Πρέπει να περνάει μεγάλα ζόρια ο εισαγγελέας του τρομοδικείου που δικάζει την υπόθεση του Επαναστατικού Αγώνα, Αντ. Λιόγας. Πλησιάζει το τέλος της ακροαματικής διαδικασίας, από την οποία δεν έχει προκύψει τίποτ’ άλλο εκτός του ότι οι Ν. Μαζιώτης, Π. Ρούπα και Κ. Γουρνάς ήταν μέλη του ΕΑ. Τίποτ’ άλλο για τη δράση τους και βέβαια απολύτως τίποτα για όλους τους υπόλοιπους κατηγορούμενους, και ο εισαγγελέας αισθάνεται πως πρέπει να προκαλέσει δυο-τρία «σκάνδαλα» για να μπορέσει να «δικαιολογήσει» την πρόταση που θα κάνει, η οποία θα ταυτίζεται με το κατηγορητήριο της μίας και αδιαίρετης εισαγγελικής αρχής. Το σημερινό του ξεσάλωμα, όμως, στη διάρκεια της εξέτασης μαρτύρων υπεράσπισης του Σαράντου Νικητόπουλου, ξεπέρασε κάθε προηγούμενο και απέδειξε όχι μόνο προκατάληψη, αλλά και εμπάθεια.
Ομολογουμένως κρατήθηκε πολλή ώρα ο εισαγγελέας (δεδομένης και της έντασης που δημιουργήθηκε στην προηγούμενη συνεδρίαση), μέχρι να διακηρύξει, εμμέσως πλην σαφώς, με τα γνωστά «περιτυλίγματα» για την απόφαση που δεν έχει βγει ακόμα και την ανεξάρτητη κρίση του δικαστηρίου, τη θέση του ότι παλεύει να θεμελιώσειτο κατηγορητήριο και όχι να διερευνήσει τα υπάρχοντα στοιχεία και την υπόσταση που αυτά έχουν για να στείλουν κόσμο στη φυλακή. Και το έκανε στη διάρκεια της κατάθεσης του τελευταίου μάρτυρα, του πατέρα του Σ. Νικητόπουλου, Στάθη. Χωρίς καν να σεβαστεί την ιδιότητα του πατέρα, ο εισαγγελέας άδραξε την ευκαιρία για να μας δείξει το ποιόν της αστικής δικαιοσύνης όταν δικάζει τους πολέμιούς της.
Ο μάρτυρας, με αναφορές στα προσωπικά του βιώματα (παιδικά χρόνια στη μετεμφυλιοπολεμική περίοδο, διαδηλώσεις του «114»), προσπάθησε να δείξει σε ποια κατάσταση έχει περιέλθει σήμερα η χώρα και υπό ποιο καθεστώς δικάζονται οι κατηγορούμενοι. Είπε χαρακτηριστικά, πως σήμερα βιώνει το μεγαλύτερο πισωγύρισμα από τότε που γεννήθηκε. Το σύνθημα «Ψωμί-Παιδεία-Ελευθερία» παραμένει επίκαιρο, καθώς η φτώχεια και η αμορφωσιά κυριαρχούν, ενώ μια εφημερίδα μπορεί να σε οδηγήσει στη στέρηση της ελευθερίας (έκανε αναφορά στο… τρομερό αποδεικτικό στοιχείο κατά του Σ. Νικητόπουλου, το φύλλο της εφημερίδας «ΠΟΝΤΙΚΙ»). Πρόσθεσε πως σε καιρούς πολιτικής γαλήνης μπορεί να υπάρξει και δικαστική απόφαση που να δίνει σε κάποιους την ελπίδα της «τυφλής Δικαιοσύνης», όμως κάτι τέτοιο δε συμβαίνει ποτέ σε περιόδους εντάσεων και αναβρασμού, όταν το δίκαιο χρησιμοποιείται ως εργαλείο με σκοπό να διευκολυνθούν οι εκάστοτε επιλογές της εξουσίας.
«Ποιους έχω απέναντι μου; Λειτουργούς του λαού, που στο όνομά του υποτίθεται πως εκδίδουν τις αποφάσεις, ή δικαστές που θέλουν να γίνουν αρεστοί από αυτούς που κυβερνούν;», αναρωτήθηκε ο Στ. Νικητόπουλος. «Για τις αυτοκτονίες, τη διαμελισμένη δημοκρατία και το Σύνταγμα που μπαίνει στην κλίνη του Προκρούστη δεν ευθύνεται ο αναρχικός χώρος αλλά άλλοι», συμπλήρωσε. Φτάνοντας στο σκέλος των στοιχείων της υπόθεσης, ο μάρτυρας κατέθεσε ότι γνώριζε και τον Μαζιώτη, και τη Ρούπα, και τον Σταθόπουλο, όπως και τον Λάμπρο Φούντα, με τον οποίο είχε συνεργαστεί κιόλας για την έκδοση ενός φυλλαδίου από τον εκδοτικό οίκο του. Στο σπίτι του βρέθηκαν, άλλωστε, και η περούκα και η αντιασφυξιογόνος μάσκα (τα άλλα τρομερά «αποδεικτικά» στοιχεία), ενώ στο σπίτι της Μπενάκη (κατοικία του θείου του Σαράντου) βρέθηκε η εφημερίδα ΠΟΝΤΙΚΙ, πεταμένη στα σκουπίδια. Κατόπιν, παρέθεσε ένα χρονικό των όσων συνέβησαν, με σκοπό να δείξει το κατασκευασμένο των κατηγοριών και τις αερολογίες του τμηματάρχη της Αντιτρομοκρατικής Κ. Παπαθανασάκη, οι οποίες λαμβάνονται ως δεδομένα από το τρομοδικείο. Αναφέρθηκε στα πορίσματα των εργαστηρίων (που για τον Σ. Νικητόπουλο είναι όλα αρνητικά) και στο παράλογο της κράτησής του επί 18 μήνες, τόσο από την άποψη της έλλειψης στοιχείων όσο και από την άποψη της στάσης των δικαστών, που με προφάσεις και προσβλητικές διαδικασίες απέρριψαν όλα τα αιτήματά του για άρση της προσωρινής κράτησης.
Ο μάρτυρας έκανε εκτενή αναφορά στα λεγόμενα του βασικού μάρτυρα κατηγρίας Παπαθανασάκη, καταδεικνύοντας όλες τις αντιφάσεις που αυτά περιέχουν και που κατ’ επέκταση δεν μπορούν να αξιολογηθούν παρά μόνο ως ελλιπή και αβάσιμα. Ουσιαστικά, ο Παπαθανασάκης μας είπε ότι το μόνο στοιχείο κατά του Νικητόπουλου είναι οι συναντήσεις για καφέ στην Καισαριανή και μάλιστα όχι αυτές καθεαυτές, αλλά το ποιοι βγήκαν από το περιβόητο άλσος την 1.4.2010. Αναφέρθηκε, τέλος, και στο «επίμαχο» τηλεφώνημα μεταξύ Σ. Νικητόπουλου και Β. Σταθόπουλου, του οποίου, όπως κατέθεσε, γνώριζε το περιεχόμενο και αφορούσε αποκλειστικά και μόνο στο να κανονίσουν να πάνε για φαγητό (δεδομένης και της φιλικής-συντροφικής τους σχέσης).
Από το τελευταίο πιάστηκε ο εισαγγελέας και άρχισε να ξεσαλώνει: «Μιλήσατε για τηλεφωνική επικοινωνία μεταξύ Νικητόπουλου και Σταθόπουλου. Μπορείτε να το προσδιορίσετε χρονικά;». «Η συνομιλία», απάντησε ο μάρτυρας, «έγινε στις 26.3.2010 και είναι η μόνη». Ο εισαγγελέας επανήλθε περισσότερο από προκλητικός: «Λέτε ότι είναι η μόνη. Παρολαυτά, ο Σ. Νικητόπουλος, όπως και οι υπόλοιποι κατηγορούμενοι, αρνούνται να ακουστούν τα αρχεία με τις φωνές και να δώσουν δείγμα των δικών τους προκειμένου να ταυτοποιηθούν. Γιατί δεν δίνουν;». Επανέφερε, δηλαδή, ένα ζήτημα για το οποίο έχει ήδη βγάλει απόφαση το δικαστήριο, απορρίπτοντας την πρότασή του! Δε θα μιλήσουμε στον εισαγγελέα για ζητήματα αρχών, γιατί μάλλον δεν είναι σε θέση να καταλάβει τι σημαίνει να εμμένεις σε αρχές. Θα του θυμίσουμε, όμως, πως κατά το ισχύον δίκαιο, ο κατηγορούμενος έχει το δικαίωμα σιωπής και κατά την ΕΣΔΑ η άσκηση του δικαιώματος σιωπής δεν πρέπει να ερμηνεύεται σε βάρος του κατηγορούμενου, γιατί διαφορετικά παραβιάζεται το τεκμήριο της αθωότητας. Κοντολογίς, δεν έχουν οι κατηγορούμενοι καμιά υποχρέωση να αποδείξουν αν τους ανήκουν ή όχι οι συνομιλίες που υπέκλεψε η Αντιτρομοκρατική, αλλά οι διωκτικές αρχές έχουν την υποχρέωση να αποδείξουν ποιος συνομιλεί με ποιον, τι λένε και πώς αυτά που λένε σχετίζονται με την κατηγορία.
Παραβλέποντας αυτό το ουσιαστικό ζήτημα δικαίου, ο Αντ. Λιόγας αποκαλύπτεται ή ως παντελώς ακατάλληλος για εισαγγελέας εφετών (θέση για την οποία απαιτείται ένα μίνιμουμ νομικών γνώσεων) ή ως φανατικά προκατειλημμένος κατά των κατηγορούμενων. Ας διαλέξει σε ποια κατηγορία θέλει να ανήκει. Δεν αρνούμαστε ότι και οι δύο κατηγορίες κάθε άλλο παρά τιμητικές είναι, αλλά –δυστυχώς για τον ίδιο– δεν μας άφησε τρίτη επιλογή.
Οι κατηγορούμενοι απάντησαν ότι αυτό είναι κάτι για το οποίο έχουν ήδη τοποθετηθεί (όπως και οι συνήγοροί τους) και ότι εν πάσει περιπτώσει δεν αφορά τον μάρτυρα υπεράσπισης αλλά τους ίδιους, τους οποίους θα έπρεπε αν ήθελε να ρωτήσει ο εισαγγελέας. Ο τελευταίος, έχοντας χάσει εντελώς την ψυχραιμία του, εξακολούθησε απτόητος: «Το περιεχόμενο της συνομιλίας που προσδιορίζεται στις 31.3.2010 από ομολογημένα μέλη του Επαναστατικού Αγώνα και που αναφέρεται σε μια συνάντηση την επαύριο του τηλεφωνήματος, δηλαδή στην 1.4.2010, για την οποία κατηγορείται και ο Νικητόπουλος, το γνωρίζετε; Εσείς αμφισβητείτε ότι έγινε η συνάντηση που λέει ο Παπαθανασάκης;». «Το περιεχόμενο δεν το γνωρίζω», απάντησε ο μάρτυρας. «Οσον αφορά τη συνάντηση, δεν μπορώ να ξέρω αν έγινε ή όχι. Εσείς το ξέρετε σίγουρα; Και αν ναι με ποιον τρόπο το ξέρετε;». «Το βεβαιώνει η αστυνομία», υπήρξε η απάντηση του εισαγγελέα, που πλέον δεν μας εξέπληξε καθόλου. Είχε «ξεσύρει», όπως λένε στα χωριά, και έβγαλε τον πραγματικό εαυτό του. Αυτόν που τόσο επιμελώς προσπαθούσε μέχρι τώρα να κρύψει. Σε μια κοινή ποινική δίκη το πιθανότερο είναι να του είχαν κάνει αμέσως αίτηση εξαίρεσης. Εν προκειμένω, εκτιμήθηκε μάλλον πως είναι καλύτερα να τον αφήσουν να εκτεθεί κι άλλο.
Η στιχομυθία που ακολούθησε αποτυπώνει ακόμα περισσότερο το κλίμα που κυριάρχησε στη δικαστική αίθουσα. «Μ’ αυτό το στοιχείο θα προτείνετε ενοχή, κύριε εισαγγελέα; Θα έπρεπε να ντρεπόμαστε και λίγο», σχολίασε ο Σπ. Φυτράκης. «Για την πρότασή μου θα ρωτήσω τη συνείδησή μου και μόνο», απάντησε «τσουρουφλισμένος» ο εισαγγελέας. Ο Σπ. Φυτράκης ξαναπαίρνοντας τον λόγο και θυμίζοντας στον εισαγγελέα ότι τυχαίνει να έχουμε κι ένα δίκαιο που προς το παρόν ούτε καν αυτό δεν εφαρμόζεται, δήλωσε: «Πάντως, όταν στα νομικά λέμε στοιχείο, εννοούμε κυριολεκτικά στοιχείο και όχι αερολογίες». Κατόπιν αυτού, το λόγο πήραν όλοι οι συνήγοροι υπεράσπισης (του Νικητόπουλου και των υπόλοιπων κατηγορούμενων). Η Αν. Παπαρρούσου ανέφερε χαρακτηριστικά: «Σήμερα βλέπουμε μια νέα ερμηνεία του άρθρου 187Α ΠΚ. Μαθαίνουμε ότι ενδείξεις τύπου “Καισαριανής” μπορούν να στηρίξουν την εφαρμογή του. Κρίμα δηλαδή τη διαδικασία τόσων μηνών και τους μάρτυρες που ήρθαν εδώ και κατέθεσαν τη δική τους αντίληψη για τα πράγματα. Βρισκόμαστε μπροστά στην πιο πρωτόλεια αντίληψη για το πώς πρέπει να ερμηνεύεται το εν λόγω άρθρο. Κοιτάμε να θεμελιώσουμε το κατηγορητήριο εδώ πέρα και όχι να κρίνουμε το βάσιμο των στοιχείων».
«Τι παραπάνω θα πάρετε με την ταυτοποίηση των φωνών; Αφού τις συνομιλίες τις έχετε», δήλωσε ο Κ. Γουρνάς. Π. Ρουμελιώτης, Δ. Κατσαρής και Μ. Δαλιάνη είπαν ότι ο εισαγγελέας επανέρχεται σ’ ένα ήδη κριθέν θέμα. Το δικαστήριο απέρριψε την αναπαραγωγή των συνομιλιών από τη στιγμή που οι κατηγορούμενοι, όπως δικαιούνται, αρνήθηκαν να δώσουν δείγματα φωνής και άρα να διενεργηθεί πραγματογνωμοσύνη, καθώς έτσι θα μετατρέπονταν οι δικαστές, ταυτοποιώντας τις φωνές όπως τις ακούν στο ακροατήριο, σε οιονεί πραγματογνώμονες. Το γεγονός αυτό θα αντέβαινε όμως σε βασικές δικονομικές αρχές.
Οι καταθέσεις των μαρτύρων που προηγήθηκαν έγιναν χωρίς παρατράγουδα. Ολοι τους μίλησαν για τη γνωριμία τους με τον Σ. Νικητόπουλο μέσα στους κοινωνικούς αγώνες καθώς και στο πλαίσιο κινηματικών διαδικασιών.
Ο Μ.Τ. αναφέρθηκε στην προσήλωση του Σ. Νικητόπουλου σε αξίες και αρχές που είναι πολύ σημαντικές για την εποχή μας, στην άρνησή του να βολευτεί και στη στοχοποίησή του λόγω της συμμετοχής τους στους αγώνες. Οπως ανέφερε, επικαλούμενος και την ιδιότητά του ως μέλος της πρωτοβουλίας «Ενα Καράβι για τη Γάζα», ο Σ. Νικητόπουλος ήθελε να συμμετάσχει στο ταξίδι του 2010 για την άρση του αποκλεισμού της Γάζας, κάτι που δείχνει το υψηλό αίσθημα αλληλεγγύης και αγώνα που διαθέτει. Δεν πρόλαβε, όμως, λόγω της σύλληψής του. «Το κράτος θέλει μια νεολαία ασπόνδυλη», τόνισε. «Ο Νικητόπουλος δεν έκανε αυτή την επιλογή και αυτό πληρώνει».
Ο Β.Π. αναφέρθηκε στη σημασία της βίας και στη χρήση της από το κράτος. Το αν κάποιος συναναστρέφεται με ανθρώπους που αποδέχονται πράγματα με τα οποία αυτός δε συμφωνεί, δε σημαίνει ότι είναι υποχρεωμένος να δικαιολογήσει αυτή του την πράξη, είπε. Τέλος, ανέφερε πως κατ’ αυτόν δεν υπάρχουν στοιχεία που να μπορούν να δικαιολογήσουν καταδίκη του Σ. Νικητόπουλου.
Ο Χ.Σ. υπήρξε και ο ίδιος θύμα της πολιτικής της Αντιτρομοκρατικής που διώκει για φιλικές και προσωπικές σχέσεις. Γνωριζόταν τόσο με τον Σ. Νικητόπουλο όσο και με τον Λ. Φούντα. «Ο Σ. Νικητόπουλος εκτέθηκε προφανώς ηθελημένα για να τιμήσει, όπως κι εγώ, αυτή τη σχέση», δήλωσε χαρακτηριστικά.
Ο Κ.Μ. ανέφερε ότι ο Σ. Νικητόπουλος ήταν άνθρωπος που συμμετείχε ενεργά στα κοινά. Συμπλήρωσε πως στο εδώλιο του κατηγορουμένου θα έπρεπε να κάθονται άλλοι, οι οποίοι εφαρμόζουν τη λογική της συλλογικής ευθύνης (όπως και με το περιστατικό που συνέβη με τους ΔΕΛΤΑδες που επιτέθηκαν στο μπλοκ του ΕΕΚ τραυματίζοντας σοβαρά τη διαδηλώτρια Κουτσουμπού). Τέλος, ανέφερε πως αν ο Σ. Νικητόπουλος ήταν μέλος θα το έλεγε και θα ήταν και περήφανος.
Ο οικογενειακός φίλος Δ.Κ. επιβεβαίωσε το γεγονός ότι το καλοκαίρι του 2009 ο Σ. Νικητόπουλος βρισκόταν στη Φολέγανδρο (και άρα δεν έχει σχέση με την ενέργεια στο Χρηματιστήριο Αθηνών). Χαρακτήρισε θέμα τύχης τη σύλληψή του και την εμπλοκή του στη δίκη και πρόσθεσε πως τα στοιχεία είναι τόσο αναξιόπιστα ώστε και μια δική του ταυτότητα πολιτικής οργάνωσης, στην οποία συμμετείχε όταν ήταν νεότερος, κατασχέθηκε ως ύποπτη, επειδή βρέθηκε στο σπίτι που διεξήχθησαν οι έρευνες. «Βρίσκεται εδώ λόγω της πολιτικής του δράσης», κατέληξε, και όταν ο πρόεδρος ρώτησε ποιες ήταν οι σκέψεις του Σ. Νικητόπουλου πάνω στην ένοπλη δράση, απάντησε ότι ισχύουν όσα έχει εκφράσει σε προηγούμενες φάσεις ο ίδιος ο κατηγορούμενος και δεν μπορεί να μιλήσει εξ ονόματός του.
Ο Ε.Μ. προσέθεσε πως ο Σ. Νικητόπουλος έχει συνεπή πολιτική στάση, η οποία φαίνεται απ’ το ότι δεν έχει λείψει από κανέναν αγώνα μέχρι σήμερα. Δήλωσε πως δεν έχει σχέση με τα όσα του αποδίδονται και πως αυτά αποτελούν κατασκευές του κατασταλτικού μηχανισμού και του καθεστώτος.
Ο Ν.Λ. είπε πως στη θέση του Σ. Νικητόπουλου θα μπορούσε να είναι οποιοσδήποτε. Ο ίδιος κατηγορήθηκε για συμμετοχή και οργάνωση των επεισοδίων της 5ης Μάη 2010 και έζησε και προσωπικά την εμπειρία της Αντιτρομοκρατικής και της λάσπης των ΜΜΕ. Δήλωσε ότι έχει απόλυτη εμπιστοσύνη στο Σ. Νικητόπουλο και πιστεύει ακράδαντα στα λεγόμενά του.
Η σύντροφος του Σαράντου Σ.Λ. έκανε εκτενή αναφορά στα γεγονότα προ της σύλληψης και κατά τη διάρκεια της κράτησης, όπως τα έζησε η ίδια μαζί με τους συγγενείς του Σαράντου. Μίλησε για τη λύσσα της αστυνομίας για στοιχεία και την αγαστή συνεργασία του κράτους με τα ΜΜΕ που είχαν ήδη φτιάξει το προφίλ του αιμοσταγούς τρομοκράτη πριν καν απαγγελθούν κατηγορίες. Η συγκατοίκησή τους, όπως είπε, θα της έδινε τη δυνατότητα να καταλάβαινε αν ο Σαράντος εμπλεκόταν κάπου. Σε ερώτηση του εισαγγελέα σχετικά με το αν συνήθιζαν να επικοινωνούν μεταξύ τους και με τους υπόλοιπους φίλους και γνωστούς με τηλεκάρτες, είπε ότι ίσως να είχε γίνει κάποιες φορές. Είναι ανθρώπινο άλλωστε.
Ο Δ.Χ. αναφέρθηκε στο στικάκι που βρέθηκε και κατασχέθηκε στις έρευνες και είπε πως περιείχε την ηλεκτρονική σελιδοποίηση για ένα βιβλίο σχετικά με την εξέγερση του 2008. Πρόσθεσε πως έγινε έρευνα και στο δικό του σπίτι αμέσως μετά το θάνατο του Λ. Φούντα. «Είμαι πεπεισμένος ότι ο Σαράντος θα αναλάμβανε την ευθύνη της συμμετοχής», κατέληξε.
Ο Ν.Ρ. μίλησε για το πνεύμα αλληλεγγύης και την πολιτική σταθερότητα του Σ. Νικητόπουλου, όπως και ο Ι.Κ. που εξέφρασε την άποψη ότι η δίωξή του είναι σκόπιμη και σχεδιασμένη. Το καθεστώς έχει ανάγκη μια κοινωνία υπνωτισμένη. Επομένως, άνθρωποι και πολιτικοί χώροι που δε μένουν απαθείς βρίσκονται στο στόχαστρο. Η ανάγκη επίδειξης «αντιτρομοκρατικού» έργου και η δίψα των αστυνομικών οργάνων για εξέλιξη στην ιεραρχία οδήγησαν τον Σ. Νικητόπουλο στο εδώλιο από τύχη, σημείωσε. Κατέληξε ότι ο Σ.Νικητόπουλος διώκεται για τις προσωπικές του σχέσεις και ιδιαίτερα για τη φιλία του και την πολιτική του επαφή με τον Λ. Φούντα.
Τέλος, ο Γ.Π. δήλωσε ότι ο Σ. Νικητόπουλος βρίσκεται στο δικαστήριο γιατί αρνήθηκε να αποκηρύξει συντρόφους και ιδέες. Δεν αρνήθηκε τον Λ. Φούντα ούτε και τους υπόλοιπους που ανέλαβαν την πολιτική ευθύνη. Υποστήριξε, όμως, τη μη συμμετοχή του στην οργάνωση.
Η δίκη θα συνεχιστεί την Παρασκευή 21 Δεκέμβρη.