι για τη δημιουργία εντυπώσεων εις βάρος μου;

 

Σημειωτέον δε, πως όταν τραβιέται αυτή η φωτογραφία εγώ βρίσκομαι ήδη δύο εβδομάδες στη φυλακή, καθώς αυτό το φοβερό εύρημα προέρχεται από το σπίτι της οδού Μπενάκη, από όπου προέρχεται και το άλλο απίστευτο εύρημα η εφημερίδα το Ποντίκι με την προκήρυξη του Επαναστατικού Αγώνα. Το αφήνω και αυτό στην κρίση σας.

 

Προσπαθήστε όμως να μπείτε στη θέση κάποιου που έχει βρεθεί έτσι εύκολα και απλά και με συνοπτικές διαδικασίες σε ένα υπόγειο κελί και του παρουσιάζουν τέτοια πράγματα, που αν μη τι άλλο δείχνουν σκοπιμότητα και δόλο. Τι κάνει άραγε αυτός ο άνθρωπος; Γελάει; Απελπίζεται; Εξοργίζεται; Ή απλά κάνει υπομονή και περιμένει να έρθει η ώρα της αλήθειας; Εγώ προσωπικά έκανα όλα τα παραπάνω.

 

Κατά τη διάρκεια της εξέτασης του Παπαθανασάκη από τους συνηγόρους υπεράσπισης, όχι μόνο τους δικούς μου, όλους, μας είπε πολλές φορές πως ο ίδιος και η υπηρεσία του απλά εκθέτουν περιστατικά και παραπέμπουν και πως αρμόδια να κρίνει είναι η δικαιοσύνη. Ελπίζω να κατάφερα να σας δώσω μια εικόνα για το πώς παραπέμπουν, με τι υποτιθέμενα στοιχεία και τι τρόπο.

 

Προτού αναφερθώ σε αυτό που ο Παπαθανασάκης αποκαλεί δικαιοσύνη, εννοώντας προφανώς την τακτική ανάκριση, θα ήθελα να καταγγείλω τον ρόλο των μέσων μαζικής εξαπάτησης που αναπαράγουν άκριτα διαρροές και σενάρια της αστυνομίας, δημιουργώντας το κατάλληλο κλίμα για τις προφυλακίσεις, αφού πρώτα έχουν φιλοτεχνήσει το προφίλ αδίσταχτων εγκληματιών, αιμοσταγών δολοφόνων κ.λ.π. Δεν θα επεκταθώ γιατί το ζήτημα έχει θιγεί από πολλούς μάρτυρες και έχω καλυφθεί. Θα αρκεστώ όμως να πω πως δύο από τις κυρίες του αστυνομικού ρεπορτάζ, που τότε τις ημέρες των συλλήψεων είχαν κανιβαλήσει με τον πιο χυδαίο και αισχρό τρόπο πάνω μας, που θεωρούν εαυτούς δημοσιογράφους, φορείς της «αντικειμενικής ενημέρωσης» είναι παντρεμένες με ανώτατους αξιωματικούς της ελληνικής αστυνομίας, κάνουν πολύ καλά τη δουλειά του παπαγάλου και προφανώς δεν έχουν καμία σχέση με αυτό που ονομάζεται αντικειμενικότητα και δεοντολογία. Το σύνθημα του Γαλλικού Μάη «Η αστυνομία σας μιλάει μέσα από τα δελτία ειδήσεων» είναι ανατριχιαστικά αληθινό και δυστυχώς πάντα επίκαιρο.

 

Αφού λοιπόν προφυλακίζομαι έτσι απλά με τον τρόπο που σας περιέγραψα, προσπαθώ τον πρώτο καιρό να οργανώσω τη ζωή μου στο υπόγειο της ειδικής ΣΤ πτέρυγας του Κορυδαλλού. Στη συνέχεια στις 18/5/2010 κάνω την πρώτη δημόσια τοποθέτηση σχετικά με τη δίωξή μου με κείμενο που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία.

 

Στο κείμενο αυτό, όπως μπορεί κανείς εύκολα να διαπιστώσει, δίνω το πολιτικό μου στίγμα και τοποθετούμαι ξεκάθαρα επί των κατηγοριών, τις οποίες αρνούμαι από την πρώτη στιγμή. Το ίδιο έκανα καθ’ όλη τη διάρκεια της κράτησής μου, το ίδιο κάνω και ενώπιον του δικαστηρίου εδώ και ενάμιση περίπου χρόνο, χωρίς καμία παρέκκλιση.

 

Όλο το επόμενο διάστημα και ενώ οι εξονυχιστικές έρευνες κάθε είδους προχωράνε και κλείνουν χωρίς να προκύπτει οτιδήποτε εις βάρος μου, καταθέτω μέσω των συνηγόρων μου αλλεπάλληλες αιτήσεις αποφυλάκισης καθώς και προσφυγές κατά των απορριπτικών απαντήσεων που ελάμβανα από τους εισαγγελείς Ασπρογέρακα και Μακρόπουλο. Οι συγκεκριμένοι εισαγγελείς παρά την απουσία οποιουδήποτε στοιχείου, προσθέτουν κιόλας – και εδώ θα χρησιμοποιήσω δικά τους λόγια – κάποια «ενισχυτικά στοιχεία περί υπάρξεως επαρκών ενδείξεων» για τη δήθεν ενοχή μου. Πρόκειται βέβαια για τη μάσκα, την αποκριάτικη περούκα και την εφημερίδα το Ποντίκι. Δεν θα σχολιάσω άλλο, γιατί νομίζω ότι ήδη το έχω κάνει αρκετά. Κάπως έτσι λοιπόν με τέτοια αδιάσειστα «ενισχυτικά στοιχεία» παρατείνεται η κράτησή μου. Φτάνουμε λοιπόν στην τυπική διαδικασία του 6μήνου συμβουλίου για την παράταση ή μη της προσωρινής κράτησης. Εκεί, ενώ πίστευα ότι θα μπορούσα να υπερασπιστώ τον εαυτό και την αλήθεια μου απέναντι σε αυτό το σαθρό κατηγορητήριο, βρέθηκα μαζί με τους συγκατηγορουμένους μου απέναντι σε ειρωνείες, απαξίωση και μια αντιμετώπιση του στυλ δεν μας νοιάζει, πείτε τα στο δικαστήριο. Ταυτόχρονα, έξω από το γραφείο του συμβουλίου οι συγγενείς μας προπηλακίζονταν από τους αστυνομικούς, κάτι που εμένα εκείνη την ημέρα προκάλεσε την οργή μου, έγινε μια σχετική φασαρία.

 

Εκείνη τη μέρα κατάλαβα στο πετσί μου, κάτι βέβαια που ως αναρχικός το ήξερα, δεν είχα καμία αυταπάτη, αλλά είναι αλλιώς το βίωμα, είναι αλλιώς να το νοιώθεις επάνω σου, κατάλαβα πόσο κούφια είναι ουσιαστικά διάφορα ωραία λόγια όπως «νομικός πολιτισμός», «τεκμήριο αθωότητας», ειδικά όταν πρόκειται για πολιτικές υποθέσεις. Εκείνη την ημέρα κατάλαβα ότι έχει αντιστραφεί πλήρως το βάρος της απόδειξης και αναρωτήθηκα πώς μπορεί να αντιδράσει κάποιος όταν έχει απέναντί του ένα ολόκληρο σύμπλεγμα μηχανισμών του κράτους. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, και ενώ κάνω αυτές τις σκέψεις, μαθαίνω λίγο καιρό μετά ότι μου απαγγέλλονται πρόσθετες κατηγορίες και λαμβάνω κλίση για απολογία στον ειδικό εφέτη ανακριτή. Εκεί λοιπόν, στις 25/10/2010, κάνω την ακόλουθη δήλωση που θα μου επιτρέψετε να σας διαβάσω, γιατί θεωρώ πως είναι χαρακτηριστική, αποτυπώνει την ψυχολογία μου εκείνο τον καιρό και δείχνει πώς αντιλαμβάνομαι τη δίωξή μου:

 

 

 

 

Δήλωση στον ειδικό Εφέτη-Ανακριτή του προσωρινά κρατούμενου για την υπόθεση του Επαναστατικού Αγώνα Σαράντου Νικητόπουλου στα πλαίσια της απολογίας για την πρόσθετη απαγγελία κατηγοριών

 

Αθήνα 25/10/2010

Βρίσκομαι προφυλακισμένος σε ένα υπόγειο με βάση τις εντελώς αυθαίρετες και αστήρικτες κρίσεις και ερμηνείες του μοναδικού μάρτυρα κατηγορίας αστυνομικού Παπαθανασάκη.

Από την πρώτη στιγμή αρνούμαι τις κατηγορίες στο σύνολο τουρ Σχεδόν 7 μήνες μετά και ενώ δεν υπάρχουν και δεν έχουν προκύψει (και πώς να γίνει αυτό άλλωστε αφού δεν έχω καμία σχέση με όσα μου αποδίδονται;) στοιχεία -μα ούτε καν ενδείξεις ενοχής- εναντίον μου, με καλείτε για να μου απαγγείλετε συμπληρωματικές κατηγορίες. Αρνούμαι εκ νέου τις κατηγορίες. Αν και θεωρώ ότι πλέον δεν έχει καμία ουσιαστική σημασία, καθώς όπως αποδείχτηκε περίτρανα στη διαδικασία του εξάμηνου συμβουλίου, απευθύνομαι σε «ώτα μη ακουόντων» και μάλιστα προκατειλημμένων. Έχω πλέον πειστεί ότι στην περίπτωση μου υπάρχει βιασμός του όποιου «νομικού πολιτισμού», του όποιου «τεκμηρίου αθωότητας», καθώς είμαι εξαρχής στο μυαλό σας «ένοχος μέχρι αποδείξεως του εναντίου». Aς είναι:

Η δίωξη μου είναι βαθύτατα πολιτική – φρονηματική και έχει σα στόχο τον ευρύτερο αναρχικό-αντιεξουσιαστικό χώρο, στον οποίο ανήκω, καθώς και όσα κοινωνικά κομμάτια αντιστέκονται. Η δίωξη μου βασίζεται ακριβώς στην ένταξη μου σ’ αυτόν τον πολιτικό χώρο, στη φιλία μου με το Λάμπρο Φούντα, στην άρνηση μου να δώσω δείγμα DNA, στην άρνηση μου να καταδικάσω εγχειρήματα και μορφές πάλης συνδεδεμένες ιστορικά με τους κοινωνικούς ταξικούς αγώνες. Η δίωξη μου εντάσσεται στο πλαίσιο της ευρείας επίθεσης του κράτους στην κοινωνία. Αυτού του «ψευδοδημοκρατικού» κράτους που χαρακτηρίζει παράνομη και καταχρηστική κάθε απεργία, που αντιμετωπίζει με τη βία των ΜΑΤ κάθε κινητοποίηση εργαζομένων, που περνάει νύχτα στα θερινά τμήματα της βουλής ειδικές φωτογραφικές διατάξεις που χαρακτηρίζουν «τρομοκρατική» τη συνδικαλιστική δράση, ακόμα και τη συμμετοχή σε μία διαδήλωση…

Λίγη ειλικρίνεια δε βλάπτει κύριοι:

Το ποιος τρομοκρατεί μαζικά τμήματα του πληθυσμού της χώρας με τα εξοντωτικά οικονομικά μέτρα που λαμβάνει και τη συνεπακόλουθη καταστολή που εξαπολύει κατά πάντων, το γνωρίζει πλέον καλά η κοινωνία…

Το μόνο σίγουρο είναι ότι δε λέγεται Σαράντος Νικητόπουλος.

Σαράντος Νικητόπουλος

Προσωρινά κρατούμενος για την υπόθεση του Επαναστατικού Αγώνα

 

 

Στη συνέχεια, και αφού και ο κος εφέτης ανακριτής μου είπε και αυτός «Ε, εντάξει και δίκιο να έχεις, κάνε υπομονή θα τα πεις στο δικαστήριο», οδηγήθηκα πίσω στις φυλακές Κορυδαλλού. Ο καιρός περνούσε και έτσι φτάσαμε στη διαδικασία του 12μηνου συμβουλίου. Εγώ, έχοντας την προηγούμενη εμπειρία του 6μήνου που σας περιέγραψα, δεν ήθελα να παρουσιαστώ και πήγα μόνο ύστερα από την επιμονή και την παρότρυνση των συνηγόρων μου. Εκεί έλαβε χώρα μια τελείως διαφορετική διαδικασία. Σε ήρεμο κλίμα απευθυνθήκαμε στους δικαστές που είχαν ασχοληθεί με τη δικογραφία, αναπτύξαμε τις απόψεις μας και αντικρούσαμε το κατηγορητήριο. Δε σας κρύβω ότι εξεπλάγην ευχάριστα από την απόφαση του συμβουλίου που ήρε την προσωρινή κράτηση τη δική μου και δύο συγκατηγορουμένων μου. Πρώτον γιατί με βάση την εμπειρία του 6μήνου δεν το περίμενα σε καμία περίπτωση και δεύτερον και βασικότερο γιατί θεώρησα πως υπάρχει μία επαναφορά στην πραγματικότητα με αυτήν την απόφαση και επίσης θεώρησα ότι αυτή η απόφαση εξέθετε ανεπανόρθωτα τόσο το κατηγορητήριο όσο και την υπηρεσία που το συνέταξε.

 

Τη χαρά όμως και την ανακούφιση που νιώθει ένας άνθρωπος όταν αποφυλακίζεται πολύ γρήγορα τις διαδέχτηκε η απογοήτευση όταν ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κ. Τέντες άσκησε αναίρεση στην απόφαση του συμβουλίου, επικαλούμενος ότι η συγκεκριμένη απόφαση δεν είχε επαρκές αιτιολογικό σκεπτικό. Ενώ ας πούμε, οι απορριπτικές απαντήσεις στις αιτήσεις αποφυλάκισής μου είχαν επαρκέστατα σκεπτικά. Πόσο μάλλον το βούλευμα που με παρέπεμψε κατηγορούμενο. Τέλος πάντων, παρά το πρωτόγνωρο και εντελώς παράτυπο – όπως πληροφορήθηκα από τους συνηγόρους μου – της αναίρεσης, η διαδικασία επαναλήφθηκε και επικύρωσε την απόφαση άρσης της προσωρινής μας κράτησης. Έτσι, λοιπόν, από εκείνη την ημέρα είμαι «ελεύθερος». Όσο ελεύθερος μπορεί να είναι κάποιος που βρίσκεται σε διαρκή ομηρία, παρακολουθείται ο ίδιος και οι οικείοι του άνθρωποι, παρουσιάζεται στο αστυνομικό τμήμα και δικάζεται μέσα σε μία φυλακή επί ενάμιση χρόνο. Την αναίρεση που άσκησε ο κ. Τέντες την ερμήνευσα ως μια ωμή άνωθεν παρέμβαση, που είχε διττό στόχο. Πρώτον την επαναπροφυλάκιση και δεύτερον να περάσει ένα σαφές μήνυμα ως προς τη δικαστική αντιμετώπιση απέναντί μας. Δεν σας κρύβω πως μετά την απόφαση του 12μηνου συμβουλίου έτρεφα ελπίδες για απαλλαγή μου με βούλευμα. Μετά την παρέμβαση του κ. Τέντε σιγουρεύτηκα ότι θα έρθω κατηγορούμενος. Επίσης δεν σας κρύβω ότι το κλίμα μέσα στο οποίο εξελίσσεται το τελικό στάδιο αυτής της δίκης μου προξενεί έντονη ανησυχία και ιδιαίτερο προβληματισμό και θα εξηγήσω τι εννοώ. Ο υπουργός Δημόσιας Τάξης – Προστασίας του Πολίτη Δένδιας, μέσα στη ραγδαία ακροδεξιά του κατρακύλα, εφαρμόζει τη λεγόμενη στρατηγική της έντασης, προσπαθώντας να τρομοκρατήσει την κοινωνία, στοχοποιώντας άμεσα τους αναρχικούς και όσους αγωνίζονται με έναν επικίνδυνο τρόπο θα έλεγα εγώ. Ειλικρινά δεν μπορώ να καταλάβω γιατί το έκανε αυτό. Ο συγκεκριμένος κύριος λοιπόν σε συνέντευξή του στην Καθημερινή στις 20/1/2013 επιχειρεί άλλη μια απροκάλυπτη παρέμβαση. Επιτρέψτε μου να σας διαβάσω το απόσπασμα:

 

«-Πώς σχολιάζετε την ποινική μεταχείριση των δύο πρόσφατα συλληφθέντων για συμμετοχή στη «Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς;»

 

Απάντηση Υπουργού:

 

-Δε συνηθίζω να σχολιάζω συγκεκριμένες δικαστικές αποφάσεις και κρίσεις, ιδίως όταν αφορούν εκκρεμείς υποθέσεις. Αυτό θα συνιστούσε παρέμβαση. Χρήσιμο είναι όμως να υπάρξει μια συνολική εικόνα για τον τρόπο που μια μειοψηφία λειτουργών της Θέμιδος επιλέγει να εθελοτυφλεί, απέναντι στην πρόκληση που συνιστά για το πολίτευμα και τη ζωή των πολιτών η ένοπλη τρομοκρατική δράση. Αντιλαμβάνομαι το ηθικό ανάστημα που απαιτεί η εκτέλεση του καθήκοντος, όταν αυτό στοχοποιεί τον δικαστικό λειτουργό. Αλλά ανήκω σε αυτούς που πιστεύουν ότι η Ελληνική Δικαιοσύνη, στη συντριπτική πλειοψηφία των λειτουργών της, διαθέτει αυτό το ανάστημα. Μου είναι αδύνατον να δεχθώ ότι η πολιτεία θα εξαναγκασθεί σε παραίτηση από την εφαρμογή του νόμου, διά του εκφοβισμού των εντεταλμένων οργάνων της.»

 

Μετά από λίγες μέρες μάλιστα, έδωσε στη δημοσιότητα και ένα NON PAPER με πολλά ονόματα μεταξύ των οποίων και τα δικά μας, συνεχίζοντας έτσι να παρεμβαίνει ωμά, επιδεικτικά, απροκάλυπτα. Σημειωτέον δε, πως αυτός ο κύριος έχει διατελέσει και υπουργός δικαιοσύνης στο παρελθόν. Τι μπορεί να περιμένει μετά από όλα αυτά ένας κατηγορούμενος; Πόσο μάλλον ένας αναρχικός κατηγορούμενος;

 

Τελειώνοντας, κυρίες και κύριοι δικαστές, θέλω να σας πω το εξής. Μέσα από την τοποθέτησή μου προσπάθησα να σας δώσω μια εικόνα για το ποιος είμαι και για το πώς αντιλαμβάνομαι τα πράγματα. Προσπάθησα να σας δώσω μια εικόνα για τις αρχές και τις αξίες με τις οποίες πορεύομαι στη ζωή μου ως αναρχικός. Προσπάθησα να σας δώσω μια εικόνα για το πώς βίωσα αυτή τη δίωξη στη διάρκεια των σχεδόν τριών αυτών χρόνων.

 

Ελπίζω να το κατάφερα. Επαναλαμβάνω αυτό που φωνάζω από την πρώτη στιγμή και ελπίζω να το κάνω για τελευταία φορά. Ουδέποτε υπήρξα μέλος της οργάνωσης Επαναστατικός Αγώνας, δεν συμμετείχα στη δράση της και θεωρώ πως αυτό έχει αποδειχτεί περίτρανα μέσα σε αυτήν την αίθουσα.

 

Θέλω να πιστεύω πως δεν θα επηρεαστείτε από άνωθεν πιέσεις, θα κρίνετε ψύχραιμα και με την απόφασή σας θα βάλετε ένα τέλος σε αυτόν τον παραλογισμό.

 

Αν πάλι όμως με την απόφασή σας νομιμοποιήσετε αυτό το διάτρητο και σαθρό κατηγορητήριο, θα είναι ξεκάθαρο στο δικό μου το μυαλό τουλάχιστον, μα πιστεύω και στο μυαλό όσων παρακολούθησαν αυτή τη δίκη, πως θα με έχετε καταδικάσει μόνο για τις πολιτικές μου απόψεις και τον τρόπο που με αξιοπρέπεια τις υπερασπίζομαι εδώ και τρία χρόνια υπό αντίξοες συνθήκες. Θα με έχετε καταδικάσει και εδώ θα δανειστώ έναν στίχο του Κ. Βάρναλη, γιατί από την εφηβεία μου ακόμα δεν υπήρξα «δειλός, μοιραίος και άβουλος αντάμα να περιμένω ίσως κάποιο θαύμα», αλλά επέλεξα να βαδίζω στο μονοπάτι της κοινωνικής απελευθέρωσης μαζί με εκατοντάδες χιλιάδες, εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον πλανήτη. Επέλεξα να αγωνιστώ για έναν κόσμο αλληλεγγύης, ισότητας, ελευθερίας και κοινωνικής δικαιοσύνης. Υπερασπίζομαι αυτόν τον αγώνα και αυτή μου την επιλογή και αυτό θα συνεχίσω να κάνω…..

 

Όσο ζω και αναπνέω.

 

Και για το τέλος θα ήθελα να πω δύο λόγια…. Μου είναι λίγο δύσκολο………..Δύο λόγια για τον Λάμπρο Φούντα. Σε όλη αυτή τη διαδρομή που σας περιέγραψα είχα την τύχη να γνωρίσω, να μοιραστώ στιγμές αγώνα και να συνδεθώ φιλικά με τον Λάμπρο Φούντα. Εγώ θα τον θυμάμαι και θα κρατάω ζωντανή τη μνήμη του ακριβώς όπως τον αντιμετώπιζα όταν ήταν ζωντανός. Με σεβασμό, αγάπη και απεριόριστη εκτίμηση. Για ανθρώπους σαν τον Λάμπρο Φούντα έχει γραφτεί ο στίχος του Ανδρέα Κάλβου «Θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία». Τελείωσα.