ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΠΟΛΑΣ ΡΟΥΠΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΘΕΣΗ ΜΑΡΤΥΡΑ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗΣ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ
Η υπόθεση του Επαναστατικού Αγώνα και η δίκη είναι πρώτα απ’ όλα μια σοβαρή υπόθεση. Μέσα στην αίθουσα του δικαστηρίου κάθε κατάθεση, τοποθέτηση, κάθε λέξη αποκτά μια ιδιαίτερη βαρύτητα και σημασία, ακόμα και αν αυτή εκτός του δικαστηρίου είναι παντελώς ανάξια λόγου. Και αυτό γιατί οτιδήποτε λέγεται σε αυτή τη δίκη έχει μια πολιτική προέκταση και καθώς η δίκη αυτή είναι μια ιστορική δίκη, μένει στην ιστορία οτιδήποτε την αφορά.
Σε μια από τις συνεδριάσεις, μάρτυρας ενός από τους συγκατηγορούμενούς μας έθεσε ως κεντρικό στοιχείο της επιχειρηματολογίας της για τη μη συμμετοχή του συγκεκριμένου κατηγορούμενου στον Επαναστατικό Αγώνα το γεγονός ότι είναι αδύνατο ένας αναρχικός που συμμετέχει ενεργά στο κίνημα, να συμμετέχει σε ένοπλη οργάνωση. Συνεπώς, «όποιος επιλέγει το κίνημα, δεν επιλέγει την ένοπλη δράση» και αντιστρόφως, «όποιος επιλέγει την ένοπλη δράση αποσύρεται από το κίνημα». Και ερωτώ, με ποιο δικαίωμα η μάρτυρας μιλάει σε ένα δικαστήριο για ζητήματα που αφορούν το εσωτερικό του αγώνα, είτε αυτά ισχύουν είτε όχι; Με ποιο δικαίωμα μπαίνει σε ζητήματα που δεν την αφορούν, σε ζητήματα που κανένας που συμμετέχει σε ένοπλη οργάνωση δεν αναφέρει μπροστά στον εχθρό; Και κυρίως με ποιο δικαίωμα «αποσύρει από το κίνημα» τους ένοπλους αγωνιστές και πιο συγκεκριμένα τα μέλη του Επαναστατικού Αγώνα; Με ποιο δικαίωμα «βγάζει στην παρανομία» όσους συμμετείχαν στην οργάνωση μπροστά στο δικαστήριο του εχθρού; Με ποιο δικαίωμα αναφέρεται μπροστά στο δικαστήριο σε ζητήματα που αφορούν τη δομή και το εσωτερικό της οργάνωσης, πράγμα που δεν κάναμε εμείς που αναλάβαμε την πολιτική ευθύνη; Γιατί βοηθάει το δικαστήριο στο να σχηματίσει μια οποιαδήποτε εικόνα για το εσωτερικό και τη δομή της οργάνωσης; Με ποιο δικαίωμα στη συνέχεια της κατάθεσής της χρησιμοποιεί ως παραδείγματα της επιχειρηματολογίας της εμένα και τον σύντροφο Μαζιώτη παρουσιάζοντάς μας ως «αποσυρμένους»; Με ποιο δικαίωμα ακυρώνει καταθέσεις δικών μας μαρτύρων υπεράσπισης; Με ποιο δικαίωμα λέει ότι «η Ρούπα και ο Μαζιώτης είχαν αποσυρθεί από τις ευρύτερες διεργασίες του αναρχικού κινήματος, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι είχαν αποκοπεί από τις κοινωνικές σχέσεις, από τις φιλίες τους, από τις επαφές τους», αποπολιτικοποιώντας έτσι τις σχέσεις μας με συντρόφους; Εμείς ποτέ ούτε μέσα στη δίκη ούτε πουθενά αλλού δεν αναφερόμαστε με όρους μη πολιτικούς. Είμαστε πολιτικά όντα και αυτό έχει εμπεδωθεί και στον ίδιο τον εχθρό. Η προσωπική μας ζωή και οι σχέσεις δεν κατατέθηκαν ούτε στο ελάχιστο δημόσια και πολύ περισσότερο μπροστά στους κρατικούς εκπροσώπους. Η απόπειρα αποπολιτικοποίησης των σχέσεών μας και κατ’ επέκταση και ημών υπονομεύει την πολιτική υπόσταση τη δική μας και κατ’ επέκταση και της υπόθεσης, και στο μόνο που βοηθάει είναι τα σχέδια του κράτους εναντίον μας.
Από τη μάρτυρα λοιπόν, το δικαστήριο πληροφορείται ότι «υπάρχει διαχωρισμός μεταξύ ένοπλου και μη ένοπλου αγώνα», ότι «όλοι οι αγωνιστές που συμμετέχουν σε ένοπλες οργανώσεις είναι αποσυρμένοι από το κίνημα και περνάνε στην παρανομία», και κατ’ επέκταση ότι «το ίδιο ισχύει και για τους συμμετέχοντες στον Επαναστατικό Αγώνα». Και να επισημάνω πως κανένας μας δεν βρισκόταν στην παρανομία. Το δικαστήριο πληροφορείται ότι η Ρούπα και ο Μαζιώτης ως «αποσυρμένοι και παράνομοι (όχι όμως καταζητούμενοι) πίνουν καφέ και κάνουν φιλικές και μόνο φιλικές συναντήσεις». Αν ανέφερε και από πότε κατά την άποψή της είμαστε στην «παρανομία» και «αποσυρμένοι», θα βοηθούσε το δικαστήριο και στη νομική διερεύνηση της κατηγορίας της αρχηγίας, όπως και στο ποιες ενέργειες της οργάνωσης θα μπορούσαμε ως «αποσυρμένοι» και «παράνομοι» να συμμετείχαμε.
Πριν προχωρήσω να επισημάνω πως ακόμα και αν τα όσα λέχθηκαν από τη μάρτυρα ήταν σωστά, η χάραξη διαχωριστικών γραμμών κάθε είδους που οδηγούν στην πολιτική απομόνωση των αγωνιστών από τον πολιτικό χώρο που ανήκουν, είναι όχι απλώς λάθος, είναι όχι απλώς αντισυντροφική, είναι εχθρική προς τους ίδιους τους αγωνιστές. Η μάρτυρας με τα όσα ισχυρίστηκε στο δικαστήριο εξέθεσε αγωνιστές μπροστά στον εχθρό μπαίνοντας σε συνδιαλλαγή μαζί του. Και η συνδιαλλαγή έγκειται στο γεγονός ότι συνεισφέρει στην πολιτική απομόνωση και την αποπολιτικοποίηση αγωνιστών με αντάλλαγμα την απαλλαγή ενός κατηγορουμένου από τις κατηγορίες και τη δίωξη, δηλαδή προσφέρει κάτι στον αντίπαλο που μπορεί κατά οποιοδήποτε τρόπο να χρησιμοποιήσει εναντίον μας με αντάλλαγμα την απαλλαγή ενός κατηγορουμένου. Και αυτό συνιστά στάση εχθρική προς τον αγώνα συνολικότερα. Αυτό έγινε εξ’ ονόματος ενός κατηγορούμενου ο οποίος προφανώς και ταυτίζεται με τη συγκεκριμένη μάρτυρα και την υπερασπιστική γραμμή της, αφού όχι μόνο δεν αντέδρασε επί τόπου έστω με μια διόρθωση, αλλά τοποθετήθηκε και δημοσίως υπέρ της. Προφανώς πρόκειται για την υπερασπιστική γραμμή τη δική του.
Ακόμα και αν μάρτυρας και κατηγορούμενος εκ των υστέρων έκαναν δημόσια τοποθέτηση παίρνοντας πίσω τα όσα λέχθηκαν στο δικαστήριο, το γεγονός ότι έχουν καταγραφεί στη δίκη του Επαναστατικού Αγώνα, καθιστά το πρόβλημα που δημιουργήθηκε μη αναστρέψιμο. Μέσα στο δικαστήριο ότι γράφει δεν ξεγράφει. Και το πρόβλημα είναι πολιτικό αλλά και ηθικό. Ηθικό γιατί μόνο ο αμοραλισμός καθιστά αποδεκτή και αξιοπρεπή μια τέτοια στάση στο εσωτερικό του αγώνα.
Επειδή η «συζήτηση» αυτή που άνοιξε μπροστά στο δικαστήριο, βγήκε ως αναμενόμενο και εκτός Κορυδαλλού και είμαι βέβαιη πως απασχολεί πολλούς περισσότερους από τους άμεσα ενδιαφερόμενους, είμαι υποχρεωμένη να τοποθετηθώ πιο αναλυτικά πάνω στα πολιτικά ζητήματα που ανέκυψαν. Είπα και στην αρχή πως ακόμα και αν ήταν σωστά τα όσα ισχυρίστηκε στο δικαστήριο, τίποτα δεν τη νομιμοποιεί να τα πει σε εκείνο το χώρο. Επειδή από το ειδικό δικαστήριο των φυλακών Κορυδαλλού όπου διεξάγεται η δίκη εναντίον του Επαναστατικού Αγώνα χαράχτηκε για πρώτη φορά μια διαχωριστική γραμμή μεταξύ κατηγορουμένων και επιλογών δράσης που η προέκτασή της διαχωρίζει τον αγώνα συνολικότερα, οφείλω να εξηγηθώ πιο αναλυτικά σε ζητήματα που ανακύπτουν από αυτή την ιστορία.
Ο διαχωρισμός μεταξύ ένοπλου και μη ένοπλου αγώνα υποστηρίζεται εδώ ως νομοτελειακή συνθήκη, ως αξίωμα και καθόλου ως μια προσωπική οπτική καθώς η μάρτυρας επιχειρηματολογεί με ιστορικά παραδείγματα πάνω στο ασυμβίβαστο μεταξύ της ένοπλης δράσης και των άλλων επιλογών αγώνα, προκειμένου να στηρίξει με «αντικειμενικό» τρόπο το γεγονός ότι «δεν θα μπορούσε ο κατηγορούμενος να είναι στον Επαναστατικό Αγώνα». Και είναι «αντικειμενικός» ο τρόπος στήριξης του επιχειρήματος γιατί η υπόθεση της συμμετοχής του «θα σήμαινε την καταστρατήγηση και του τελευταίου κανόνα οργανωτικής συνωμοτικότητας όπως την έχουμε συναντήσει στην ιστορική εμπειρία των 40 χρόνων ευρωπαϊκού αντάρτικου πόλης». Η κατάθεση συνεχίζεται με την παραβολή ιστορικών παραδειγμάτων αλλοιωμένων με τρόπο ώστε να προσαρμόζονται σε αυτή τη θέση. Μεγάλο μέρος της ιστορίας του ευρωπαϊκού αντάρτικου πόλης αναπροσαρμόζεται στις απαιτήσεις ενός διαχωρισμού που εξυπηρετεί την υπόθεση της απαλλαγής ενός από τους κατηγορουμένους στη δίκη.
Αυτής της θέσης κορωνίδα είναι η κατάληξη πως «η τήρηση αποστάσεων για λόγους ασφαλείας η οποία παύει με έναν τρόπο τη διαλεκτική σχέση του ευρύτερου κινήματος με τον αντάρτη πόλης, είναι ένα ζήτημα που έχει απασχολήσει κι έχει γίνει κριτική και στο εσωτερικό του κινήματος και εκ των υστέρων συνήθως και ενίοτε τους ίδιους τους αντάρτες πόλης». Δηλαδή, καμία διαλεκτική σχέση δεν υπάρχει μεταξύ ένοπλου και μη ένοπλου αγώνα. Και μπροστά στο δικαστήριο του εχθρού αναφέρουμε και την κριτική που έχει γίνει στο εσωτερικό του κινήματος για αυτό το ζήτημα, βάζοντας στη «συζήτηση» το ίδιο το κράτος που υποτίθεται πως πολεμάμε! Στην ερώτηση του συνηγόρου του κατηγορούμενου που κλήθηκε να υπερασπιστεί για το αν «υπάρχει ένα όριο που μπορεί να χαραχθεί, να περιγραφεί, για να δούμε από πια πλευρά της γραμμής είναι ο καθένας», και πηγαίνοντας ακόμα πιο πέρα «ποιο είναι το όριο, η ειδοποιός διαφορά μεταξύ αναρχικού που συμμετέχει σε μια ένοπλη δράση και κάποιου που κάνει άλλα πράγματα που θα μπορούσε να είναι διακριτό και από ένα δικαστήριο γιατί με βάση αυτό θα καταδικάσει ή θα αθωώσει (θα ήθελα να πιστεύω ότι θα γίνει έτσι)» απάντησε πως «είναι κάτι που δεν αφορά ένα δικαστήριο». Και είναι υποκρισία, αφού έχει πει ότι έχει πει, αφού η ίδια έχει ήδη χαράξει τη διαχωριστική γραμμή και δεν έχει παραλείψει να αναφερθεί μπροστά στον εχθρό στις τριβές και την κριτική που έχει διεξαχθεί πάνω στο ζήτημα που παρουσίασε από το ίδιο το κίνημα, στο τέλος να απαντά στην ερώτηση του συνηγόρου πως «αυτό δεν αφορά το δικαστήριο». Μια υπόθεση δηλαδή εσωτερική του ευρύτερου κινήματος κατατίθεται στον εχθρό ως κατακλείδα της επιχειρηματολογίας του διαχωρισμού, η οποία επιχειρηματολογία συνιστά την βασική υπερασπιστική γραμμή του συγκεκριμένου κατηγορούμενου. Ο κατηγορηματικός διαχωρισμός ιστορικά «τεκμηριωμένος» έκλεισε με την ανακεφαλαίωση του συνηγόρου ο οποίος ξεκινάει τις ερωτήσεις προς τη μάρτυρα λέγοντας: «Λέτε ότι το κεντρικό επιχείρημα για το οποίο ο Κορτέσης δεν είναι στον Επαναστατικό Αγώνα είναι ότι έκανε το αντίθετο από αυτό που κάνει όποιος περνάει στην παρανομία, λείπει από δημόσιες διαδηλώσεις που μπορεί να προκαλέσουν μια σύλληψή του…» Και η μάρτυρας συμφωνεί και επαυξάνει συμπληρώνοντας «ή την έκθεσή του στο μάτι των διωκτικών αρχών…».
Σε απάντηση προς την επιστολή του συντρόφου Νίκου Μαζιώτη που δημοσιοποίησε επιμένει και επαναλαμβάνει -με πιο εμπεριστατωμένο κατά την άποψή της τρόπο και μέσω της παρουσίασης περισσότερων ιστορικών στοιχείων- την ίδια θέση του διαχωρισμού. Υποστηρίζει πως δεν κλήθηκε να υπερασπίσει τον ένοπλο αγώνα (είναι αυτονόητο πως δεν είχε κανείς την απαίτηση να κάνει κάτι τέτοιο, και ούτε ήταν υποχρεωμένη να το κάνει) και πως υπάρχει «διακριτή διαφορά στον τρόπο υπεράσπισης απέναντι σε ένα δικαστήριο από τη μια μελών της οργάνωσης που έχουν αναλάβει την πολιτική ευθύνη και από την άλλη συντρόφων που διώκονται βάσει της πολιτικής τους ταυτότητας και των συντροφικών τους σχέσεων, αυτό όμως δεν συνεπάγεται κάποια πρόθεση διαχωρισμών (είτε των κατηγορουμένων είτε της δράσης τους)». Αφού όμως έχει ήδη χαράξει στο δικαστήριο μια διαχωριστική γραμμή μεταξύ ένοπλου και μη ένοπλου αγώνα που μόνο τυφλός ή παντελώς ανίδεος με την πολιτική δεν βλέπει, και αφού υποστηρίζει πως τα όσα κατέθεσε δεν είχαν κάποια πρόθεση διαχωρισμών, τότε δυο τινά ισχύουν: Ή δεν αντιλαμβάνεται τι λέει και τι πολιτικές προεκτάσεις έχουν αυτά που λέει ή υποκρίνεται ότι δεν καταλαβαίνει.
Όσον αφορά την «πάγια και καθαρή θέση» της ότι ο ένοπλος αγώνας είναι κομμάτι του ριζοσπαστικού κινήματος», αυτοακυρώνεται από τη αξιωματική θέση που κατέθεσε στο δικαστήριο περί «της αναπόφευκτης -λόγω της απόσυρσης από τις κινηματικές διαδικασίες- παύσης της διαλεκτικής σχέσης μεταξύ του αντάρτη πόλης και του κινήματος». Τι είδους κομμάτι του κινήματος είναι ο ένοπλος αγώνας όταν δεν έχει καμία διαλεκτική σχέση μαζί του; Και πώς υπερασπίζεσαι την ενότητα του αγώνα –γιατί σε αυτό κατατείνει ουσιαστικά η θέση ότι ο ένοπλος αγώνας είναι μέρος του κινήματος- όταν την έχεις ήδη καταργήσει προβάλλοντας ένα τμήμα του απομονωμένο; Και τι άλλο μπορεί να σημαίνει «παύση της διαλεκτικής σχέσης με το κίνημα» –η οποία κατάληξη της επιλογής ενός αγωνιστή να διεξάγει ένοπλο αγώνα «έχει αποτελέσει αιτία κριτικής εντός του κινήματος»- πέρα από το ότι οι αντάρτες πόλης καταλήγουν απομονωμένοι από το κίνημα, απομονωμένοι πολιτικά; Γιατί η «κριτική» που ανέφερε η μάρτυρας μπροστά στον ταξικό εχθρό –το δικαστήριο- ότι «έχει γίνει από τα κινήματα στην Ευρώπη», αφορά στην ίδια την επιλογή της ένοπλης δράσης, η οποία νομοτελειακά καταλήγει «στην απόσυρση από το κίνημα και την παύση της διαλεκτικής σχέσης μαζί του», δηλαδή σε πολιτική απομόνωση. Με βάση τους ισχυρισμούς της αποτελεί μια λογική συνεπαγωγή το συμπέρασμα ότι η επιλογή του ένοπλου αγώνα στο βαθμό που καταλήγει σε πολιτική απομόνωση, είναι αδιέξοδη και μάταιη, είναι λάθος επιλογή. Γιατί ποια πολιτική δράση έχει νόημα όντας πολιτικά απομονωμένη, αφού αυτό συνιστά πολιτικό αδιέξοδο και άρα ματαιότητα; Και αν αυτό δεν είναι αποκήρυξη του ένοπλου αγώνα, τότε τι είναι;
Θα μπορούσε η όλη αναφορά μου στο ζήτημα να τελειώσει εδώ. Και για να πω την αλήθεια αυτό θα αρκούσε. Όμως, επειδή πιστεύω πως έχει ανοίξει ήδη μια συζήτηση εκτός δικαστηρίου σε λανθάνουσα βάση πάνω στα ζητήματα που προκύπτουν από αυτή την ιστορία και που η μη επίλυσή τους δεν θα έχει άλλη συνέπεια παρά τη διαρκή επανάληψη ανάλογων απαράδεκτων πολιτικών φαινομένων και τη νομιμοποίησή τους, οφείλω να θέσω κάποια ζητήματα και ερωτήματα ακόμα.
Ποιος είναι αυτός που τελικά ορίζει τι είναι και τι δεν είναι κίνημα; Γιατί να θεωρείται κίνημα κάθε άλλη πρακτική εκτός της ένοπλης δράσης; Γιατί να ανάγεται η αναφορά στο κίνημα με όρους νομιμότητας και παρανομίας, από τη μια οι «νόμιμοι» και από την άλλη οι «ένοπλοι παράνομοι»; Γιατί να θεωρείται η διαλεκτική σχέση με όρους προσωπικών επαφών; Γιατί ακυρώνεται η διαλεκτική σχέση –με την πολιτική έννοια του όρου- μεταξύ πολιτικών αντιλήψεων και δράσεων είτε οι φορείς της έρχονται σε άμεση προσωπική επαφή είτε όχι; Με την έννοια που δίνει η μάρτυρας στο δικαστήριο στην «διαλεκτική σχέση», τότε αυτή είναι αδύνατο να υπάρχει μεταξύ αγωνιστών που δεν συναντιούνται προσωπικά, όπως για παράδειγμα μεταξύ αγωνιστών διαφορετικών χωρών. Και να επισημάνω εδώ πως στην πολιτική η διαλεκτική σχέση με την πραγματική σημασία της, παύει όταν αρχίζει η ιδιώτευση.
Επειδή ο κατακερματισμός στον α\α χώρο έχει γίνει τόσο βαθύς που αποκλείει τη συνάντηση αρκετών μεταξύ τους, πού είναι η διαλεκτική σχέση –με την σημασία που της δίνει η μάρτυρας- στο εσωτερικό του χώρου; Αυτού του είδους τη «διαλεκτική» σχέση στο εσωτερικό του χώρου φρόντισαν άλλοι να την «παύσουν» εδώ και καιρό, συνεισφέροντας τα μέγιστα στο να καταλήγει το κίνημα να μοιάζει περισσότερο με ένα μωσαϊκό ασύνδετων και χωρίς «διαλεκτική σχέση» -με τη σημασία που δίνει η μάρτυρας- επιλογών δράσης, κατευθύνσεων και λογικών.
Γιατί ως μέρος του κινήματος να ορίζεται για παράδειγμα μια επιλογή δράσης ή μια συνεύρεση που διεξάγεται στα πλαίσια της καθεστωτικής νομιμότητας, ακόμα και αν το περιεχόμενό της όχι μόνο δεν προωθεί τη διαμόρφωση ενός κινήματος με την πραγματική έννοια του όρου (δηλαδή ενός πολιτικού ρεύματος με σαφή επαναστατική κατεύθυνση, ισχυρού, ενωμένου και πολιτικά συγκροτημένου), αλλά μπορεί να είναι ακόμα και μη πολιτικό; Γιατί «κίνημα» είναι κάθε δραστηριότητα που λαμβάνει χώρα στη νομιμότητα, ακόμα και οι κουβέντες στα καφενεία, ενώ δεν είναι μια εξ ‘ολοκλήρου πολιτική ομάδα που μπορεί για αντικειμενικούς λόγους να μην συνευρίσκεται δημοσίως αλλά δρα αναμφίβολα ενισχυτικά προς την επαναστατική κατεύθυνση και συνεισφέρει στη διαμόρφωση ενός ανατρεπτικού και επαναστατικού κινήματος; Και μια τέτοια πολιτική ομάδα είναι ο Επαναστατικός Αγώνας.
Και τελικά, ποιοι είναι αυτοί που «ρίχνουν τη συζήτηση περί κινήματος στο επίπεδο των μέσων»; Πάντως όχι εγώ, όχι εμείς, όχι ο Επαναστατικός Αγώνας. Και οι θέσεις μας πάνω στο ζήτημα είναι ήδη καταγεγραμμένες και υπερβαίνουν κατά πολύ το επίπεδο μιας συζήτησης περί μέσων.
Όσον αφορά τους διαχωρισμούς και τον κατακερματισμό του κινήματος εμείς ως Επαναστατικός Αγώνας όχι μόνο δεν συμβάλαμε στο παραμικρό, αλλά η οπτική μας και οι θέσεις μας ήταν πάντα προς την κατεύθυνση της ένωσης των επαναστατικών δυνάμεων, ζήτημα που προπαγανδίζαμε ασταμάτητα καθ’ όλη την πολιτική πορεία μας και που αποτελούσε και αποτελεί κεντρικό ζήτημα της όλης ιστορικής μας διαδρομής. Και τολμώ να πω πως είμαστε από τους λίγους που έχουν με συνέπεια και σοβαρά ασχοληθεί με την προοπτική διαμόρφωσης ενός επαναστατικού κινήματος που να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της εποχής μας είτε μέσω κειμένων, μέσω εκδόσεων (παραπέμπω στην εισαγωγή του βιβλίου με τις προκηρύξεις της οργάνωσης) είτε μέσω ανοιχτών πολιτικών διαδικασιών, εκδηλώσεων και συνελεύσεων. Και σε αυτές τις ανοιχτές διαδικασίες αρκετοί από τους «τιμητές του κινήματος» που συνηθίζουν να μιλάνε εξ’ ονόματός του χωρίς ουσιαστικά να το στηρίζουν και να δουλεύουν για την ενδυνάμωσή του (και που μάλλον υποδαυλίζουν τον κατακερματισμό, την εμπάθεια και την περιχαράκωση), ήταν φυσικό να λάμπουν δια της απουσίας τους. Εκεί είχαν την ευκαιρία να αντιπαρατεθούν μαζί μας με όρους κινήματος, αλλά προτίμησαν να μιλήσουν για αυτά τα ζητήματα στο δικαστήριο.
Όπως είπα και νωρίτερα, η απόπειρα πολιτικής απομόνωσης αγωνιστών ιδίως όταν επιχειρείται μπροστά στον εχθρό, κατατείνει στο να καθίσταται ευκολότερος ο στόχος της καταστολής που γίνεται μέσω της πολιτικής απομόνωσης των αγωνιστών και που επιδιώκει την πολιτική αλλά και φυσική εξόντωσή τους. Προβάλλοντας την επιλογή δράσης διωκόμενων αγωνιστών ως επιλογή που καταργεί την «διαλεκτική σχέση με το κίνημα», τους αφήνεις έκθετους μπροστά στον ταξικό και κοινωνικό εχθρό. Του δίδεται έτσι μια χείρα βοηθείας στο κατασταλτικό του έργο, και αυτό ισχύει είτε έτσι επιθυμούν αυτοί που την προσφέρουν είτε όχι.
Πάνω σε αυτή την απόπειρα απομόνωσης και τις συνέπειες που αυτή μπορεί να έχει, χαράζεται η στρατηγική απαλλαγής ενός κατηγορουμένου από τις κατηγορίες. Με απλά λόγια, η αθώωση του ενός προϋποθέτει την πολιτική απομόνωση του άλλου και ότι αυτή συνεπάγεται. Το αν αυτό επιχειρείται να γίνει με συγκαλυμμένο τρόπο και όχι με τρόπο ρητό και κατηγορηματικό, αυτό δεν αναιρεί την ουσία των πραγμάτων. Το ζήτημα είναι πως πλέον η «διαφορά στον τρόπο υπεράσπισης απέναντι σε ένα δικαστήριο, από τη μια μελών της οργάνωσης που έχουν αναλάβει την πολιτική ευθύνη και από την άλλη συντρόφων που διώκονται βάσει της πολιτικής τους ταυτότητας και των συντροφικών τους σχέσεων» είναι τόσο «διακριτή» σε αυτή την περίπτωση που όχι μόνο «συνεπάγεται διαχωρισμούς», αλλά καταλήγει να σημαίνει «ο θάνατός σου, η ζωή μου». Και επειδή η αποδοχή μιας τέτοιας πολιτικής έκπτωσης από έναν που δικάζεται –στο όνομα πάντα της αθώωσής του-, ανοίγει το δρόμο για μεγαλύτερες πολιτικές εκπτώσεις, είναι αναμενόμενο να γίνονται αποδεκτοί και διαχωρισμοί μεταξύ των αθώων, όπως έγινε με επόμενο μάρτυρα του ίδιου κατηγορούμενου, ο οποίος είπε πως «ο μόνος αθώος είναι ο συγκεκριμένος». Ούτε με αυτή τη δήλωση είχε πρόβλημα.
Στην κατάθεσή της η μάρτυρας επιχειρεί σε κάποια στιγμή και κατόπιν της επισήμανσης του προέδρου που προανέφερα –είναι πράγματι τραγικό το ίδιο το δικαστήριο να σου επισημαίνει ένα τέτοιο λάθος- την άμβλυνση των εντυπώσεων που αρχικά δημιούργησε. Στην απάντηση όμως προς τον Νίκο Μαζιώτη που δημοσιοποίησε, αναφέρθηκε σε σειρά στοιχείων ιστορικών που κατά την άποψή της επιβεβαιώνουν την αρχική αξιωματική αντίληψή της. Και μάλιστα τα παραδείγματα που είχε καταγράψει ο σύντροφος Μαζιώτης παρουσιάζονται ως παρεκκλίσεις από τον κανόνα, καθώς ως επιχείρημά της παρουσιάζει και την καινοτόμα θέση του «κλασικού» και μη αντάρτικου πόλης, προκειμένου να περιφρουρήσει την επιχειρηματολογία της στο δικαστήριο. Ποιοι είναι οι κανόνες που κατά την ίδια οφείλει να ακολουθήσει μια ένοπλη οργάνωση για να είναι «κλασική», μόνο αυτή γνωρίζει. Και ο χαρακτηρισμός οργάνωσης ως «ultra στρατιωτικοποιημένη και κλειστή» αντανακλά το μοντέλο της για μια «κλασική οργάνωση»; Πόσοι και ποιοι από τους πρωταγωνιστές αυτών των πολιτικών ιστοριών που η ίδια ως αναγνώστρια της ιστορίας του ευρωπαϊκού αντάρτικου πόλης επικαλείται, θα ασπάζονταν τη γνώμη της και θα δέχονταν την ταξινόμηση σε «κλασικούς» και «μη κλασικούς»; Πόσοι θα αποδέχονταν την ταξινόμηση της δράσης τους σε «μινιμαρισμένες» και «μη μινιμαρισμένες» μορφές βίας; Αν όλα αυτά δεν αφορούσαν τη δίκη, θα αποτελούσαν απλώς μια αστεία προσέγγιση της πολιτικής ιστορίας του ένοπλου αγώνα. Όμως πρόκειται για τη συνέχιση της υπεράσπισης των όσων λέχθηκαν στο δικαστήριο, στα οποία προστίθενται και αναφορές σε «ultra στρατιωτικοποιημένες και κλειστές» οργανώσεις οι οποίες και συγκαταλέγονται στις κατά τη μάρτυρα «κλασικές». Ως συνέχεια συνεπώς του διαχωρισμού, ευνόητα προστίθεται πλάι στην απόπειρα αποπολιτικοποίησης –αποκορύφωμα της οποίας είναι φράση της που αναφέρω πιο κάτω στο κείμενο- «ο μιλιταρισμός» που χαρακτηρίζει τις «κλασικές» ένοπλες οργανώσεις των οποίων τα μέλη είναι στην παρανομία. Για εμένα, για τον Επαναστατικό Αγώνα συνιστά ύβρη οποιαδήποτε τέτοια υπόνοια δημιουργείται. Ομολογώ πως έχω γραμμένα στα παλαιότερα των υποδημάτων μου τη θέση της για τις «κλασικές» οργανώσεις και τη «μινιμαρισμένη» βία. Όμως οφείλω να ξεκαθαρίσω πως ο Επαναστατικός Αγώνας δεν ήταν ένα «μιλιταριστικό» όργανο. Ήταν πάνω από οτιδήποτε άλλο μια πολιτική οργάνωση, πολύ περισσότερο και βαθύτερα πολιτική από πολλές άλλες ομάδες του χώρου. Και να επισημάνω πως είμαι εχθρική προς τέτοιες υπόνοιες καθώς αφορούν μια ακόμα εχθρική θέση, που μόνο με τις θέσεις του ταξικού και πολιτικού εχθρού μου μπορεί να συναντηθεί, θέσεις που συγκλίνουν στην αποπολιτικοποίηση μέσω διαφόρων οδών του ένοπλου αγώνα και την ευκολότερη εγκληματοποίησή τους.
Το αποκορύφωμα αυτή της απόπειρας αποπολιτικοποίησης της ένοπλης δράσης και του Επαναστατικού Αγώνα ήρθε όταν στην συνέχεια της τοποθέτησής της η μάρτυρας, απαντώντας στον πρόεδρο του δικαστηρίου σχετικά με την επισήμανση που της έκανε ότι «τρεις έχουν αναλάβει την ευθύνη», αναφέρει πως «προφανώς η ένταξη σε κάποια οργάνωση αφορά τις χρονικές, κοινωνικές, ιστορικές συνθήκες και πολύ περισσότερο αφορά την ιδιοσυγκρασία του κάθε ανθρώπου που θα πάρει αυτή την απόφαση». Δηλαδή ο κυριότερος παράγοντας για την επιλογή της ένοπλης δράσης είναι η… ιδιοσυγκρασία! Είναι θέμα χαρακτήρα. Δεν είναι πολιτική η απόφαση για τη συμμετοχή σε μια ένοπλη οργάνωση. Είναι θέμα προσωπικό.
Εδώ θα δηλώσω ρητά και κατηγορηματικά πως η επιλογή της ένοπλης δράσης είναι μια πολιτική και μόνο πολιτική επιλογή. Δεν αφορά την ιδιοσυγκρασία, δεν αφορά τον προσωπικό χαρακτήρα, δεν αφορά την ψυχολογική κατάσταση, δεν αφορά τίποτα άλλο πέρα από την πολιτική. Και αν σε άλλες ομάδες ή παρέες του χώρου συνηθίζεται να παίζει ρόλο η ιδιοσυγκρασία –δεν ισχυρίζομαι εγώ αυτό, μιλώ υποθετικά- στον ένοπλο αγώνα δεν χωρά τίποτα πέρα από την πολιτική. Γιατί η ίδια η δράση αυτή από τη φύση της απαιτεί μια μεγάλη πολιτική ωριμότητα και όταν αυτή απουσιάζει από κάποιον, τότε είτε αυτός αργά ή γρήγορα θα εγκαταλείψει αυτή τη μορφή αγώνα γιατί δεν θα αντέχει τις όποιες πιέσεις -που δεν είναι λίγες- είτε σε περίπτωση που το κράτος τον προλάβει με την καταστολή, θα αρχίσει γι’ αυτόν το «προσωπικό δράμα» μιας ατέρμονης -και μάταιης πλέον στην εποχή μας- προσπάθειας απεμπλοκής με κάθε κόστος από την κατασταλτική εμπλοκή του και τις συνέπειες που αυτή έχει.
Η συμμετοχή σε ένοπλη οργάνωση είναι πάνω απ’ όλα μια πολύ σοβαρή πολιτική υπόθεση.
Αν για τη μάρτυρα η ιδιοσυγκρασία είναι ο βασικός παράγοντας που καθορίζει γενικότερα τις επιλογές αγώνα και το τι είδους μέσα θα χρησιμοποιήσει κάποιος, τότε το κίνημα δεν χρειάζεται τις πολιτικές διεργασίες, αλλά… ψυχαναλύσεις, ψυχολόγους και ενίοτε ψυχιάτρους. Και τελικά δικαιώνεται και ο εχθρός που επίσης ανάγει στη σφαίρα της ιδιοσυγκρασίας προκειμένου να αποπολιτικοποιήσει και να εγκληματοποιήσει όχι μόνο την ένοπλη δράση αλλά την ανατρεπτική δράση συνολικά.
Αν τα παραπάνω δεν τα έχει σκεφθεί, τότε το ελάχιστο που μπορούμε να διαπιστώσουμε είναι ότι δεν μπορεί να σκέφτεται με πολιτικούς όρους και δεν αντιλαμβάνεται τις πολιτικές διαστάσεις και προεκτάσεις των όσων λέει. Αν τα έχει σκεφτεί, τότε μιλάμε για μια κυνικά εχθρική στάση απέναντι στον ένοπλο αγώνα και τον Επαναστατικό Αγώνα συγκεκριμένα. Και όσον αφορά τις ρητές διαβεβαιώσεις ότι «ο ένοπλος αγώνας είναι κομμάτι του ριζοσπαστικού κινήματος» είναι κενές ουσίας και υποκριτικές.
Με βάση αυτές τις θέσεις ορίζει την υπερασπιστική γραμμή του κατηγορουμένου, δηλαδή πάνω στην απόπειρα πολιτικής απομόνωσης και αποπολιτικοποίησης, πάνω στην απαξίωση του ένοπλου αγώνα. Και αυτή την υπερασπιστική γραμμή υιοθετεί και ο κατηγορούμενος, αφού δεν παρεμβαίνει μέσα στη διαδικασία, δεν διορθώνει. Αντιθέτως δημοσιοποιεί και κείμενο στο οποίο δηλώνει την αμέριστη συμφωνία του με τα όσα λέχθηκαν στη δίκη, ισχυριζόμενος και αυτός πως «δεν υφίσταται ζήτημα διαχωρισμού και απόπειρας απομόνωσης», πως «το αντάρτικο είναι μέρος του κινήματος» κλπ. Τελικά και στην περίπτωσή του επαναλαμβάνεται η ίδια διγλωσσία με τη μαρτυρά του, γεγονός που επίσης δεν μπορεί να εξηγηθεί παρά μόνο μέσω δυο δρόμων: Ή και ο ίδιος δεν αντιλαμβάνεται αυτά που λέγονται και τις πολιτικές τους προεκτάσεις ή κάνει ότι δεν αντιλαμβάνεται. Όσον αφορά το συνήγορο –του οποίου μάλλον του «άνοιξε η όρεξη» για πιο κατηγορηματικές αποκηρύξεις και καταγγελίες- και την προσπάθειά του να γίνει πιο σαφής και κατηγορηματικός ο διαχωρισμός που ήδη είχε τεθεί, ούτε αυτή ανησύχησε τον κατηγορούμενο, ο οποίος και δεν παρενέβη. Και τελικά ο κατηγορούμενος είναι αυτός που πάντα σε μια δίκη επωμίζεται κάθε λέξη, κάθε φράση που εκφράζεται από τους μάρτυρές του και από τους συνηγόρους του, οι οποίοι τον εκπροσωπούν και τον εκφράζουν. Αν λοιπόν μιλάμε για αξιοπρέπεια και δεν θέλουμε να αναφερόμαστε μόνο σε παρελθοντικούς χρόνους, οφείλουμε, έχουμε χρέος απέναντι στον εαυτό μας κατ’ αρχήν, να παρεμβαίνουμε ακόμα και να καταγγέλλουμε ή και να εξαιρούμε από τη διαδικασία αν χρειαστεί μαρτυρίες, καταθέσεις, υπερασπιστικές κατευθύνσεις και θέσεις που προωθούν διαχωρισμούς και πολεμικές τάσεις στον αγώνα. Αλλιώς είμαστε πέρα ως πέρα συνυπεύθυνοι. Είναι σαν να το κάναμε εμείς οι ίδιοι.
Στην συνέχεια της κατάθεσής της δεν θα μπορούσε να μην καταθέσει και την οπτική της για την κατασταλτική επίθεση της 10 Απρίλη του 2010, κατά την οποία έγιναν οι συλλήψεις μας. Σε ερώτηση του συνηγόρου για το αν το κράτος «είχε προσωπικά» με τον κατηγορούμενο και τον συνέλαβαν, απάντησε πως ζητούμενο της καταστολής ήταν «στη δράση να μπει μια τελεία, στη δράση όχι των οργανώσεων, για να είμαι σαφής, να μην μπερδευτούμε, στη δράση του αναρχικού κινήματος και να σπείρουν φυσικά, τον φόβο στους υπόλοιπους»(!) Και συνεχίζει «εμείς είμαστε ο πραγματικός φόβος αυτή τη στιγμή». Δηλαδή η κατασταλτική επιχείρηση δεν είχε ως στόχο τον Επαναστατικό Αγώνα. Είχε τη δράση του συγκεκριμένου κατηγορούμενου και μέσω αυτού, του κινήματος. Η κρατική επίθεση εναντίον του Επαναστατικού Αγώνα τι ήταν τελικά; Πάντως, το κράτος δεν ήθελε «να βάλει τελεία» στη δράση της οργάνωσης. Δεν ήταν αυτό το ζητούμενο της καταστολής. Το ζητούμενο δεν είναι «να μπει τελεία στη δράση των οργανώσεων». Το ξεκαθάρισε η μάρτυρας «για να μην μπερδευόμαστε». Στη δράση του εν λόγω κατηγορούμενου ήθελε «να βάλει τελεία». Τελικά οι διώξεις για συμμετοχή στον Επαναστατικό Αγώνα ήταν το πρόσχημα για τη σύλληψη του συγκεκριμένου και για να «μπει μια τελεία» στη δράση του και να φοβηθούν οι υπόλοιποι! Ο οποίος, φυσικά αποτελεί τον εσωτερικό εχθρό, μαζί με «το κίνημα» στο οποίο όμως δεν συγκαταλέγεται ο Επαναστατικός Αγώνας. Γιατί στο κάτω-κάτω τι ήταν ο Επαναστατικός Αγώνας για να μπαίνει στο στόχαστρο της καταστολής; Και τι απειλή συνιστούσε για να επιχειρήσει το κράτος να «βάλει τελεία» στη δράση του; Εδώ δηλαδή δεν μιλάμε για επίθεση με στόχο την καταστολή μια ένοπλης οργάνωσης –δεν ήταν αυτός ο στόχος, το ξεκαθάρισε η μάρτυρας- και ούτε μιλάμε για υπόθεση του Επαναστατικού Αγώνα. Μιλάμε για την υπόθεση του συγκεκριμένου κατηγορούμενου.
Μπορεί να είναι πασιφανής η γελοιότητα αυτού του ισχυρισμού, όμως οφείλω να επισημάνω πως είναι πασιφανής και η αλληλουχία των ζητημάτων –και δεν ήταν λίγα- που τέθηκαν από τη μάρτυρα στο δικαστήριο. Ξεκίνησε με τη χάραξη της διαχωριστικής γραμμής και την απόπειρα πολιτικής απομόνωσης του ένοπλου αγώνα, του Επαναστατικού Αγώνα και των αγωνιστών του, συνέχισε με την απόπειρα αποπολιτικοποίησης της οργάνωσης και των αγωνιστών και κατέληξε με την προσπάθεια αφαίρεσης της πολιτικής βαρύτητάς της ως απειλή για το καθεστώς, της απαξίωσής της στον αγώνα. Τι παραπάνω θα έπρεπε να έχει ειπωθεί για να καταστεί αυτή η μαρτυρία δηλωτική και καταγγέλλουσα της ένοπλης δράσης και του Επαναστατικό Αγώνα συγκεκριμένα; Αν δεν πρόκειται για μια μαρτυρία πολεμική για τον Επαναστατικό Αγώνα και τους αγωνιστές-μέλη του που δικάζονται, τότε τι είναι; Τι θα περίμενε κανείς να ακούσει σε μια τέτοια δίκη για να πει πως η μάρτυρας μας πολεμάει; Το κλασικό «δηλώνω πως αποκηρύττω την ένοπλη δράση»; Μα εμμέσως πλην σαφώς αυτό έκανε.
Και αν υποθέσουμε ότι παρ’ όλα αυτά ισχύει ότι «ο ένοπλος αγώνας είναι μέρος του κινήματος» όπως διατυμπανίζει δημοσίως ο κατηγορούμενος και η μάρτυράς του, τότε ως τι είναι μέρος; Ως μια «αποσυρμένη, διαχωρισμένη, πολιτικά απομονωμένη και ανώδυνη για το σύστημα επιλογή δράσης»; Γιατί ο Επαναστατικός Αγώνας δεν υπήρξε ποτέ ούτε τέτοιο «μέρος του κινήματος» ούτε τέτοιο μέρος του λόγου. Και όσοι βρίσκουν στην κρατική καταστολή την ευκαιρία να επιχειρήσουν τη νομιμοποίηση τέτοιων θέσεων, τους πληροφορώ απλώς πως θα χάσουν.
Όσον αφορά την απόπειρα από την μάρτυρα να μας «επιστρέψει» την κατηγορία των διαχωρισμών, κατηγορώντας μας ότι ιεραρχούμε τα μέσα, το μόνο που έχω να κάνω είναι να παραπέμψω όποιον ενδιαφέρεται σε γραπτές και προφορικές μας τοποθετήσεις, στα δημοσιοποιημένα ντοκουμέντα του διημέρου στο Πολυτεχνείο το Μάρτη του 2012 με θέμα την πρώτη ημέρα «η οργάνωση Επαναστατικός Αγώνας» και τη δεύτερη μέρα «κατασταλτική επιχείρηση, διώξεις και δίκη», στα κείμενα της φυλακής που κυκλοφορούν σε βιβλίο, το βιβλίο των προκηρύξεων της οργάνωσης και την εισαγωγή που περιέχει, και να ψάξει να βρει που προωθήσαμε εμείς αυτό το διαχωρισμό. Μια θέση παντελώς ξένη από εμάς, από εμένα και την πάγια πολιτική μου θέση. Το να μας προσάπτει κάποιος ότι προωθούμε τέτοιους διαχωρισμούς είναι συκοφαντία και λάσπη. Και επειδή πολύ καλά γνωρίζει η συγκεκριμένη –όπως και ο καθένας- ότι δεν υφίσταται τέτοιος διαχωρισμός από εμάς, η ψευδής αυτή αναφορά μάλλον χρησιμοποιείται ως το μελάνι που ρίχνει η σουπιά για να θολώσει τα νερά.
Όσον αφορά την υποτιθέμενη καταγγελία από εμάς συντρόφων για τα δυο συνθήματα «ο Λάμπρος ζει μέσα στις φωτιές» και «ο Λάμπρος είναι ένας από εμάς», αυτή συνιστά συνειδητή διαστρέβλωση του γεγονότος ότι διαφωνήσαμε το 2011 με το πολιτικό πλαίσιο που έμπαινε από τη συνέλευση που είχε συσταθεί εν’ όψη του ενός χρόνου από τη δολοφονία του συντρόφου Λάμπρου Φούντα, συνιστά διαστρέβλωση των θέσεών μας. Εξάλλου εμείς δεν εγκαλέσαμε για αυτά καθ’ αυτά τα συνθήματα κανέναν και δεν εγκαλέσαμε και κανέναν γενικότερα. Διαφωνήσαμε πολιτικά για το πολιτικό πλαίσιο που έμπαινε πάνω σε ένα πολιτικό γεγονός που οργανωνόταν μέσα από μια πολιτική διαδικασία. Το να λέγεται ότι εμείς εγκαλούμε αυτούς με τους οποίους διαφωνούμε πολιτικά σε κάποιο ζήτημα, μάλλον έχει να κάνει με τα όρια ανοχής πάνω στην πολιτική διαφωνία. Προφανώς κάποιοι δεν αντέχουν να διαφωνείς πολιτικά μαζί τους. Ο διαχωρισμός τότε έμπαινε από όσους περιφρόνησαν ανοιχτά τη σημασία της δικής μας ενημέρωσης για τον προγραμματισμό εκείνης της πορείας στη Δάφνη. Διαχωρισμός ήταν το ίδιο το πολιτικό πλαίσιο που αρχικά έμπαινε σε σχέση με εκείνη την πορεία και που η προέκτασή του κατακερμάτιζε την ίδια την ιστορία του συντρόφου Λάμπρου Φούντα, καθώς κάποιοι επέμεναν στην αποσιώπηση του πολιτικού λόγου για τον οποίο δολοφονήθηκε και για την οποία δολοφονία γινόταν η οργάνωση της πορείας. Και είναι η πρώτη φορά οι άνθρωποι που συμμετείχαν στην ίδια οργάνωση με τον αγωνιστή που δολοφονείται από το κράτος και που η δολοφονία αυτή γίνεται ενώ ο αγωνιστής δρα για ένα πολύ συγκεκριμένο πράγμα –για την προετοιμασία μιας ενέργειας αυτής της οργάνωσης- να επιχειρείται να απομονωθούν από τη διαδικασία που οργανώνει πορεία για αυτόν. Τελικά τα τείχη των φυλακών δεν κατάφεραν να μας κρατήσουν έξω από εκείνη τη διαδικασία –κάποιοι μάλλον θα πίστευαν πως η φυλάκιση θα βοηθούσε σε αυτό- και διεκδικήσαμε εμείς οι ίδιοι τη συμμετοχή μας σε αυτή.
Όταν αποφυλακιστήκαμε συμμετείχαμε από την πρώτη στιγμή σε ανοιχτές πολιτικές διαδικασίες και στη Συνέλευση για την υπόθεση του Επαναστατικού Αγώνα όπου μπορούσαν να τεθούν ζητήματα και διαφωνίες και να συζητηθούν διεξοδικότερα. Στη διοργάνωση πορείας για τα δυο χρόνια από το θάνατο του συντρόφου που έκανε η Συνέλευση για την υπόθεση του Επαναστατικού Αγώνα μέσα από ανοιχτό κάλεσμα και στην οποία συμμετείχαμε και εμείς αφού είχαμε προσωρινά αποφυλακιστεί, είχαν την ευκαιρία όσοι διαφωνούσαν να έρθουν και να μιλήσουν, να συζητήσουμε πιο εκτενώς και άμεσα για τα ζητήματα που αφορούσαν στον σύντροφο Λάμπρο Φούντα. Όμως κάποιοι προτίμησαν να μην το κάνουν. Όπως επίσης, και στις δύο εκδηλώσεις που οργάνωσε η Συνέλευση για την υπόθεση του Επαναστατικού Αγώνα στις οποίες είμαστε ομιλητές και που πλαισιώθηκαν από εκατοντάδες συντρόφους -κυρίως σε αυτή του Μαρτίου στο Πολυτεχνείο όπου το αντικείμενο της πρώτης μέρας ήταν η οργάνωση-, δόθηκε η ευκαιρία να τεθούν ανοιχτά σε εμάς τους ίδιους οι όποιες διαφωνίες και να τις απαντήσουμε. Όμως κάποιοι προτίμησαν την απουσία και τη σιωπή. Επειδή όμως γνωρίζουμε πως μεγάλο μέρος των ζητημάτων που είχαν ανοιχτεί τότε, έχουν κλείσει και με την άμεση συζήτηση σε ανοιχτές πολιτικές διαδικασίες, η επαναφορά αυτών των θεμάτων καταλαβαίνω ότι προκύπτει από το «στρίμωγμα» που υφίσταται η μάρτυρας και που δοκιμάζει να μεταφέρει αλλού τη συζήτηση ευελπιστώντας μάταια ότι εκεί θα βρει τις συμμαχίες εναντίον μας.
Αν τώρα που «απουσιάζουμε» θεωρείται από κάποιους ως ευκαιρία να εκφραστούν «ελεύθερα» εντός και εκτός δικαστηρίου πιστεύοντας ότι δεν είμαστε σε θέση να απαντήσουμε -πράγμα που δυστυχώς για αυτούς, δεν ισχύει-, αυτό συνιστά καθαρή θρασυδειλία.
Πόλα Ρούπα
Νοέμβριος 2012
πηγή: https://athens.indymedia.org/front.php3?lang=el&article_id=1440749