Η δίκη για την οργάνωση Επαναστατικός Αγώνας έληξε στις 3 Απρίλη του 2013 με την καταδίκη σε μεγάλες ποινές των μελών της οργάνωσης. Η ποινή που επέβαλε το δικαστήριο ήταν 50 χρόνια κατά συγχώνευση σε καθένα από τα τρία μέλη του Επαναστατικού Αγώνα.
Η απόφαση του δικαστηρίου αντανακλά μια αντίφαση που κατά την άποψή μας παρουσιάζεται για πρώτη φορά σε δίκη ένοπλης οργάνωσης. Από τη μια το δικαστήριο όφειλε να εξασφαλίσει μια μεγάλη καταδίκη για τα μέλη της οργάνωσης η οποία έχει πολιτικό νόημα και στόχευση. Από την άλλη η πολύμηνη μάχη στην δικαστική αίθουσα των μελών με το δικαστήριο και το σκεπτικό των διωκτών τους είχε ως αποτέλεσμα μεγάλο μέρος των κατηγοριών όπως ήταν διατυπωμένες στο βούλευμα να καταρρεύσουν, γεγονός που σε κάποιες περιπτώσεις ήταν αποτέλεσμα της άμεσης και σε κάποιες άλλες της έμμεσης αποδοχής από τους δικαστές των πολιτικών μας θέσεων όπως τις εκφράσαμε κατά τη διάρκεια της δίκης. Αποτέλεσμα αυτής της μάχης ήταν η τελική μετατόπιση του δικαστηρίου σε μια σειρά από ζητήματα είτε πολιτικά είτε ποινικά, μετατόπιση που καταγράφηκε πρακτικά στην απόφαση για το σύνολο των κατηγορουμένων. Είμαστε εξάλλου βέβαιοι, πως οι περισσότεροι που παρακολούθησαν αυτή τη δίκη και γνωρίζουν την ιστορία ανάλογων δικών για ένοπλες οργανώσεις, περίμεναν μια πολύ πιο αυστηρότερη απόφαση.
Η μάχη που δώσαμε ήταν πολιτική. Κυρίαρχο στοιχείο αυτής της μάχης ήταν η ανάδειξη του αδιαίρετου της δίωξης και της πολιτικής φύσης της υπόθεσης σε όλα τα επίπεδα. Αυτό το αδιαίρετο αν και δεν ομολογήθηκε ποτέ από τους δικαστές (πώς θα μπορούσε άλλωστε να ομολογηθεί;), έγινε αποδεκτό. Και αυτό καθόρισε την έκβαση σε μεγάλο βαθμό της δίκης και την απόφαση των δικαστών για τα μέλη, αλλά και για τους υπόλοιπους που δικάζονταν.Με άλλα λόγια, η πολιτική πίεση που ασκήσαμε στους δικαστές, τους οδήγησε σε σειρά οπισθοχωρήσεων που εκφράστηκε με την αποδοχή της πολιτικής φύσης της υπόθεσης, αφού αναγνώρισαν ότι μπροστά τους είχαν πολιτικά πρόσωπα. Η οπισθοχώρηση αυτή δεν αποτυπώθηκε βέβαια με την ρητή αποδοχή ότι διεξάγουν μια πολιτική δίκη, γεγονός που θα ακύρωνε τον ίδιο τους τον ρόλο και θα είχε ως λογικό επακόλουθο την παραίτησή τους και την ακύρωση της διαδικασίας. Ο τεχνητός διαχωρισμός που χρησιμοποίησαν ήταν ως γνωστό η θέση ότι «τα πρόσωπα που δικάζονται είναι πολιτικά, το ιστορικό φαινόμενο που εξετάζεται είναι πολιτικό, αλλά οι πράξεις είναι ποινικές», και αυτό ισχυρίστηκε και ο εισαγγελέας στην πρότασή του. Αυτός ο διαχωρισμός που συνιστά μεν μια αντίφαση -και παρά την απίστευτη ρηχότητά της-, διασφάλισε το καθεστωτικό πλαίσιο όπου κινήθηκε το δικαστήριο τον ενάμισι χρόνο διεξαγωγής της δίκης. Η τελική απόφαση εμπεριείχε έντονο το στοιχείο της πολιτικής οπισθοχώρησης των δικαστών η οποία ήταν αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής πίεσης που ασκήσαμε.Αυτό εκφράστηκε στην ακύρωση ή την μετατροπή πολλών κατηγοριών, αρκετές από τις οποίες έγιναν με καθαρά πολιτικά κριτήρια.
Καθαρά πολιτική είναι βέβαια, η απόφαση της απαλλαγής από την κατηγορία της αρχηγίας των μελών του Επαναστατικού Αγώνα και είναι πρώτη φορά που δικαστήριο αποδέχεται την οριζόντια μορφή πολιτικής οργάνωσης των αναρχικών, που αποδέχεται στην ουσία την ύπαρξη μη ιεραρχικών μορφών πολιτικής οργάνωσης, έξω, πέρα και ενάντια στην κυρίαρχη οργανωτική μορφή. Αυτό εξάλλου επιβεβαιώνει και η θέση του εισαγγελέα που στήριξε τη μη ορθότητα της κατηγορίας λέγοντας πως «προέκυψε ότι ο Επαναστατικός Αγώνας ήταν μια αναρχική οργάνωση, της οποίας τα μέλη εύλογο είναι εκ πεποιθήσεως να απεχθάνονται κάθε μορφής ιεραρχική εξάρτηση κι έτσι όπως οι τρεις πρώτοι κατηγορούμενοι ισχυρίστηκαν». Την θέση αυτή ήρθαν και στήριξαν και οι πολιτικοί μάρτυρες υπεράσπισής μας στις τοποθετήσεις τους. Πρόκειται για την ευθεία αναγνώριση όχι μόνο των τρόπων οργάνωσης και δράσης των αναρχικών, αλλά και της επαναστατικής μας στόχευσης για την ανατροπή των κυρίαρχων σχέσεων και την προώθηση ενός επαναστατικού κοινωνικού μετασχηματισμού με οριζόντιες οργανωτικές δομές σε όλα τα επίπεδα, πολιτικά, οικονομικά, κοινωνικά.
Όλο το διάστημα της δικαστικής διαδικασίας που αφορούσε τους μάρτυρες κατηγορίας, αξιοποιήσαμε την ευκαιρία για να μιλήσουμε για όλες τις ενέργειες της οργάνωσης, να αναδείξουμε την πολιτική τους σημασία, αλλά και τη διαχρονικότητά τους, να τις τοποθετήσουμε μέσα στο ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο πραγματοποιήθηκαν και να τις συνδέσουμε με το σημερινό πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον, έτσι όπως αυτό διαμορφώνεται με την παγκόσμια συστημική κρίση. Ζωντανέψαμε την ιστορία της οργάνωσης μέσα στη δικαστική αίθουσα και μετατρέψαμε την ίδια της τη δράση για την οποία το κράτος μας δίκαζε ως πολιτικό όπλο εναντίον των διωκτών μας και του συστήματος που υπηρετούν.
Πέρα όμως από την ανάδειξη και την υπεράσπιση κάθε πολιτικής διάστασης της δράσης της οργάνωσής μας με συνεχείς τοποθετήσεις και παρεμβάσεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, δεν αφήσαμε στη διάθεση των δικαστών χωρίς να παρέμβουμε ούτε το νομικό μέρος της δίωξης. Όπως γράφουμε και πιο πάνω, η ανάδειξη του αδιαίρετου της πολιτικής φύσης της δίκης και της ποινικής δίωξης ήταν ένα σημαντικό ζητούμενο. Με βάση αυτό το αδιαίρετο μπορέσαμε να ξεδιπλώσουμε και να αποκαλύψουμε σειρά πολιτικών σκοπιμοτήτων του βουλεύματος που στόχευαν κυρίως στην πολιτική και κοινωνική απαξίωση της οργάνωσης, της δράσης και των ίδιων των αγωνιστών. Για παράδειγμα, για εμάς η κατηγορία των εκρήξεων «με κίνδυνο για ανθρώπους» είχε την πολιτική σκοπιμότητα να στιγματίσει ως «τυφλές» τις ενέργειες και επικίνδυνες για οποιονδήποτε άνθρωπο και κατ’ επέκταση στόχευε να χαρακτηρίσει ως αντικοινωνική και επικίνδυνη για το κοινωνικό σύνολο την δράση της οργάνωσης, αλλά και κάθε ένοπλης επαναστατικής οργάνωσης, γι’ αυτό και οφείλαμε να την πολεμήσουμε.Όπως επίσης, η αποδοχή από τον εισαγγελέα -που εξέφρασε κατά την πρότασή του-του δικού μας πολιτικού ισχυρισμού πως δεν είναι «κοινωφελή ιδρύματα» οι τράπεζες, τα υπουργεία και το χρηματιστήριο που χτύπησε ο Επαναστατικός Αγώνας -θέση που λειτουργεί επιβαρυντικά για τις κατηγορίες που αφορούν τις ενέργειες- ήταν αποτέλεσμα της μακράς πολιτικής μας μάχης στη δικαστική αίθουσα και της ακούραστης επιχειρηματολογίας μας πάνω στην ταξική, την αντικοινωνική, την εγκληματική φύση των συγκεκριμένων πολιτικών και οικονομικών στόχων τους οποίους είχε χτυπήσει ο Επαναστατικός Αγώνας.
Να σημειώσουμε ότι δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο εισαγγελέας κατά την πρότασή του επικαλέστηκε τοποθετήσεις μας για να τεκμηριώσει απαλλακτικές προτάσεις -αν και κάποιες από αυτές τις αναφορές είναι διαστρεβλωμένες σκοπίμως. Το αξιοσημείωτο όμως για εμάς ήταν ότι σε πολλά σημεία του σκεπτικού του που πρότεινε απαλλαγή από κάποιες από τις κατηγορίες, είδαμε να χρησιμοποιεί το ίδιο το σκεπτικό μας ενώ κατόπιν των παρεμβάσεών μας μεγάλο μέρος του βουλεύματος κρίθηκε στο τέλος λανθασμένο, έως και γελοίο.
Το σημαντικότερο αποτέλεσμα όσων αντιπαλέψαμε ήταν η διασφάλιση κάθε διάστασης της δράσης της οργάνωσης και η ακύρωση κάθε απόπειρας σπίλωσης και στιγματισμού της. Οι υπόλοιπες διαστάσεις του κατηγορητηρίου δεν μας ενδιέφεραν στο βαθμό που δεν είχαν πολιτικές επιπτώσεις στον Επαναστατικό Αγώνα και σε εμάς ως αγωνιστές. Η πολιτική περιφρούρηση της δράσης μας από κάθε είδους πολιτικό διασυρμό που σκόπευαν οι διώκτες μας,επιτεύχθηκε.Παράλληλα διασφαλίστηκε η περιφρούρηση της ένοπλης επαναστατικής δράσης συνολικότερα.
Με κάθε ευκαιρία διαμηνύαμε στους δικαστές τη βεβαιότητά μας ότι θα μας καταδικάσουν σε δεκάδες ακόμα και εκατοντάδες χρόνια φυλακή. Η ποινή που τελικά επέβαλαν ήταν μονόδρομος γιατί αφενός δεν μπορούσαν να μην οπισθοχωρήσουν σε σημαντικά ζητήματα του κατηγορητηρίου, αφετέρου όφειλαν να διασφαλίσουν μεγάλες ποινές για τα μέλη του Επαναστατικού Αγώνα, κυρίως ως πολιτική απάντηση του κράτους στην ανάληψη πολιτικής ευθύνης,την δημόσια πολιτική υπεράσπιση της δράσης μιας ένοπλης επαναστατικής οργάνωσης και την δημόσια υπεράσπιση της ένοπλης κοινωνικής Επανάστασης.
Η κατηγορία της συνέργειας για όλες τις ενέργειες που επέβαλαν στα μέλη του Επαναστατικού Αγώνα δεν επιβλήθηκε με βάση τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία ήταν ανύπαρκτα. Εξ’ άλλου ο ίδιος ο εισαγγελέας κατά την πρότασή του για την καταδίκη μας με βάση την κατηγορία αυτή για όλες τις ενέργειες, είχε επικαλεστεί καθεστωτικό νομικό που ισχυριζόταν ότι «χρειάζεται τεκμήριο για να στηριχτεί η κατηγορία αυτή και όχι ένδειξη». Το βασικότερο «τεκμήριο ενοχής» μας για όλες τις ενέργειες κατά τον ίδιο αποτυπώνεται στο σκεπτικό του σύμφωνα με το οποίο «…για την πραγματοποίηση των τρομοκρατικών ενεργειών συμμετείχαν τουλάχιστον και οι τρεις πρώτοι κατηγορούμενοι, οι οποίοι μάλιστα είναι βέβαιο ότι ετάχθησαν υπέρ της πραγματοποίησης αυτού, όπως αυτό προκύπτει από τη θέρμη, το πάθος με το οποίο υποστήριξαν ενώπιον του δικαστηρίου σας την αναγκαιότητά τους. Και λέω τουλάχιστον συμμετείχαν γιατί οι τρεις πρώτοι κατηγορούμενοι δεν είναι τυχαία μέλη της οργάνωσης. Διακρίνονται για την πνευματική τους υπεροχή, για την προηγούμενη δράση και εμπειρία και αποτελούσαν πρότυπο επαναστάτη για πολλούς από τους συγκατηγορουμένους τους. Επομένως δεν θα μπορούσε να μετράει το ίδιο η γνώμη των τριών πρώτων κατηγορουμένων με τη γνώμη των άλλων μελών, όσο δημοκρατικά κι αν συναποφάσιζαν… Αλλά η συμμετοχή στη συναπόφαση και μάλιστα ….του κύρους ειδικά του πρώτου κατηγορουμένου, είναι μια πράξη ποινικά αδιάφορη των τριών κατηγορουμένων; Δεν ενίσχυσε άλλωστε, δεν ενδυνάμωσε και δεν σταθεροποίησε την ειλημμένη έστω απόφαση των φυσικών αυτουργών να τελέσουν τρομοκρατική πράξη που αποφασίστηκε; Κατά τη γνώμη μου ασφαλώς, ναι».
Μπορεί την ώρα που γράφεται αυτό το κείμενο το σκεπτικό της απόφασης να μην έχει ακόμα καταγραφεί και δημοσιοποιηθεί -όταν δημοσιοποιηθεί και αν χρειαστεί θα επανέλθουμε-, όμως το σκεπτικό του εισαγγελέα είναι σίγουρα ο πυρήνας του σκεπτικού για την τελική απόφαση του δικαστηρίου. Και με βάση αυτό το σκεπτικό τα τεκμήρια ενοχής για την συμμετοχή μας με τη μορφή της συνέργειας στις ενέργειες ήταν τα πολιτικά μας χαρακτηριστικά και η πολιτική ιστορία μας.
Η καταδίκη μας για συμμετοχή με τη μορφή της συνέργειας σε όλες τις ενέργειες ήταν μια λύση που μπορούσε να υποκαταστήσει την κατηγορία της αρχηγίας -η οποία και κατέρρευσε από την επιχειρηματολογία μας κατά τη διαδικασία- και την ηθική αυτουργία των «αρχηγών» για το σύνολο των ενεργειών που αυτή συνεπάγεται. Όφειλαν να βρουν μια φόρμουλα για να μας καταδικάσουν για το σύνολο των ενεργειών, κρατώντας όμως μια απόσταση από υπερβολικά μεγάλη ποινή. Επίσης, αυτή η απόφαση στηρίχτηκε στην αποδοχή ενός διαχωρισμού μεταξύ των κατηγορουμένων με βάση την «βαρύτητά» τους στην οργάνωση -όπως επικαλέστηκε ο εισαγγελέας-, «βαρύτητα» που τεκμηριώθηκε με βάση την πολιτική στάση μας και μόνο αυτή.
Στον αντίποδα μιας καταδίκης σε πενήντα χρόνια φυλακής για τα μέλη του Επαναστατικού Αγώνα, δεν θα μπορούσαν να επιβάλλουν αυστηρότερες ποινές από αυτές που έχουν επιβάλλει στους υπόλοιπους κατηγορουμένους, την απόφαση για τους οποίους συμπαρέσυρε η συνολική μετατόπιση του δικαστηρίου ως αποτέλεσμα της συνολικής πολιτικής μάχης που διεξήγαμε. Εξάλλου επρόκειτο για τη δίκη μιας οργάνωσης που σήκωσε τα όπλα ενάντια στο καθεστώς και όπως συμβαίνει σε κάθε ανάλογη δίκη, αυτός είναι ο κύριος παράγοντας που καθορίζει τις αποφάσεις των δικαστηρίων, με την απουσία ή την ύπαρξη στοιχείων ή ενδείξεων να παίζουν μάλλον συμπληρωματικό και όχι τον βασικότερο ρόλο. Γιατί πρωτίστως αυτές οι αποφάσεις είναι πολιτικές.
Με άλλα λόγια, η πολιτική μάχη που δώσαμε αφενός διασφάλισε την περιφρούρηση της πολιτικής μας ιστορίας, την κατάρρευση πολλών κατηγοριών και τη συνολική μείωση της έντασης της κρατικής επίθεσης προς όλους τους κατηγορούμενους (όσον αφορά τα μέλη, η πιο «ρεαλιστική» θα λέγαμε απάντηση ενός δικαστηρίου που μένει ή θέλει να δηλώνει αλώβητο από την πολιτική μάχη αυτής της δίκης και θέλει να εκδικηθεί σκληρά τον πολιτικό του αντίπαλο, θα ήταν η μέγιστη δυνατή αξιοποίηση του βαρύτατου κατηγορητηρίου που έχει στη διάθεσή του ώστε να επιβάλει αρκετές εκατοντάδες χρόνια φυλακή), αφετέρου διασφάλισε μια «παραδειγματική» αντιμετώπιση για αυτούς που αναλαμβάνουν την πολιτική ευθύνη για ένοπλες οργανώσεις και στηρίζουν δημόσια και με κάθε κόστος τις επαναστατικές επιλογές τους, ομολογώντας πως δεν χρειάζονται στοιχεία για μια πολύχρονη καταδίκη, ακόμα και αν αυτή είναι πολύ μικρότερη της αναμενόμενης. Μια πολύ μικρότερη ποινή για τα μέλη του Επαναστατικού Αγώνα και μια απαλλακτική απόφαση για το σύνολο των υπολοίπων κατηγορουμένων θα σήμαινε την ακύρωση του ρόλου του δικαστηρίου ως τιμωρού μιας ένοπλης επαναστατικής οργάνωσης. Από αυτό όμως τον ρόλο οι δικαστές επέλεξαν να κρατήσουν μια διακριτική απόσταση χωρίς να τον αναιρούν. Πρόκειται για μια ιδιότυπη ισορροπία που επιχειρείται για πρώτη φορά σε ανάλογη δίκη.
Όσον αφορά το πρακτικό αποτέλεσμα μιας ποινής που υπερβαίνει τα 25 έτη είναι το ίδιο, όσα χρόνια και αν σου επιβάλουν. Το πρακτικό αποτέλεσμα για τους συγκατηγορούμενούς μας είναι διαφορετικό, αφού πρόκειται για τρεις αθωωτικές αποφάσεις και δυο καταδίκες με βάση μια κατηγορία, αυτή της συμμετοχής στην οργάνωση. Ως συμπέρασμα μπορούμε να πούμε πως το ζητούμενο για τα μέλη μιας ένοπλης επαναστατικής οργάνωσης είναι πάντα πολιτικό και όσον αφορά τις ποινές.
Τι θα γινόταν αν δεν είχαμε αναλάβει την πολιτική ευθύνη για συμμετοχή στον Επαναστατικό Αγώνα και αν δεν είχαμε κρατήσει τη στάση που κρατήσαμε κατά τη διαδικασία, αν δεν δίναμε τη μάχη που δώσαμε; Κατ’ αρχήν, το σημαντικότερο όλων θα ήταν ότι το κράτος θα δίκαζε τον Επαναστατικό Αγώνα ερήμην, αφού δεν θα υπήρχε κανείς να τον υπερασπιστεί. Αποτέλεσμα αυτού θα ήταν το «ξήλωμα» της πολιτικής ιστορίας της οργάνωσης, ο διασυρμός και η ισοπέδωσή της από τον εχθρό. Το αποτέλεσμα θα ήταν η πολιτική της ήττα, η πολιτική ήττα όσων συμμετείχαμε σε αυτήν. Και αυτή η ήττα είναι βαρύτερη από κάθε άλλη απώλεια, αφού υπερβαίνει τα ίδια τα πρόσωπα που δικάζονται και αφορά την ίδια την Επανάσταση και την προοπτική της. Αυτό για εμάς ήταν ξεκάθαρο από την πρώτη στιγμή της σύλληψής μας. Γι’ αυτό και η στάση μας συνολικά ήταν να μην αφήσουμε σπιθαμή πολιτικού εδάφους να καταληφθεί από τον εχθρό. Και πιστεύουμε πως το καταφέραμε.
Η μάχη όμως που δώσαμε για να στηρίξουμε την ιστορία του Επαναστατικού Αγώνα στο δικαστήριο, όπως προαναφέραμε, είχε αποτελέσματα που προεκτάθηκαν και στο πεδίο των ποινών. Είναι πεποίθησή μας ότι η μη ανάληψη πολιτικής ευθύνης και η απουσία του λόγου του Επαναστατικού Αγώνα στο δικαστήριο, θα είχε ως αποτέλεσμα την ισοπεδωτική αντιμετώπιση από το κράτος της συντριπτικής πλειοψηφίας των κατηγορουμένων. Γιατί ένα αποτέλεσμα της ιστορίας των πολιτικών μαχών κάθε είδους είναι πως όταν ο εχθρός αφήνεται να κατακτά τις θέσεις μας -γεγονός που θα μπορούσε να επιτευχθεί χωρίς καμία προσπάθεια από το δικαστήριο στην περίπτωση που κανείς δεν υπερασπιζόταν την ιστορία του Επαναστατικού Αγώνα, ο οποίος και δικαζόταν σε αυτή τη δίκη-, καθόλου δεν δείχνει ευγνώμων με αυτή την απουσία αντιπάλου και την ανεμπόδιστη πολιτική του κατίσχυση. Το αποτέλεσμα θα ήταν να αποθρασυνθεί τελείως επιβάλλοντας και τις αντίστοιχες, κατά πολύ αυστηρότερες ποινές για την συντριπτική πλειοψηφία των κατηγορουμένων με πιο… οριζόντιο αυτή τη φορά τρόπο.
Η δίκη αυτή αποτελεί μια σημαντική σελίδα στην επαναστατική ιστορία και αυτό δεν χρειάζεται την επικύρωση από το δικαστήριο του ταξικού πολιτικού και κοινωνικού εχθρού για να γίνει κατανοητό. Δεν είναι η απόφαση του δικαστηρίου που κρίνει τη μάχη που δώσαμε και ούτε είναι αυτή ο αναγκαίος παράγοντας για την αναγνώριση της βαρύτητας του αγώνα που διεξήγαμε εντός του δικαστηρίου. Και όποιος παρακολούθησε αυτή τη δίκη, το γνωρίζει αυτό πολύ καλά.
Όμως η ιστορία συνολικά αυτής της δίωξης, από την αρχική μας στάση και την ανάληψη πολιτικής ευθύνης έως και την απόφαση του δικαστηρίου, βοηθάει στο να βγουν ορισμένα χρήσιμα συμπεράσματα για τους επαναστάτες. Αυτές οι διώξεις καταρχήν αποτελούν πολιτικά σύνολα και η σφαιρικότητά τους ως πολιτικές υποθέσεις επιτάσσει την συνολική αντιπαράθεση με τον εχθρό σε όλα τα επίπεδα, από το οικονομικό, το πολιτικό, το κοινωνικό ακόμα και το αξιακό, αντιπαράθεση που διεξήγαμε με όλη μας τη δύναμη χωρίς να υπολογίσουμε στιγμή το κόστος. Σε αυτή τη σφαιρική αντιπαράθεση και τον πόλεμο πολιτικών θέσεων που διεξήγαμε, το κράτος έχασε μέσα από αυτή τη δίκη, καθώς κλονίστηκαν θεμελιώδεις θέσεις και αξίες του. Και επειδή όπως προείπαμε αυτή η υπόθεση αποτελούσε ένα πολιτικό σύνολο, ήταν λογικό επακόλουθο η έκβαση της πολιτικής σύγκρουσης να κρίνει συνολικά το αποτέλεσμα.
Για τη διασφάλιση αυτής της ενότητας της υπόθεσης είμαστε πάντα σε επιφυλακή από την πρώτη στιγμή της σύλληψής μας και αντικρούσαμε κάθε προσπάθεια επιβολής πολιτικών διαχωρισμών, απ’ όπου κι αν προέρχονταν. Σε αυτούς τους πολιτικούς διαχωρισμούς που αντιπαλέψαμε και που η υπερίσχυσή τους θα οδηγούσε στην πολιτική αποδυνάμωση συνολικά της πολιτικής ιστορίας μας, συμπεριλαμβάνονται και οι διάφορες αφηγήσεις της ιστορίας αυτής με βάση την υποκειμενική πολιτική θέση και προέλευση του καθενός.Αφηγήσεις που έστω και εκ του αποτελέσματος μπορεί να γίνει κατανοητό πως ωφελούσαν μόνο αυτούς που τις προέβαλαν και προωθούσαν, όφελος το οποίο θα παρέμενε στενά στο επίπεδο της μικροπολιτικής, που όχι μόνο δεν είχε καμία προοπτική ενίσχυσης του αγώνα συνολικότερα, αλλά και συνέτεινε στην αποδυνάμωσή του.Αν για λόγους πολιτικής ή ηθικής αδυναμίας επιτρέπαμε την παγίωση οποιονδήποτε διαχωριστικών γραμμών στην υπόθεση τόσο εκτός όσο και εντός του δικαστηρίου, η υπονόμευση του συνόλου της πολιτικής αυτής υπόθεσης μόνο το κράτος θα βοηθούσε και αυτό θα αποτυπωνόταν σε όλα τα επίπεδα, ακόμα και στις ποινές. Γιατί είναι γεγονός ότι σε τέτοιες πολιτικές υποθέσεις, αλλά και γενικότερα στην επαναστατική ιστορία η προώθηση διαχωρισμών τελικά στρέφονται ενάντια και στους ίδιους που τους προωθούν. Όπως επίσης, είναι γεγονός που αποδεικνύεται και από αυτή τη δίωξη πως κάθε πολιτική μάχη προϋποθέτει μια συνεκτική, ανθεκτική στα αντεπιχειρήματα του εχθρού και σφαιρική αντιπαράθεση που αποκλείει κάθε στοιχείο ατομικών προτεραιοτήτων. Και αυτό είναι ένα συμπέρασμα που αφορά το σύνολο του αγώνα για την Επανάσταση.
Η δίκη της οργάνωσης Επαναστατικός Αγώνας είναι μια σημαντική σελίδα στην επαναστατική ιστορία. Και αυτή τη σελίδα την γράψαμε εμείς που αναλάβαμε την πολιτική ευθύνη για συμμετοχή στην οργάνωση, που δώσαμε την πολύμηνη μάχη μέσα στο δικαστήριο υπερασπιζόμενοι με κάθε τίμημα την δράση της οργάνωσης και που τελικά πληρώνουμε τώρα το κόστος μιας μακροχρόνιας φυλάκισης και μιας χωρίς επιστροφή ζωή στην «παρανομία». Και αυτή η ιστορία δεν μπορεί ούτε να παρερμηνευτεί, και κυρίως, ούτε εκ των υστέρων -και εκ του ασφαλούς πλέον αφού η δίκη ολοκληρώθηκε- να ξαναγραφτεί από κανέναν. Όπως επίσης, δεν είναι μια ιστορία που μπορεί κανείς να οικειοποιηθεί. Εξάλλου εμείς είμαστε και θα παραμείνουμε πολιτικά παρόντες.
Με την ευκαιρία, να εκφράσουμε και την απορία μας πώς ένα μη μέλος της οργάνωσης ζητά από το συγκεκριμένο δικαστήριο το ελαφρυντικό των «μη ταπεινών ελατηρίων», ελαφρυντικό που αφορά αποκλειστικά και μόνο μέλη οργανώσεων, αφού η επιχειρηματολογία πάνω σε αυτό το ζήτημα βασίζεται στην αποδοχή της συμμετοχής στην οργάνωση αυτού που πραγματοποιεί το αίτημα και επικαλείται την πολιτική της φύση, την ιστορία και τις στοχεύσεις της;
Το σημαντικότερο συμπέρασμα από αυτή την πολιτική ιστορία είναι τελικά, ότι τέτοιες δίκες δεν αφορούν μόνο το δίκαιο της ένοπλης επαναστατικής οργάνωσης που δικάζεται, αλλά κυρίως, το δίκαιο το επαναστατικό, το δίκαιο του ένοπλου αγώνα για την ανατροπή του καπιταλισμού και του κράτους, το δίκαιο της κοινωνικής Επανάστασης, το δίκαιο της ελευθερίας. Μιας ελευθερίας που κατακτιέται μόνο με τα όπλα.Η υπεράσπιση και η προώθηση με κάθε τρόπο αυτού του δικαίου είναι μια σημαντικότατη προϋπόθεση για την αποτελεσματική προώθηση του αγώνα συνολικότερα σε κάθε εποχή. Ιδίως όμως στη σκοτεινή περίοδο που διανύουμε -με τις κοινωνικές αντιστάσεις να λυγίζουν όχι τόσο από την κρατική και καπιταλιστική άκαμπτη στάση και αδιάκοπη επίθεση, αλλά κυρίως από την αδυναμία των δρώντων πολιτικά ατόμων να συγκροτήσουν μια συνεκτική και διεξοδική πολιτική δράση για την ανατροπή του καθεστώτος και την Επανάσταση που θα καταφέρει να προσελκύσει πολλούς περισσότερους ανθρώπους οι οποίοι πλήττονται θανάσιμα από τη συστημική κρίση, η αδυναμία να αντιστρέψουν το κλίμα της ηττοπάθειας και της παραίτησης στην κοινωνική βάση, να ακυρώσουν το φόβο και να αξιοποιήσουν την κοινωνική οργή όπου αυτή υπάρχει, να εμποτίσουν με θάρρος, να εμφυσήσουν την ελπίδα και να κάνουν με πολλούς περισσότερους ανθρώπους κοινή την επιθυμία για τον επαναστατικό κοινωνικό μετασχηματισμό και το γκρέμισμα της σύγχρονης τυραννίας-, αναδείχτηκε μέσα από αυτή τη δίκη πως προϋπόθεση για την συγκρότηση ενός επαναστατικού κινήματος ικανού να κλονίσει την καθεστωτική ισορροπία και να φέρει την ανατροπή του, είναι η προώθηση ενός συνεκτικού πολέμου ενάντια στις θέσεις, τις αντιλήψεις και τις αξίες του συστήματος παράλληλα με την προώθηση της ενότητας του αγώνα για την Επανάσταση και του δίκαιου της ένοπλης προλεταριακής αντεπίθεσης για την επίτευξή της. Αυτός πιστεύουμε πως είναι ο πολιτικός προσανατολισμός για την ανάπτυξη της επαναστατικής δράσης σε όλες τις μορφές της.
Έχοντας αυτό τον προσανατολισμό κινηθήκαμε μέσα από την οργάνωση Επαναστατικός Αγώνας, αυτό τον προσανατολισμό πιστεύαμε ότι έπρεπε να έχει μια ένοπλη επαναστατική οργάνωση. Αυτόν τον προσανατολισμό διατηρήσαμε και μετά την κατασταλτική επίθεση του κράτους και τις συλλήψεις μας. Αναλάβαμε την πολιτική ευθύνη για συμμετοχή στον Επαναστατικό Αγώνα, επιλογή που πιστεύουμε πως ήταν η μόνη που μπορούσε να μας κρατήσει σταθερούς στον πολιτικό προσανατολισμό που ήδη είχαμε, η μόνη επιλογή που σε κρατάει όρθιο στην καταστολή, η μόνη αποτελεσματική πολιτικά επιλογή για τους ένοπλους αγωνιστές. Σηκώσαμε την πολιτική κληρονομιά του Επαναστατικού Αγώνα και την αξιοποιήσαμε ως όπλο ενάντια στο σύστημα, ως όπλο αντεπίθεσης στην καταστολή. Τον ίδιο προσανατολισμό διατηρήσαμε τόσο μέσα όσο και έξω από τις φυλακές και το δικαστήριο: στα αμφιθέατρα, στους δρόμους, σε όλα όσα είπαμε και γράψαμε. Τον ίδιο προσανατολισμό είχαμε, έχουμε και θα έχουμε. Γιατί μεγαλύτερη σημασία για εμάς έχει πάντα από τη θέση που κάθε φορά βρισκόμαστε, να στηρίζουμε και να προωθούμε με όλες μας τις δυνάμεις την κοινωνική Επανάσταση. Γιατί αυτή είναι ο σκοπός που καθόριζε, καθορίζει και θα καθορίζει πάντα τις επιλογές μας.
Από την «παράνομη» ελευθερία
Πόλα Ρούπα
Νίκος Μαζιώτης