Εξουσιοδοτώ την συνήγορο μου Δάφνη Βαγιανού που με εκπροσωπεί να διαβάσει τα παρακάτω στο στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας όπου ζητείται η απολογία των κατηγορουμένων στο ειδικό δικαστήριο των φυλακών Κορυδαλλού, το οποίο έχει συστηθεί για να δικάσει την υπόθεση της οργάνωσης Επαναστατικός Αγώνας.
Αυτό το κείμενο δεν συνιστά απολογία. Δεν νοιώθω ούτε ένοιωθα ποτέ υπόλογος για τις πολιτικές επιλογές μου σε κανένα πρόσωπο της εξουσίας. Ο μόνος κριτής της δράσης μου και των επιλογών μου είναι η επαναστατική ιστορία και οι φορείς της. Ως επαναστάτρια θεωρούσα πάντα και θεωρώ χρέος μου και παράλληλα αναφαίρετο δικαίωμα μου να υπερασπίζομαι τις πολιτικές μου επιλογές. Ακόμα περισσότερο είναι χαρά μου να στηρίζω δημόσια και παρά το όποιο προσωπικό κόστος, επιλογές αγώνα που συνιστούν κατά την βαθιά πεποίθηση μου σημαντικό παράδειγμα επαναστατικής δράσης. Και ένα τέτοιο παράδειγμα ήταν η οργάνωση Επαναστατικός Αγώνας, στον οποίο είχα την τιμή να συμμετάσχω. Ο Επαναστατικός Αγώνας, τη συμμετοχή μου στον οποίο με χαρά υπερασπίστηκα μετά τη σύλληψη μου, υπήρξε μια σημαντική συνιστώσα του ευρύτερου ανατρεπτικού αγώνα και η παρουσία του στην επαναστατική πολιτική σκηνή αποτέλεσε και αποτελεί -να είστε βέβαιοι- ορόσημο για πολλούς αγωνιστές. Ορισμένες δε, ενέργειες της οργάνωσης αποτέλεσαν μερικά πολύ σημαντικά γεγονότα της σύγχρονης επαναστατικής ιστορίας και ως τέτοια θα μείνουν αποτυπωμένα στη μνήμη πολλών ανθρώπων. Δεν είναι λίγοι αυτοί που τις αναπολούν συχνά, όπως οι ίδιοι έχουμε διαπιστώσει από τη στιγμή που αποφυλακιστήκαμε λόγω παρέλευσης του ορίου προφυλάκισης μας. Και το έχουμε διαπιστώσει κατά τη διάρκεια της συμμετοχής μας στις κινητοποιήσεις του τελευταίου χρόνου. Αυτό συμβαίνει γιατί είναι σε αρκετούς ορατό το κενό μιας τέτοιας ένοπλης επαναστατικής δράσης στην εποχή μας, εποχή που όπως όλοι οι εκμεταλλευόμενοι σήμερα διαπιστώνουν, αποτελεί την πιο σκοτεινή ιστορική περίοδο για τη χώρα μας αλλά και για όλο τον κόσμο. Εποχή που όλο και περισσότεροι αντιλαμβάνονται πως μόνο ριζοσπαστικές και ανατρεπτικές μορφές αγώνα και λύσεις θα καταφέρουν να βγάλουν την κοινωνία και τη χώρα από την άβυσσο που μας έχει πετάξει η υπερεθνική οικονομική και πολιτική εξουσία και οι υφιστάμενοι υποτακτικοί της όπως οι ελληνικές κυβερνήσεις και οι καθεστωτικοί πολιτικοί που συμμετέχουν στο κοινοβούλιο.
Είμαι υπερήφανη για την συμμετοχή μου στον Επαναστατικό Αγώνα και δεν έχω να απολογηθώ για τίποτα. Αυτό το κείμενο είναι μια πολιτική κατάθεση-φόρος τιμής για την οργάνωση για την οποία δικάζομαι από το αστικό σας δικαστήριο. Είναι ένας φόρος τιμής στην κοινωνική Επανάσταση και σε όλους του επαναστάτες. Αποτελεί
έναν φόρο τιμής για τον σύντροφο μας Λάμπρο Φούντα που δολοφόνησαν στις 10 Μάρτη 2010 τα ένοπλα σκυλιά του καθεστώτος, το οποίο και εσείς υπηρετείτε. Ενός καθεστώτος που έχει πλέον λάβει την πιο απολυταρχική του μορφή τις τελευταίες δεκαετίες και που αναμένεται να γίνει ακόμα πιο ανελέητο με τους φτωχούς, τους αδύναμους κοινωνικά, τους αγωνιστές που στρέφονται εναντίον του. Πρόκειται για ένα καθεστώς που καθημερινά ταπεινώνει, βασανίζει, δολοφονεί ανθρώπους με όπλο την οικονομία. Ένα καθεστώς που εξυπηρετεί τα συμφέροντα μιας ισχυρής μειοψηφίας. Ένα καθεστώς που δεν είναι τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο από τη σύγχρονη χούντα του υπερεθνικού κεφαλαίου και της πολιτικής ελίτ που το στηρίζει. Ένα καθεστώς εγκληματιών, τρομοκρατών, ψυχρών δολοφόνων. Στο όνομα αυτών και για τα δικά τους συμφέροντα δολοφονήθηκε ο σύντροφος Λάμπρος Φούντας, στο όνομα αυτών μας συνέλαβαν και μας φυλάκισαν, στο όνομα αυτών μας δικάζετε και εσείς. Στο όνομα αυτών θα μας καταδικάσετε σε δεκάδες ή και εκατοντάδες χρόνια φυλακή.
Ο σύντροφος Λάμπρος Φούντας έπεσε από τις σφαίρες μπάτσου κατά τη διάρκεια προπαρασκευαστικής ενέργειας της οργάνωσης Επαναστατικός Αγώνας. Έπεσε μαχόμενος για να συνεχιστεί η επαναστατική δράση της οργάνωσης που τόσο ήταν και παραμένει απαραίτητη μέσα στην άγρια ιστορική περίοδο που διανύουμε. Έπεσε μαχόμενος σε μια πορεία αγώνα που στόχευε να ανατρέψει αυτό το βάρβαρο, το ανελέητο καθεστώς. Έπεσε για να αποτραπεί αυτή η καταστροφική συνθήκη που σήμερα επιβάλλεται από την οργανωμένη εξουσία στον τόπο μας. Έπεσε για την ανατροπή αυτής της δικτατορίας. Έπεσε για την Επανάσταση.
Η δολοφονία του συντρόφου μας παρά το γεγονός ότι ήταν αποτέλεσμα τυχαίας «συνάντησης» με μπάτσους περιπολικού, ήταν μια πολιτική δολοφονία. Δεν έχει σημασία αν οι μπάτσοι δεν ήξεραν ποιον πυροβολούσαν. Σημασία έχει ότι ο σύντροφος ήταν εκεί και δρούσε στα πλαίσια μιας πολιτικής διαδικασίας. Μιας διαδικασίας που αποτελούσε μέρος ενός σχεδίου πολιτικού για την ανατροπή της οικονομικής και πολιτικής εξουσίας, για την προώθηση της επαναστατικής υπόθεσης. Γι’ αυτό και η δολοφονία του ήταν μια πολιτική” δολοφονία. Και όπως η φυλάκιση και η δίκη αυτή, έτσι και η δολοφονία του συντρόφου αποτελεί στιγμή του πρωτοφανούς σε σφοδρότητα πολέμου που η υπερεθνική οικονομική και πολιτική ελίτ με την αμέριστη στήριξη των Ελλήνων υπερασπιστών του συστήματος -καθεστωτικών πολιτικών, μπάτσων, δικαστών, μεγαλοδημοσιογράφων- διεξάγει εναντίον της κοινωνικής πλειοψηφίας. Είναι μέρος ενός πολέμου για τη διασφάλιση ότι η κοινωνία των αδυνάτων δεν θα βρει κανένα όπλο να στρέψει εναντίον της σύγχρονης χούντας. Είναι μέρος ενός πολέμου που διεξάγεται για να κλείσει ο μόνος δρόμος της κοινωνίας να βγει από το αδιέξοδο. Ο δρόμος της ανατροπής της οργανωμένης εξουσίας και των λακέδων της. Ένας δρόμος που δεν μπορεί παρά να περνά μέσα από την ένοπλη προλεταριακή αντεπίθεση.
Ο σύντροφος Λάμπρος Φούντας για εμένα δεν ήταν, δεν είναι νεκρός. Ήταν μαζί μου κατά τη σύλληψη, στα κρατητήρια της «αντιτρομοκρατικής», στη φυλακή. Ήταν μαζί μου κατά τη διάρκεια αυτής της δίκης. Ήταν, είναι και θα παραμείνει η άσβεστη φλόγα μιας επαναστατικής συλλογικότητας που δεν πρόκειται να σβήσει ποτέ. Ήταν είναι και θα παραμείνει μια φωνή που καλεί σε επαναστατική επαγρύπνηση, που δεν θα σωπάσει μέχρι τον τελικό στόχο: Το γκρέμισμα κάθε εξουσίας, την Επανάσταση. Είπα και νωρίτερα πως ήταν τιμή και χαρά μου να αναλάβω την πολιτική ευθύνη για συμμετοχή στον Επαναστατικό Αγώνα. Όμως ο σύντροφος Λάμπρος Φούντας ήταν ένα ισχυρό, ακατανίκητο κίνητρο για αυτή τη στάση μου. Ήταν χρέος μου και απέναντι του να μιλήσω για τις κοινές μας επιλογές αγώνα, να μιλήσω για την συλλογικότητά μας, να μιλήσω για τις πολιτικές μας θέσεις και στοχεύσεις. Ήταν χρέος μου να τον κρατήσω ζωντανό, κρατώντας ζωντανή κάθε στιγμή την ιστορία του Επαναστατικού Αγώνα. Ούτε στιγμή δεν αποτέλεσε για εμένα το «βαρύ φορτίο ενός νεκρού», όπως θα ήθελαν οι εχθροί μας. Αντιθέτως, έγινε ένα όπλο για να συνεχίσω τον πόλεμο εναντίον τους, έγινε ένα ισχυρό όπλο για να συνεχίσω να μάχομαι για την κοινή μας υπόθεση μέσα από τις φυλακές του καθεστώτος. Ο σύντροφος Λάμπρος Φούντας στις 10 του Μάρτη στα στενά της Δάφνης έγινε ένα ισχυρό όπλο της Επανάστασης.
Όπως η ανάληψη πολιτικής ευθύνης και η στάση μου από την πρώτη στιγμή της σύλληψης μου, έτσι και η πολιτική αυτή κατάθεση είναι ένας φόρος τιμής στον σύντροφο.
Γιατί όμως συγκεκριμένα έπεσε ο Λάμπρος Φούντας; Ποιο ήταν το πλαίσιο πολιτικής δράσης μέσα στο οποίο έγινε η συμπλοκή της Δάφνης;
Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα βρίσκεται στην ίδια την στρατηγική του Επαναστατικού Αγώνα έτσι όπως αυτή ξετυλίχτηκε το τελευταίο διάστημα πριν τη δολοφονία του συντρόφου και τις συλλήψεις μας. Και αυτή τη στρατηγική οφείλω πρώτα απ’ όλα να αναλύσω σε αυτό το κείμενο.
Όπως όλοι γνωρίζουμε, τον Μάρτη του 2010 ήταν ο μήνας που έμπαινε στην τελική ευθεία η διαδικασία υπαγωγής της χώρας στην εξουσία της τρόικας, δηλαδή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας καθώς το ελληνικό χρέος είχε από καιρό εκτιναχθεί σε επίπεδα που καθιστούσαν αδύνατη τη διαχείριση του. Οι υπερεθνικοί επενδυτικοί οίκοι, οι τράπεζες και μεγάλος αριθμός προσώπων της πολιτικής ελίτ -και της ελληνικής συμπεριλαμβανομένης- κερδοσκοπούσαν με τα ελληνικά ομόλογα, η χώρα βάδιζε ολοταχώς προς την πτώχευση και η υπερεθνική οικονομική και πολιτική ελίτ αντάλλαζε δημόσια ή παρασκηνιακά απόψεις για το «μέλλον της Ελλάδας», για το «αν πρέπει να διασωθεί» ή «αν πρέπει να αφεθεί να πτωχεύσει».
Η λύση που δόθηκε από την υπερεθνική ελίτ ήταν η λύση της ελεγχόμενης πτώχευσης, η οποία βαφτίστηκε σχέδιο «σωτηρίας» της χώρας. Αυτό το σχέδιο δεν αφορούσε φυσικά την αποφυγή της πτώχευσης αφού αυτή ήταν τετελεσμένο γεγονός πριν καν υπογραφεί η πρώτη μνημονιακή σύμβαση τον Μάιο του 2010. Το σχέδιο αυτό αφορούσε στην απόφαση να μπει η χώρα σε μια διαδικασία αργής και βασανιστικής ευθανασίας. Και αυτή η αργή διαδικασία θανάτου επελέγη για να αποφευχθούν οι ισχυροί κραδασμοί που θα είχε μια ανεξέλεγκτη πτώχευση για το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα και κατ’ επέκταση για το οικοδόμημα της ευρωζώνης και του ευρώ. Γιατί για την ευρωπαϊκή ελίτ, όπως είναι φυσικό, σημαντικό ζήτημα δεν είναι η «σωτηρία της Ελλάδας». Αυτή πάντα εξ’ άλλου ήταν ένα εργαλείο άντλησης κέρδους για το υπερεθνικό κεφάλαιο. Ήταν μια οικονομία αναλώσιμη. Το ζήτημα ήταν και θα είναι η σωτηρία του ευρωπαϊκού νομίσματος και η αποφυγή μιας κατάρρευσης του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος. Ήταν και είναι δηλαδή η εξασφάλιση ότι δεν θα πληγεί η οικονομική ελίτ από την κρίση.
Το σχέδιο «σωτηρίας» αφορούσε σε μια σταδιακή στάση πληρωμών στο εσωτερικό με την παράλληλη διασφάλιση ότι οι πιστωτές της, δηλαδή οι μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες, οι υπερεθνικοί χρηματοοικονομικοί οίκοι και οι κροίσοι του πλανήτη που βρίσκονται πίσω από αυτούς, δεν θα ζημιώνονταν από αυτή τη διαδικασία. Και αυτό όπως γνωρίζουμε, το διασφάλισαν με τις μνημονιακές συμβάσεις, με την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους και με την πρόσφατη διαδικασία επαναγοράς ομολόγων, που μετέφερε μέρος του στην ΕΚΤ και που ουσιαστικά οδήγησε στη διάχυση του κινδύνου της ελληνικής κατάρρευσης προς την ευρωπαϊκή κοινωνική βάση η οποία και θα καλεστεί να πληρώσει το τίμημα της διάσωσης του ελληνικού οικονομικού και πολιτικού καθεστώτος.
Για την Ελλάδα η συνέπειες αυτών των αναδιαρθρώσεων του χρέους δεσμεύει στην ουσία πολλές γενιές στα δεσμά ενός χρέους που-συνεχώς αυξάνεται και είναι αδύνατο να αποπληρωθεί. Πρόκειται για ένα χρέος πολλών δεκαετιών, που σε ένα μεγάλο μέρος του αφορά ακόμα και προπολεμικά δάνεια, τα οποία μέσω αναδιαπραγματεύσεων και ρυθμίσεων που επιβλήθηκαν από τους δανειστές, υποχρεώνεται ο λαός να τα ξεπληρώνει έως σήμερα. Χρέος που έχουν συμβάλει όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ο1) αιώνα είτε για να τονώσουν με ρευστότητα την εγχώρια και ξένη ελίτ είτε για να αποπληρώσουν παλαιότερα δάνεια. Χρέος που δεν αφορούσε ποτέ τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου της κοινωνικής βάσης, αλλά μόνο την ενίσχυση των οικονομικά ισχυρών και την «οικονομική αποκατάσταση» της ντόπιας πολιτικής ελίτ.
Το δίλημμα που πρόβαλε η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ το 2010 και που έκτοτε προβάλλουν όλες οι κυβερνήσεις «σωτηρία της χώρας ή χρεοκοπία» είναι παντελώς ψευδές και παραπλανητικό. Τέτοιο δίλημμα ούτε ίσχυε ποτέ ούτε ισχύει σήμερα. Το ερώτημα που τίθεται και που αφορά τις αντιθέσεις και τα διάφορα συμφέροντα στο εσωτερικό της υπερεθνικής ελίτ ήταν και είναι υπό ποια διαδικασία θα πραγματοποιηθεί αυτή η χρεοκοπία. Αν θα γινόταν γρήγορα ή αργά και βασανιστικά όπως συμβαίνει σήμερα, αν θα γινόταν εντός της ΟΝΕ ή εκτός αυτής, αν θα γινόταν με νόμισμα το ευρώ ή με τη δραχμή. Σε κάθε περίπτωση τα κοράκια της υπερεθνικής οικονομικής και πολιτικής εξουσίας που πετούν πάνω από το πτώμα της ελληνικής οικονομίας έτοιμα να αρπάξουν, να λεηλατήσουν ότι έχει αξία στον τόπο, ήταν σύμφωνα στο γεγονός ότι η Ελλάδα θα έπρεπε να μπει υπό την πλήρη κηδεμονία, υπό την πλήρη υποταγή στην υπερεθνική ελίτ με ομάδα κρούσης τους δανειστές. Και κυρίως θα έπρεπε να έχει διασφαλιστεί ότι τη στιγμή που η χώρα θα περάσει ολοκληρωτικά στα χέρια των δανειστών, αυτοί θα παραλάβουν μια άβουλη και πειθήνια μάζα ανθρώπων που θα είναι πλήρως υποταγμένη στις επιθυμίες των αφεντικών, διαθέσιμη να δουλεύει με τους χειρότερους δυνατούς εργασιακούς όρους χωρίς να διεκδικεί, χωρίς να αγωνίζεται.
Για την επίτευξη αυτών των στόχων αρχικά φρόντισε η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ που υπέγραψε το πρώτο μνημόνιο, την πιο σκληρή σύμβαση με δανειστές που έχει υπογραφεί μεταπολεμικά σε οποιαδήποτε χώρα. Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμα και συμμετέχοντες στο ΔΝΤ είχαν εκφράσει την έκπληξη τους για «την ευκολία που ο Παπανδρέου ξεπούλησε τη χώρα του, αποδεχόμενος χωρίς καμία ένσταση και χωρίς να προβάλει την επιθυμία για διαπραγμάτευση, ένα πρόγραμμα που είναι πιο σκληρό από οποιοδήποτε άλλο έχει ποτέ επιβάλει στο παρελθόν το ΔΝΤ σε οποιαδήποτε άλλη χώρα».
Μέσα από τη διαδικασία της ελεγχόμενης χρεοκοπίας τα τελευταία δυο χρόνια και με την βοήθεια των συμβάσεων που υπογράφουν σι κυβερνήσεις και των συμφωνιών που κάνουν με τους μηχανισμούς «διάσωσης», έχουν καταργηθεί εργασιακά κεκτημένα, έχουν κατακρεουργηθεί μισθοί και συντάξεις, έχουν καταργηθεί επιδόματα, έχουν καταστραφεί τα συνταξιοδοτικά ταμεία και δεν αργεί η στάση πληρωμών στους συνταξιούχους. Η στάση πληρωμών είναι εδώ και μήνες γεγονός για το εσωτερικό της χώρας, με τους εργαζόμενους του δημοσίου (δασκάλους, καθηγητές, νοσηλευτές, γιατρούς κλπ) να παραμένουν απλήρωτοι για πολλούς μήνες. Η εσωτερική στάση πληρωμών έχει ως αποτέλεσμα να βρίσκεται υπό κατάργηση η δημόσια περίθαλψη, νοσοκομεία να υπολειτουργούν και να κλείνουν, σχολεία, παιδικοί σταθμοί και σχολές το ίδιο, πολλές δημόσιες υπηρεσίες να παρακμάζουν και να καταργούνται. Αφού το ελληνικό κράτος κήρυξε αρχικά στάση πληρωμών για τις υποχρεώσεις του προς τις μικρές επιχειρήσεις οδηγώντας τες στο κλείσιμο, προχωράει σε στάσεις πληρωμών και την κατάργηση της μιας μετά την άλλη των δημόσιων υπηρεσιών. Αν αυτό δεν λέγεται πτώχευση τότε πώς λέγεται; Και όλα αυτά σε μια «υπό καθεστώς σωτηρίας από τη χρεοκοπία Ελλάδα», η οποία λόγω του υψηλού κόστους δανεισμού μπορεί μεν να έχει αποκλειστεί από τις αγορές ομολόγων, όμως οι κυβερνήσεις εξακολουθούν να εκδίδουν έντοκα γραμμάτια μικρής διάρκειας με εξωφρενικά επιτόκια για να καλύπτουν τις τρέχουσες κρατικές ανάγκες, αφού τα οικονομικά πακέτα από την τρόικα πάνε στο μεγαλύτερο μέρος τους στη στήριξη των τραπεζών, εκτοξεύοντας το χρέος σε επίπεδα που καθιστούν γελοία ακόμα και την πιο απαισιόδοξη εκτίμηση του ΔΝΤ για την εξέλιξη του. Το ίδιο ισχύει και για το τελευταίο οικονομικό πακέτο από την τρόικα, για το οποίο ψηφίστηκε το δεύτερο και σκληρότερο μνημόνιο τελικής εξόντωσης των προλετάριων αυτού του τόπου. Με λογιστικές αλχημίες και με ψεύτικες εκθέσεις για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους από την Ε.Ε. προβάλλεται μια εικονική σταθερότητα που σύντομα θα σαρώσει η σκληρή πραγματικότητα του οικονομικού τέλματος. Η κατάρρευση παρά τις όποιες προσπάθειες στήριξης του καθεστώτος από την τρόικα είναι μη αναστρέψιμη, όμως η ελίτ θέλει πριν να έχει ολοκληρωθεί η οικονομική και πολιτική κατοχή της χώρας. Στην «υπό καθεστώς σωτηρίας Ελλάδα» η φτώχεια έχει φτάσει στα μεγαλύτερα επίπεδα μετά από τον 2° παγκόσμιο πόλεμο. Η πραγματική ανεργία έχει φτάσει το 35%, και για τους νέους το 50%. Η περιθωριοποίηση απειλεί όλο και πλατύτερα στρώματα του πληθυσμού, οι άστεγοι, οι άνθρωποι που έχουν περάσει στην απόλυτη φτώχεια είναι όλο και περισσότεροι. Αυτοί που υποσιτίζονται αυξάνονται κάθε μέρα, οι λιποθυμίες μαθητών στα σχολεία από την πείνα είναι καθημερινό φαινόμενο, χιλιάδες είναι αυτοί που τρέχουν στα συσσίτια και οι θάνατοι από έλλειψη τροφής δεν θα αργήσουν να κάνουν την εμφάνιση τους. Οι άνθρωποι κάθε ηλικίας που ψάχνουν στα σκουπίδια των λαϊκών αγορών για φαγητό γίνονται όλο και περισσότεροι, αναδεικνύοντας το τέλμα μιας κοινωνίας. Όμως-αυτοί που όπως φαίνεται θα αποτελέσουν το πρώτο μεγάλο τμήμα της κοινωνίας που θα απειληθεί με θάνατο λόγω της κρίσης -μετά από τις 2000 και πλέον καταγεγραμμένες αυτοκτονίες των απελπισμένων από την οικονομική ανέχεια που τους έριξε το σύστημα- θα είναι οι φτωχοί γέροντες και οι γερόντισσες αυτού του τόπου, που δεν θα έχουν καμία δυνατότητα να αντιμετωπίσουν τις αρρώστιες των γηρατειών ή το κρύο του χειμώνα. Για ποια «σωτηρία της χώρας από τη χρεοκοπία» λοιπόν, μιλούν οι ελληνικές κυβερνήσεις, τη στιγμή που αυτή η χρεοκοπία έχει σχεδόν ολοκληρωθεί; Μιλούν για την αποφυγή της εγκατάλειψης της χώρας από την υπερεθνική ελίτ. Αυτό έχει σημασία για την ντόπια πολιτική εξουσία. Τι είναι αυτό που οι καθεστωτικοί πολιτικοί στην Ελλάδα επιχειρούν με την πλήρη υπαγωγή της χώρας στην εξουσία των δανειστών και των υπερεθνικών πολιτικών και οικονομικών οργάνων τους; Είναι ο θάνατος ενός λαού, η εκποίηση της χώρας και η διασφάλιση του πλούτου της υπερεθνικής ελίτ. Και βασική προϋπόθεση για να γίνουν αυτά πράξη είναι να μην υπάρξει κοινωνική αντίδραση.
«Η χώρα βαδίζει ακροβατώντας στο χείλος της αβύσσου και μια ένοπλη οργάνωση θα μπορούσε να τη γκρεμίσει», θα μπορούσε να πει ένας καθεστωτικός πολιτικός. «Μια ένοπλη οργάνωση θα μπορούσε να συμβάλει στην χρεοκοπία της χώρας και την καταστροφή της».
Ο Επαναστατικός Αγώνας επειδή γνώριζε από την αρχή τι σήμαινε «σωτηρία της χώρας» επέλεξε να δράσει προς την κατεύθυνση της παρεμπόδισης αυτού του είδους της «σωτηρίας». Μιας «σωτηρίας» που αφορούσε μόνο την προνομιούχα οικονομικά και πολιτικά τάξη και όχι το λαό. Αυτή η «σωτηρία» και οι όροι της είναι η καταστροφή όλων των προλετάριων, είναι η καταστροφή της χώρας συνολικά. Αυτή τη «σωτηρία» ο Επαναστατικός Αγώνας επιδίωκε να αποτρέψει.
Η πολιτική ηγεσία που εξουσιάζει αυτόν τον τόπο και τα πάσης φύσεως φερέφωνα της υπερεθνικής άρχουσας τάξης με τα ΜΜΕ πρωτοστάτες, προωθούν διάφορα θεωρητικά σχήματα για την κρίση και τους υπαίτιους αυτής (ο καταναλωτισμός των μικρομεσαίων και των φτωχών, η διαφθορά του δημοσίου που πρέπει να παταχθεί -σε αυτό συμπεριλαμβάνονται οι παιδικοί σταθμοί που κλείνουν- οι υψηλές συντάξεις και οι μισθοί…) και κυρίως στηρίζουν την αναγκαιότητα της κοινωνικής πειθαρχίας και υποταγής, της μη αντίδρασης στα σχέδια που προωθούνται.
Η κοινωνική αντίσταση είναι ο μόνος παράγοντας που θα μπορούσε να αποτρέψει αυτές τις εξελίξεις. Μια αντίσταση όμως που θα ήταν απαγκιστρωμένη από κάθε είδους καθεστωτική θέση για την κρίση και τις αιτίες της, μια αντίσταση που δεν θα υπέκυπτε σε εκβιασμούς και ψευτοδιλήμματα της κυριαρχίας, που δεν θα έκανε πίσω στην καταστολή η οποία θα ήταν αναπόφευκτα σφοδρή και άμεση.
Ο Επαναστατικός Αγώνας δεν είχε ποτέ ψευδαισθήσεις για το είδος της κρίσης, τους υπεύθυνους και τις προοπτικές της. Πάντα πιστεύαμε και έχει καταγραφεί και στις προκηρύξεις της οργάνωσης, πως η χρεοκοπία ήταν μη αναστρέψιμη. Όμως όσο περισσότερο αργεί αυτή η εξέλιξη λόγω των μεθόδων στήριξης του καθεστώτος από την τρόικα, τόσο περισσότερο οι προλετάριοι βυθίζονται στο οικονομικό και κοινωνικό τέλμα, τόσο πιο μεγάλη γίνεται η κοινωνική παράλυση στην πρωτοφανή επίθεση των εξουσιαστών.
Γι’ αυτό και για την οργάνωση ζητούμενο ήταν να αποφευχθεί η υπαγωγή της χώρας στο καθεστώς εξουσίας της τρόικας, να μην ψηφιστεί καμία σύμβαση υποθήκευσης των περιουσιακών στοιχείων της χώρας στους δανειστές, να μην ψηφιστεί κανένα μνημόνιο, να μην επιχειρηθεί η επίθεση στα φτωχά κοινωνικά στρώματα που σήμερα έχει πάρει διαστάσεις ανυπολόγιστες για εκατομμύρια συνανθρώπους μας. Να προχωρούσε άμεσα η χώρα σε μια στάση πληρωμών, χωρίς να έχει πριν διασφαλιστεί κανένα δικαίωμα για τους δανειστές.
Η Ελλάδα ήταν μια ευκαιρία για την υπερεθνική ελίτ να πειραματιστεί σε μια νέου τύπου χρεοκοπία εντός μιας οικονομικής ζώνης όπως το ευρώ και με τους πιο ανελέητους για την κοινωνική πλειοψηφία όρους που έχουν επιβληθεί ποτέ στη σύγχρονη ιστορία. Μια ένοπλη επαναστατική οργάνωση με καίριες ενέργειες που θα έπλητταν τα συμφέροντα της οικονομικής και πολιτικής εξουσίας, θα μπορούσε ακόμα και να ακυρώσει τις όποιες προοπτικές για κατοχή της χώρας και για το ειρηνικό ξεπούλημα των ανθρώπων και του τόπου ολόκληρου στους δανειστές. Μια ένοπλη οργάνωση με στρατηγική και σχέδιο θα μπορούσε να συμβάλει καθοριστικά ακόμα και στη ματαίωση σχεδίων της οικονομικής και πολιτικής εξουσίας. Και αυτό θα γινόταν με την ακύρωση της ειρηνικής έλευσης και ποδηγέτησης του τόπου από τα κοράκια της υπερεθνικής ελίτ που λυμαίνονται τους λαούς με όπλο το χρέος. Μια ένοπλη επαναστατική οργάνωση που θα είχε τη δυνατότητα και τη βούληση να κηρύξει πόλεμο στην οικονομική και πολιτική εξουσία προχωρώντας σε χτυπήματα που θα αποδυνάμωναν ένα ήδη σοβαρά λαβωμένο από τη συστημική κρίση καθεστώς, θα μπορούσε να συμβάλει στην εγκατάλειψη του ελληνικού οικονομικού και πολιτικού καθεστώτος από την υπερεθνική ελίτ, να φέρει τη χώρα πιο κοντά σε μια άμεση και ανεξέλεγκτη χρεοκοπία, πριν ακόμα περαστούν οι θηλιές στο λαιμό των προλετάριων. Θα μπορούσε να παίξει καθοριστικό ρόλο στην ακόμα μεγαλύτερη αποσταθεροποίηση του συστήματος. Γιατί το σύστημα είναι πραγματικά πολύ ευάλωτο. Και η ιδιαίτερα σκληρή στάση των εξουσιαστών δεν είναι παρά το αποτέλεσμα της αδυναμίας τους να συντηρήσουν ένα ιδιαίτερα εύθραυστο, ένα άρρωστο, ένα μη βιώσιμο οικονομικό και πολιτικό καθεστώς, το οποίο πλέον «απολαμβάνει» τη μεγαλύτερη απονομιμοποίησή του στην κοινωνία.
Μια ένοπλη επαναστατική οργάνωση με την κατάλληλη δράση θα μπορούσε να μεγαλώσει τον φόβο και να επιφέρει τον πανικό στους ήδη φοβισμένους από την συστημική κρίση κατόχους και διαχειριστές του υπερεθνικού κεφαλαίου. Να τους κάνει να σκεφτούν τα ρίσκα για την όποια οικονομική επένδυση σε μια ταραγμένη κοινωνικά και πολιτικά χώρα. Να τους κάνει να σκεφτούν σοβαρά αν θέλουν να εμπλακούν εν μέσω μιας περιόδου βαθιάς οικονομικής κρίσης σε μια χώρα όπου διεξάγεται ένοπλη αντίσταση στο καθεστώς. Γιατί η πραγματική σωτηρία όλων μας θα κριθεί από τη δυνατότητα μας να σωθούμε από την οικονομική ελίτ.
Δεν θα μπορούσε η ένοπλη δράση σε κάθε εποχή να έχει τέτοια αποτελέσματα. Η περίοδος πριν την ψήφιση του μνημονίου, μέσα στην οποία έγινε και το κατασταλτικό χτύπημα στον Επαναστατικό Αγώνα, ήταν η καταλληλότερη περίοδος για να πληγεί το καθεστώς, καθώς κανένα σχέδιο χειρισμού της ελληνικής πτώχευσης δεν υπήρχε ακόμα, η ελληνική κυβέρνηση εκλιπαρούσε την ευρωπαϊκή ελίτ για στηρίγματα, κανένας μηχανισμός που θα διασφάλιζε την απομόνωση της «άρρωστης» Ελλάδας δεν είχε διαμορφωθεί, η κρίση χρέους δεν είχε ακόμη χτυπήσει άλλες ευρωπαϊκές χώρες ώστε να καθίσταται ζήτημα επιτακτικής ανάγκης για την ευρωπαϊκή σταθερότητα η στήριξη του ελληνικού οικονομικού συστήματος, ενώ και τα κρατικά ταμεία ήταν άδεια.
Όμως, παρά το γεγονός ότι σήμερα η υπερεθνική ελίτ έχει προχωρήσει ένα σχέδιο αντιμετώπισης μιας -αναπόφευκτης- ανεξέλεγκτης ελληνικής κατάρρευσης, όλη την τρέχουσα περίοδο το σύστημα του καπιταλισμού και της οικονομίας της αγοράς βρίσκεται στον αέρα. Οι βάσεις που στηρίζεται είναι πολύ σαθρές, οι νέοι υπερεθνικοί οικονομικοί και πολιτικοί μηχανισμοί που απαιτούνται για να αντιμετωπίσει το σύστημα τη διεθνή κρίση δεν έχουν διαμορφωθεί και μια διευρυμένη ένοπλη κοινωνική επίθεση θα μπορούσε να το ανατρέψει με σχετική ευκολία. Και μιλάω για ένοπλη κοινωνική επίθεση γιατί φυσικά, μια ένοπλη οργάνωση δεν υποκαθιστά μια μαζική ένοπλη προλεταριακή επίθεση στο καθεστώς η οποία και είναι η μόνη ικανή να φέρει την Επανάσταση. Όμως, μια ένοπλη οργάνωση σήμερα θα μπορούσε να δώσει σημαντική ώθηση στις πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις προς μια κατεύθυνση ενισχυτική για την επαναστατική υπόθεση. Γιατί μια στριμωγμένη πολιτική εξουσία που λόγω σφοδρών κοινωνικών αντιστάσεων και ένοπλων επιθέσεων στρατηγικού χαρακτήρα δεν θα κατάφερνε να πείσει τους υπερεθνικούς οικονομικούς και πολιτικούς μηχανισμούς για την ικανότητα της να διαχειριστεί μια ειρηνική μετάβαση στη χρεοκοπία, θα κατέρρεε κάτω από το βάρος της κοινωνικής πίεσης και χωρίς τα στηρίγματα της υπερεθνικής πολιτικής ελίτ. Μια ανεξέλεγκτη χρεοκοπία και μια πολιτική κατάρρευση θα συνοδευόταν από κοινωνική έκρηξη. Μια γενικευμένη εξέγερση θα δημιουργούσε την κατάλληλη συνθήκη για την προώθηση της επαναστατικής υπόθεσης. Αυτό για εμάς ήταν το ζητούμενο.
Η πεποίθηση μας για τις συνθήκες πανικού που θα μπορούσε να επιφέρει στις λεγόμενες αγορές -λέγοντας αγορές εννοούμε την υπερεθνική οικονομική ελίτ- μια ένοπλη επαναστατική οργάνωση με τη δράση της, πηγάζει από την γνώση και την ανάλυση για τη φύση της κρίσης, τις μορφές εκδήλωσης της, τα αδιέξοδα που αντιμετωπίζει η οικονομική εξουσία, ακόμα και την ψυχολογία των αγορών και τους τρόπους λειτουργίας τους. Οι ίδιοι οι εκφραστές της οικονομικής ελίτ έχουν μιλήσει αρκετά για τον εαυτό τους και για τις αγορές στις οποίες κινούνται. Ένας από αυτούς, γνωστός μεγαλοκερδοσκόπος που έχει πλούσιο παρελθόν στην κερδοσκοπία πάνω στα κρατικά χρέη και την αξιοποίηση οικονομικών καταρρεύσεων για τον προσωπικό του πλουτισμό, είχε παρομοιάσει τις αγορές με αγέλη από γαζέλες. Όπως αυτές έτσι και οι αγορές, είχε πει, «δεν τρέχουν στη θέα ενός λιονταριού, αλλά στην ιδέα ότι ένα λιοντάρι θα τους επιτεθεί». Αυτή η αναφορά είχε γίνει επ’ αφορμή της κρίσης στη νοτιοανατολική Ασία όπου οι αγορές κερδοσκοπώντας άγρια πάνω στο χρέος των χωρών αυτών, τις εγκατέλειψαν μαζικά φοβούμενες την πιθανή κατάρρευση. Η μαζική φυγή μεγάλου όγκου κεφαλαίων από τις χώρες αυτές επέσπευσε τελικά την κατάρρευση. Όπως έχουν πει πολλοί κεφαλαιοκράτες και διαχειριστές μεγάλων κεφαλαίων, αυτό το φαινόμενο είναι κάτι σαν μια «αυτοεκπληρούμενη προφητεία». Φοβούμενες οι αγορές ότι θα καταρρεύσει μια χώρα, την εγκαταλείπουν επισπεύδοντας την κατάρρευση. Η διαμόρφωση όμως των συνθηκών για την οικονομική κατάρρευση μιας χώρας γίνεται με την είσοδο των επενδυτικών κεφαλαίων, και η φυγή τους απλώς ολοκληρώνει τη διαδικασία. Και όσο μεγαλύτερος είναι ο όγκος αυτών των κεφαλαίων τόσο πιο καταστροφική η κατάρρευση.
Ο Επαναστατικός Αγώνας επιδίωκε να εγκαταλείψει τη χώρα η «αγέλη» των αγορών άμεσα, με όπλο τη μεγέθυνση του φόβου που γέννησε η εκδήλωση της κρίσης και η απουσία προοπτικής διεξόδου από αυτήν.
Η Ελλάδα εδώ και καιρό είναι ουσιαστικά χρεοκοπημένη. Οι κεφαλαιοκράτες ανά την υφήλιο κάθονται στην κυριολεξία πάνω σε βουνά από ρευστό το οποίο αρνούνται να επενδύσουν λόγω της κρίσης και των μειωμένων κερδών. Το χρηματοπιστωτικό σύστημα το οποίο δημιούργησε την παγκόσμια αρχιτεκτονική μεγέθυνσης του καπιταλισμού τα τελευταία χρόνια βρίσκεται σε αδιέξοδο και απειλείται με νέες μεγάλες καταρρεύσεις. Είναι γνωστό πως η ελληνική αγορά έχει στεγνώσει από ρευστό και οι επιχειρήσεις κλείνουν η μια μετά την άλλη. Το μόνο που υπάρχει όρθιο στη χώρα είναι ένα πολιτικό οικοδόμημα χωρίς κοινωνικά ερείσματα από τους δοσίλογους των κυβερνήσεων και των καθεστωτικών πολιτικών που στηρίζουν ένα ετοιμόρροπο σύστημα ζητιανεύοντας πίστωση χρόνου από τα μεγάλα αφεντικά τους στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ καθώς και χρήματα για να ξεπληρώνουν τα υπό λήξη ομόλογα και να στηρίξουν το τραπεζικό σύστημα.
Στην ουσία ελληνική οικονομία αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει. Καθεστωτικοί αναλυτές δηλώνουν πως δεν υπάρχει ούτε παγκόσμια οικονομία που να λειτουργεί. Το μόνο που εξασφαλίζει τη μη κατάρρευση του καθεστώτος είναι η κοινωνική ειρήνη. Αυτός είναι και ο μόνος λόγος που η οικονομική ελίτ δεν έχει διαγράψει εντελώς την Ελλάδα και καραδοκεί για να επιτεθεί και να αρπάξει ότι έχει αξία από το ελληνικό πτώμα.
Και αυτή η διαδικασία εντάσσεται όχι στην προοπτική ξεπεράσματος της κρίσης, αλλά σε μια πρακτική που υιοθετείται ευρέως σε περιόδους κρίσης κατά τις οποίες, όπως είχε κυνικά δηλώσει ο Άντριου Μέλλον, τραπεζίτης και υπουργός οικονομικών των ΗΠΑ κατά την περίοδο της κρίσης του ’29 -στον οποίο είχα αναφερθεί ξανά σε τοποθέτηση μου κατά τη διάρκεια της δίκης- «οι πόροι επιστρέφουν στους δικαιούχους τους». Μόνο που οι ελίτ δεν είναι οι δικαιούχοι του κοινωνικού πλούτου και ούτε αυτοί που τον παρήγαγαν. Είναι αυτοί που τον ιδιοποιούνται, που τον κλέβουν από τους προλετάριους.
Χωρίς ταξική και κοινωνική ειρήνη δεν θα είχαν καταφέρει τα ελληνικά πολιτικά αφεντικά τίποτα. Δεν θα είχαν καταφέρει να πείσουν τους Ευρωπαίους προϊστάμενους εταίρους τους να «σώσουν» την Ελλάδα. Χωρίς ταξική και κοινωνική ειρήνη δεν θα είχαν καταφέρει να διατηρήσουν το ενδιαφέρον για τους «γύπες του χρέους», τα γνωστά vulture funds που βρίσκονται σε στενή συνεργασία με όλες τις μεγάλες επενδυτικές τράπεζες και που ήδη έχουν εγκατασταθεί στη χώρα περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή για να αγοράσουν για ένα κομμάτι ψωμί επιχειρήσεις, φυσικό πλούτο, γη, νησιά, ανθρώπους. Ανθρώπους πεινασμένους και απελπισμένους. Χωρίς ταξική και κοινωνική ειρήνη δεν θα μπορούσαν οι αετονύχηδες της πολιτικής εξουσίας να τζογάρουν στα χρηματιστήρια του χρέους τα ελληνικά ομόλογα και τη χώρα ολόκληρη σε συνεργασία με τις τράπεζες και τους «αξιοσέβαστους» μεγαλοεπενδυτές των heads funds, προσφέροντας τους μεγάλα κέρδη και λαμβάνοντας και οι ίδιοι οι πολιτικοί με τις οικογένειες τους σεβαστό μερίδιο. Αυτό έδειξε η υπόθεση της οικογένειας Παπανδρέου με τον πρωθυπουργό Γιώργο να εντείνει με τις πρακτικές του την εκτίναξη των spreads στα ελληνικά ομόλογα και τον αδελφό του να ακολουθεί προβαίνοντας σε αγοραπωλησίες που απέφεραν εκατομμύρια ευρώ στην οικογένεια. Και αυτό είναι ένα μόνο παράδειγμα που έγινε γνωστό. Γιατί μόνο τυφλός δεν έβλεπε τα μεγάλα κόλπα με το χρέος που έπαιζαν οι ημεδαποί πολιτικοί, οι οποίοι ανάμεσα στις πατριωτικές κορώνες που έβγαζαν για τη «σωτηρία της χώρας από την καταστροφή της χρεοκοπίας» πραγματοποιούσαν σειρά συναντήσεων με παράγοντες της αγοράς, όπου πίσω από τις κλειστές πόρτες των γραφείων των τραπεζιτών και των πάσης φύσης μεγαλοεπενδυτών πουλούσαν και αγόραζαν τη χώρα με το αζημίωτο, φυσικά. Μια πρακτική που ήταν σε έξαρση στην αρχή της μνημονιακής περιόδου, συνεχίζεται με αμείωτη ένταση έως σήμερα και θα συνεχιστεί για πολύ ακόμα, μέχρι να τους πετάξει ο ελληνικός λαός από τις καρέκλες τους, μέχρι να ανατρέψει το καθεστώς της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας που με τόσο δουλικό τρόπο υπηρετεί την οικονομική ελίτ και που οι συμμετέχοντες σε αυτή απολαμβάνουν τα προνόμια του καπιταλισμού ληστεύοντας, εξαπατώντας, τρομοκρατώντας, δολοφονώντας τους κοινωνικά αδύνατους.
Χωρίς ταξική και κοινωνική ειρήνη δεν θα μπορούσαν να επιβάλουν τα απανωτά μνημόνια, με το ένα πιο σκληρό από το προηγούμενο.
Χωρίς ταξική και κοινωνική ειρήνη δεν θα μπορούσαν οι καθεστωτικοί πολιτικοί να επιβάλουν τα μέτρα τα εργασιακά που έχουν επιβάλει με τα απανωτά μνημόνια, το ένα πιο σκληρό από το προηγούμενο, και να ξηλώσουν το ένα μετά το άλλο τα εργασιακά κεκτημένα που είναι κληρονομιά αγώνων και εξεγέρσεων. Που είναι κοινωνική κληρονομιά αγώνων που έδωσαν εργάτες χύνοντας το αίμα τους.
Δεν θα μπορούσαν να επιβάλουν σήμερα τις Ειδικές Οικονομικές Ζώνες, το νέο αποικιοκρατικό επιχειρηματικό μοντέλο με βάση το οποίο θα ιδιωτικοποιηθούν ολόκληρες περιοχές της χώρας που δεν θα υπόκεινται σε κανένα εθνικό έλεγχο, δεν θα υπόκεινται σε φορολόγηση και νομικούς ελέγχους, και εντός αυτών των ζωνών η ελίτ θα εφαρμόζει τους χειρότερους εργασιακούς όρους που έχουν ποτέ υπάρξει, θα εκμεταλλεύεται όποιον θέλει, για όσο θέλει και όπως θέλει. Αυτή την εντολή έχει δώσει η υπερεθνική άρχουσα τάξη, αυτή την εντολή έδωσαν ωμά και οι Γερμανοί βιομήχανοι δια στόματος του επικεφαλή του συνδέσμου τους, Hans Peter Keitel, o οποίος κυνικά δήλωσε στις 10 Σεπτεμβρίου πως «όλη η Ελλάδα θα έπρεπε να γίνει ένα είδος ειδικής οικονομικής ζώνης». Ποιος θα το αποτρέψει αυτό; Οι ελληνικές κυβερνήσεις, όλα τα κόμματα του κοινοβουλίου ούτε θέλουν ούτε μπορούν να αποτρέψουν την οικονομική ποδηγέτηση της χώρας από τους δανειστές. Ούτε θέλουν ούτε μπορούν επίσης, να αποτρέψουν τη μετατροπή της σε διασπασμένα φέουδα με γερμανική πολιτική διοίκηση, συνθήκη που προωθεί αυτή την περίοδο η γερμανική πολιτική ελίτ σε ένα μοναδικό πανευρωπαϊκά πείραμα. Αυτή η κίνηση εντάσσεται στο σχέδιο της οικονομικής και πολιτικής ολοκλήρωσης της Ευρώπης με την υπαγωγή των χωρών στην εξουσία ενός ευρωπαϊκού κράτους και με τη γερμανική ελίτ στην κορυφή της ιεραρχίας. Και δεν είναι λίγοι οι τοπικοί πολιτικοί άρχοντες που έχουν ήδη αποδεχτεί τα νέα αφεντικά τους.
Στην ίδια κατεύθυνση ξεπουλήματος της χώρας και του λαού της εντάσσεται και η νομοθεσία για τις επενδύσεις με τη διαδικασία fast track, με την οποία παραχωρείται χωρίς ανταλλάγματα η εκμετάλλευση υποδομών και φυσικού πλούτου. Και η κορύφωση του ξεπουλήματος είναι η βεβαίωση από τον Σαμαρά ότι σύντομα θα πουληθούν ελληνικά νησιά. Αυτή είναι για την πολιτική ελίτ του τόπου η προοπτική της «ανάπτυξης και της εξόδου της χώρας από την κρίση χρέους». Είναι ταυτισμένοι όλοι οι καθεστωτικοί πολιτικοί με τα συμφέροντα των οικονομικά ισχυρών και δεν έχουν κανένα ενδοιασμό να ξεπουλήσουν τα πάντα.
Για να επιτευχθούν όλα αυτά χρειάζεται ταξική και κοινωνική ειρήνη. Χρειάζεται πλήρης κοινωνική υποταγή. Και αυτή η ταξική και κοινωνική ειρήνη είναι πρωταρχικά που οδηγεί τον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων να δηλώνει πως «νοιώθουμε ασφαλείς να δανείσουμε την Ελλάδα».
Χωρίς ταξική και κοινωνική ειρήνη δεν θα μπορούσε καμία κυβέρνηση να υπογράψει και να εφαρμόσει κανένα μνημόνιο, το οποίο μεταξύ όλων των άλλων προνομίων που παρέχει στους πιστωτές του ελληνικού κράτους, υπόκειται στο αποικιοκρατικής φύσης αγγλικό δίκαιο εξασφαλίζοντας ότι καμία κυβέρνηση δεν θα μπορεί να το αμφισβητήσει με νομικούς όρους ακυρώνοντας τις σκληρές συνθήκες στις οποίες υποβάλει έναν ολόκληρο λαό προκειμένου να μη θιγούν τα συμφέροντα των πλουσίων. Χωρίς ταξική και κοινωνική ειρήνη δεν θα μπορούσε να εφαρμοστεί το σχέδιο της ελεγχόμενης χρεοκοπίας, με την οποία η ελίτ αποσκοπούσε στη διατήρηση του καθεστωτικού οικοδομήματος.
Χωρίς ταξική και κοινωνική ειρήνη δεν θα μπορούσαν οι κυβερνήσεις να προχωρήσουν στη διάπραξη σειράς εγκλημάτων, όπως ήταν αυτό της αγοράς από τα ασφαλιστικά ταμεία ελληνικών ομολόγων που οι ξένες τράπεζες προσπαθούσαν να ξεφορτωθούν από το 2010. Όταν η τρόικα και η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισαν να προχωρήσουν σε κούρεμα του χρέους με το γνωστό PS1, το κούρεμα αφορούσε αυτά τα ομόλογα που οι ξένες τράπεζες με τη διαμεσολάβηση της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ φόρτωσαν στα ασφαλιστικά ταμεία φέρνοντας τα ένα βήμα πριν την κατάρρευση. Αυτό το «νόμιμο» έγκλημα ποιος θα το πληρώσει;
Χωρίς ταξική και κοινωνική ειρήνη δεν θα σκεφτόταν καν η κυβέρνηση συνεργασίας ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΔΗΜΑΡ να αποδεχτούν την εφαρμογή των μέτρων του δεύτερου κατά σειρά μνημονίου που ψηφίστηκε πρόσφατα και που όπως ομολογείται πλέον ακόμα και από καθεστωτικές φωνές, πρόκειται για το μεγαλύτερο κοινωνικό ολοκαύτωμα που θα έχει συντελεστεί στη σύγχρονη ιστορία, προκειμένου να λάβουν οι κυβερνώντες για μια ακόμη φορά ένα οικονομικό πακέτο το μεγαλύτερο μέρος του οποίου θα πάει για την ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών ώστε να αποφευχθεί η κατάρρευση τους και να μην πληγεί η κεφαλαιακή επάρκεια των ευρωπαϊκών τραπεζών που έχουν συμφέροντα στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα.
Χωρίς ταξική και κοινωνική ειρήνη, χωρίς ένα ισχυρό πολιτικό επαναστατικό ρεύμα δεν θα έβρισκαν έρεισμα στην κοινωνική βάση νεοναζιστικές θεωρίες και πρακτικές μίσους, που η αποδοχή τους συνιστούν την κορύφωση της κοινωνικής αποσύνδεσης και σήψης, που αναδεικνύουν τα πιο ποταπά χαρακτηριστικά του αλλοτριωμένου από το σύστημα ανθρώπου.
Χωρίς ταξική και κοινωνική ειρήνη δεν θα φτάναμε στο σημείο που βρισκόμαστε σήμερα με όλο και πλατύτερα στρώματα του πληθυσμού να εξαθλιώνονται και να απειλούνται με αφανισμό. Χωρίς ταξική και κοινωνική ειρήνη η ζωή όλων μας θα ήταν αλλιώς.
Αυτή τη συνθήκη αγωνιζόμαστε να προλάβουμε ως Επαναστατικός Αγώνας πριν τις συλλήψεις μας. Η αποφυγή της ένταξης στο καθεστώς της ελεγχόμενης χρεοκοπίας, η αποσταθεροποίηση της κυβέρνησης, η αποσταθεροποίηση του οικονομικού οικοδομήματος, η δημιουργία αρνητικών συνθηκών για τους «επενδυτές» της υπερεθνικής ελίτ, η δημιουργία πολιτικής και οικονομικής αβεβαιότητας για τα αφεντικά, η εγκατάλειψη της χώρας από τα κοράκια των τραπεζών, η μετατροπή της σε πεδίο εχθρικό -αν γινόταν ακόμα και πολεμικό- για τα αρπακτικά της υπερεθνικής οικονομικής ελίτ. Το άνοιγμα ενός δρόμου για την ανατροπή του συστήματος, για μια συνολική απάντηση στην κρίση, για την πραγματική διέξοδο από αυτήν.
Αυτό φιλοδοξούσε να καταφέρει ο Επαναστατικός Αγώνας με τη δράση του. Σε αυτό το σχέδιο ήταν ενταγμένη και η δράση του συντρόφου μας Λάμπρου Φούντα. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο έγινε και η προπαρασκευαστική ενέργεια στη Δάφνη κατά τη διάρκεια της οποίας ο σύντροφος έχασε τη ζωή του. Και αυτό το σχέδιο πιστεύαμε και πιστεύουμε ότι θα μπορούσε να μας φέρει πιο κοντά στην συστημική κατάρρευση, πιο κοντά στην Επανάσταση.
Αυτό το δικαστήριο δεν στρέφεται απλώς εναντίον μιας ένοπλης επαναστατικής οργάνωσης. Στρέφεται ενάντια στις δυνατότητες ενός λαού να αποτινάξει από πάνω του την κατοχή που έχει επιβάλει η υπερεθνική οικονομική και πολιτική ελίτ μαζί με την ελληνική πολιτική εξουσία. Στρέφεται εναντίον της προοπτικής να λυτρωθεί ο τόπος από τα δεσμά της σύγχρονης χούντας. Γιατί αυτή η προοπτική περνάει μόνο μέσα από την ένοπλη αντίσταση με την οποία μπορούμε να πετύχουμε την κοινωνική Επανάσταση και την απελευθέρωση των ανθρώπων.
Ρόλος αυτού του δικαστηρίου είναι να μας τιμωρήσει σε πολλά χρόνια φυλακή για την επιλογή μας να συμμετέχουμε σε μια ένοπλη επαναστατική οργάνωση, της οποίας στόχος ήταν η αποδυνάμωση του καθεστώτος και η ανατροπή του. Και αφού η μόνη δυνατότητα να βγούμε ως κοινωνία από το αδιέξοδο που ζούμε σήμερα είναι να ανατρέψουμε αυτό το σάπιο καθεστώς, στην ουσία το δικαστήριο θα καταδικάσει την ίδια την προοπτική διεξόδου του λαού από το αδιέξοδο της κρίσης, το αδιέξοδο που γέννησε το σύστημα του καπιταλισμού και της οικονομίας της αγοράς. Θα καταδικάσει την προοπτική μιας κοινωνίας να βρει δρόμο επιβίωσης, να σταματήσει αυτή η ακατάσχετη κοινωνική αιμορραγία, να σταματήσει η διαδικασία κοινωνικής ευθανασίας που μας επιβάλλουν. Θα δικάσει και θα καταδικάσει τη μόνη λυτρωτική διέξοδο για τους λαούς, που δεν είναι άλλη από τον αυτοκαθορισμό τους και την απεξάρτηση τους από κάθε μορφή εξουσίας και καταναγκασμού, που δεν είναι άλλη από το να πάρουν οι ίδιοι τη ζωή στα χέρια τους. Αυτό το δικαστήριο δικάζει και θα καταδικάσει τη μόνη πραγματική προοπτική διεξόδου από αυτή την κρίση, τη μόνη πραγματική προοπτική οριστικής διεξόδου από τις συστημικές κρίσεις: Την ένοπλη προλεταριακή αντεπίθεση ενάντια στο σύστημα του καπιταλισμού, της οικονομίας της αγοράς και της αντιπροσωπευτική δημοκρατίας για την ανατροπή του.
Γι’ αυτό και αυτό το δικαστήριο είναι ένα δικαστήριο εντεταλμένων της υπερεθνικής ελίτ και της τρόικας. Είναι ένα δικαστήριο που θα τιμωρήσει για λογαριασμό των σύγχρονων κατακτητών και των δοσίλογων που κυβερνούν. Είναι ένα δικαστήριο που θα δείξει το βαθμό της αφοσίωσης του στα κατοχικά «στρατεύματα» των τραπεζιτών, των κερδοσκόπων του υπερεθνικού κεφαλαίου, των χαρτογιακάδων της τρόικας που παίζουν το ρόλο του τοποτηρητή για λογαριασμό των κατακτητών, καθώς και στους διάφορους σύγχρονους Τσολάκογλου που κάθονται διαδοχικά στις πρωθυπουργικές και υπουργικές καρέκλες, με το ύψος των ποινών που θα επιβάλει.
Έτσι κι αλλιώς, όπως είχα πει κατά τη διάρκεια μιας συνεδρίασης, αυτά τα «στρατεύματα»-κατοχής θα είναι τα αυριανά αφεντικά των δικαστών. Αν σήμερα πληρώνονται από τις ελεημοσύνες της τρόικας και από τα δανεικά του κράτους που υποθηκεύουν πολλές επόμενες γενεές, αύριο θα πληρώνονται άμεσα από κάποια τράπεζα που θα έχει εξαγοράσει τον τομέα της «δικαιοσύνης» στη χώρα. Θα πληρώνονται από την Ολλανδική ING, τη γερμανική Deutsche Bank, την αμερικάνικη Citigroup ή την γνωστή στη χώρα για τη μακροχρόνια συμμετοχή της στην κερδοσκοπία πάνω στο ελληνικό χρέος Goldman Sachs, η οποία σήμερα ανοίγει το δρόμο με τις οικονομικές και πολιτικές της διασυνδέσεις στη χώρα σε σεβαστό αριθμό αδίστακτων κροίσων που αναμένουν την κατάλληλη στιγμή για να ορμήσουν και να λεηλατήσουν τον τόπο. Θα πληρώνονται από κάποιο υπερεθνικό χρηματοοικονομικό οργανισμό. Γιατί περνάμε πλέον στην εποχή του κράτους ιδιώτη. Το κράτος και η καθεστωτική πολιτική περνούν ολοκληρωτικά πλέον στα χέρια των υπερεθνικών επενδυτικών οργανισμών, στα χέρια των τραπεζών, στα χέρια των κατόχων και των διαχειριστών του υπερεθνικού κεφαλαίου. Στα χέρια μιας μειοψηφίας μεγιστάνων θα περάσει κάθε κοινωνική, οικονομική και πολιτική λειτουργία των χωρών. Αυτοί θα κρατάνε τη ζωή αλλά και το θάνατο μας στα χέρια τους. Αυτή είναι η «μοίρα» αυτού του τόπου, αυτή είναι η προοπτική εν μέσω της συστημικής κρίσης για όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτή είναι η προοπτική που αυτό το δικαστήριο υπηρετεί. Αυτή η μοναδική ιστορικά αλλαγή θα είναι το αποτέλεσμα της κρίσης που σήμερα έχοντας λάβει τη μορφή της κρίσης χρέους, απειλεί με κατάρρευση τη μια μετά την άλλη τις χώρες της Ευρώπης. Όλες οι χώρες θα «διασωθούν» αφού υποταχθούν ολοκληρωτικά στο υπερσυγκεντρωτικό οικονομικό και πολιτικό μοντέλο που ετοιμάζει η υπερεθνική ελίτ. Και αυτό εκφράζεται με τη δημιουργία του νέου υπερεθνικού μοντέλου εξουσίας που ετοιμάζει ως απάντηση στην κρίση η Ευρωπαϊκή Ένωση με την υποχρέωση εκχώρησης των εξουσιών στην ΕΚΤ που εκπροσωπεί τα συμφέροντα του χρηματοπιστωτικού συστήματος και του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Στήριξης του ευρώ το οποίο αναλαμβάνει την υπερεξουσία διαμόρφωσης της οικονομικής πολιτικής στις χώρες της Ευρώπης με όρους που συμφέρουν τους οικονομικά ισχυρούς και με στόχο τη διατήρηση και μεγέθυνση των περιουσιών τους. Και ως διαχειριστής της σύγχρονης δικτατορίας του κεφαλαίου προτείνεται η πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης σε ένα υπερκράτος όπου, όπως είπα και νωρίτερα, θα ηγείται η γερμανική πολιτική ελίτ.
Όλα τα σχέδια ξεπεράσματος της συστημική κρίσης που προωθεί η υπερεθνική πολιτική και οικονομική ελίτ οδηγούν στη διαμόρφωση του πλέον εφιαλτικού εξουσιαστικού μοντέλου που έχει ζήσει ποτέ η ανθρωπότητα. Εκτός και αν αυτά τα σχέδια θαφτούν μαζί με την ίδια την ελίτ και το σύστημα κάτω από τα συντρίμμια μιας παγκόσμιας Επανάστασης.
Η πιο σκοτεινή, η πιο μαύρη περίοδος της ανθρώπινης ιστορίας έχει ήδη αρχίσει. Και σε αυτή την εξέλιξη συμμετέχει αυτό το δικαστήριο δικάζοντας και καταδικάζοντας ανθρώπους που το μόνο που επιδίωκαν ήταν να συμβάλουν στην ακύρωση αυτής της εξέλιξης. Αυτό το δικαστήριο συμμετέχει σε αυτή την ιστορική εξέλιξη δικάζοντας και καταδικάζοντας επαναστάτες. Δικάζοντας και καταδικάζοντας τη μόνη επιλογή που έχει η ανθρωπότητα να ανακόψει αυτή την καταστροφική ιστορική πορεία: Την επιλογή της ένοπλης αντεπίθεσης για την ανατροπή του συστήματος του καπιταλισμού, της οικονομίας της αγοράς και της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Την επιλογή της κοινωνικής Επανάστασης.
Ίσως ρωτήσει κάποιος, «γιατί, δεν μπορεί να υπάρξει αλλαγή αυτής της συνθήκης με ειρηνικούς αγώνες;. Είναι ανάγκη να προβαίνει κάποιος σε ένοπλη δράση;». Την απάντηση την έχει δώσει ήδη το ίδιο το καθεστώς που προχωράει με ταχύτατους ρυθμούς στον σύγχρονο παγκόσμιο ολοκληρωτισμό προκειμένου να διασφαλίσει την επιβίωση του από την κρίση γράφοντας στα παλιά του τα παπούτσια κάθε ειρηνική διαμαρτυρία στα μέτρα που επιβάλλονται. Ο καθένας μπορεί να διαμαρτύρεται -τουλάχιστο, προς το παρόν- αρκεί να μην απειλεί την καθεστωτική ειρήνη. Ακόμα και κινητοποιήσεις μη ειρηνικές έχουν δείξει τα όρια τους το τελευταίο διάστημα, στο βαθμό που δεν ξεσπά μια κοινωνική εξέγερση με διάρκεια που να καταφέρει να παραλύσει σημαντικές λειτουργίες του συστήματος και η οποία να συνοδεύεται από τη μαζική και οργανωμένη ένοπλη προλεταριακή αντεπίθεση στο καθεστώς. Αυτό που χρειάζεται είναι ένα σημαντικό τμήμα της κοινωνικής βάσης να κηρύξει με οργανωμένο τρόπο την επίθεση στο σύστημα με συνέχεια και αποφασιστικότητα.
«Μα αυτό», θα ισχυριστεί κάποιος, «σημαίνει κλιμάκωση της βίας που σήμερα βιώνουμε από τη μεριά του συστήματος». Ναι, μόνο που αυτή η βία θα ασκηθεί από την άλλη μεριά, από τους καταπιεσμένους. Θα είναι μια βία – απάντηση στην καταπίεση, θα είναι μια βία απελευθερωτική. Οι άνθρωποι θέλουν να ζουν σε ένα κοινωνικό περιβάλλον ειρηνικό, να μη νοιώθουν ότι απειλούνται. Μόνο που αυτό το περιβάλλον δεν πρόκειται να διαμορφωθεί ποτέ για τους προλετάριους μέσα σε αυτό το σύστημα. Η τρομοκρατία και η βία σήμερα ασκείται από το ίδιο το καθεστώς. Η πλειοψηφία της κοινωνίας σήμερα ζει έναν πόλεμο. Έναν ταξικό πόλεμο. Ζει τη βία και την τρομοκρατία της φτώχειας, της πείνας, της ανεργίας, του χρέους, της κατάσχεσης. Ζει τη βία και την τρομοκρατία του κράτους, των τραπεζών, των πλουσίων. Ζει έναν πόλεμο και δεν ξέρει αν θα επιβιώσει.
Για να ζήσουν οι άνθρωποι σε ένα ειρηνικό κόσμο, πρέπει να πολεμήσουν. Η επαναστατική βία είναι ο μόνος δρόμος για την κατάργηση της βίας των εξουσιαστών, για το γκρέμισμα ενός κόσμου που επιβιώνει με τη βία. Ενός συστήματος που μόνο μέσω της βίας αναπαράγεται. Είναι ο μόνος δρόμος για τη μετατροπή των καταπιεσμένων σε πολιτικά υποκείμενα, σε χειραφετημένους ανθρώπους με βούληση να γράψουν αυτοί την ιστορία και να πάρουν τη ζωή τους στα χέρια τους. Είναι ο μόνος δρόμος για να εκδιωχθούν οι πάσης φύσεως δυνάστες, να ανατραπεί το καθεστώς που τρομοκρατεί με τις ανισότητες, τη φτώχεια, την αναξιοπρέπεια, την ταπείνωση. Να ανατραπεί το καθεστώς της δουλείας και του θανάτου. Μπροστά στο θάνατο που περιμένει την κοινωνική πλειοψηφία, η μόνη απάντηση είναι ο θάνατος του συστήματος.
«Μα είναι τόσο οριακά τα πράγματα;», μπορεί να αναρωτηθεί κάποιος. «Δεν υπάρχει κάποιος άλλος, με μικρότερο κόστος δρόμος να βγούμε από την κρίση»; «Δεν πρόκειται εξ’ άλλου για μια προσωρινή κατάσταση η οποία κάποια στιγμή θα τελειώσει;
Απαντώντας αρχικά στο δεύτερο ζήτημα, να πω πως αυτή η στάση αναμονής «για τις καλύτερες μέρες που θα έρθουν» προωθείται από το ίδιο το καθεστώς για να συντηρήσει την κοινωνική παθητικότητα μέσα από τα συνειδητά ψέματα και την εξαπάτηση του λαού ότι οι μέθοδοι που ακολουθεί για το ξεπέρασμα της κρίσης είναι μεν επίπονες, αλλά είναι αποτελεσματικές. Είναι επίσης, απόρροια της κυρίαρχης αντίληψης ότι οι κρίσεις είναι κάτι σαν «φυσικά φαινόμενα, που αργά ή γρήγορα θα τελειώσουν». «Δεν έχουμε λοιπόν να κάνουμε τίποτα περισσότερο από το να περιμένουμε το τέλος της καταιγίδας. Δεν έχει σημασία αν υπάρξουν περισσότεροι φτωχοί, πεινασμένοι, άστεγοι, νεκροί, αρκεί να μην είμαστε εμείς αυτοί». Πρόκειται για την απόλυτη επιβεβαίωση του φιλοτομαρισμού που μόνο ο καπιταλισμός στα πιο ώριμα στάδια του ξέρει να προωθεί τόσο επιτυχημένα.
Η ουσιαστική όμως απάντηση σε αυτό το ερώτημα βρίσκεται στην ίδια την κρίση και τη φύση της. Μια κρίση μοναδική ως προς την έκταση και το βάθος της, το οποίο και είναι ανάλογο του βαθμού συγκεντρωτισμού που βρίσκεται σήμερα η οικονομική και πολιτική εξουσία, του βάθους των κοινωνικών και ταξικών ανισοτήτων και του βαθμού αλληλεξάρτησης που βρίσκεται το παγκοσμιοποιημένο σύστημα. Αυτά τα χαρακτηριστικά είναι που καθιστούν τη σημερινή κρίση την πρώτη πραγματικά παγκόσμια κρίση του συστήματος και τη μεγαλύτερη στην ιστορία του καπιταλισμού. Η προηγούμενη μεγάλη κρίση του συστήματος που για να ξεπεραστεί χρειάστηκε δυο παγκόσμιους πολέμους, δεν είχε το βάθος της σημερινής γιατί ούτε η συγκέντρωση κεφαλαίου ήταν τόσο μεγάλη όσο σήμερα ούτε είχε προχωρήσει όσο σήμερα η αλληλεξάρτηση των συστημικών λειτουργιών. Η απόπειρα παγκοσμιοποίησης του συστήματος τότε, διαλύθηκε γρήγορα από τις φυγόκεντρες δυνάμεις των εθνών-κρατών οδηγώντας σε διακρατικούς πολέμους. Η ιστορία μας διδάσκει πως οι κρίσεις «ξεπερνιούνται» με την επίθεση των ισχυρών στους λαούς. Και όταν αυτή η επίθεση βρει τα όρια της, εντείνεται ο ανταγωνισμός στο εσωτερικό της ελίτ που καταλήγει σε πολέμους.
Στον πυρήνα της και η σημερινή κρίση έχει τις ίδιες αιτίες με τότε. Είναι η φύση του συστήματος που όσο ισχυροποιείται, όσο προχωράει η συγκέντρωση πλούτου στα χέρια της άρχουσας οικονομικά τάξης τόσο μεγαλώνει η ανισορροπία του και οι κρίσεις ξεσπούν. Το πρόβλημα δεν είναι η διαχείριση του συστήματος, αλλά το ίδιο το σύστημα. Και για να φτάσουμε στον πυρήνα του ζητήματος των κρίσεων, το πρόβλημα είναι το ίδιο το κεφάλαιο.
Το κεφάλαιο περισσότερο από ένα υλικό μέγεθος, συνιστά μια διαδικασία. Μια διαδικασία όπου το χρήμα μπαίνει σε κίνηση αναζητώντας συνεχώς περισσότερο χρήμα. Το κέρδος, το όλο και μεγαλύτερο κέρδος είναι ο αυτοσκοπός κάθε καπιταλιστικής λειτουργίας και προέρχεται από την εκμετάλλευση ανθρώπων. Συνεπώς κάθε καπιταλιστική δραστηριότητα είναι κερδοσκοπική. Οι ταξικές σχέσεις, οι ανισότητες, οι κοινωνικοί διαχωρισμοί είναι προϋποθέσεις για την απόσπαση κέρδους, για την ίδια την ύπαρξη και αναπαραγωγή του καπιταλισμού. Και συνέπειες αυτών των σχέσεων είναι η φτώχεια και οι κοινωνικοί αποκλεισμοί.
Οι περίοδοι της μεγάλης καπιταλιστικής μεγέθυνσης όπως αυτή των δεκαετιών μετά το 2° παγκόσμιο πόλεμο, και οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης δίνουν το μέγεθος της υποχρεωτικής μελλοντικής οικονομικής επέκτασης. Το σύστημα είναι υποχρεωμένο να κάνει ασταμάτητα αναπτυξιακά άλματα, να υπερβαίνει κάθε χρόνο τον ρυθμό ανάπτυξης της προηγούμενης χρονιάς ώστε να μπορεί να αναπαράγεται χωρίς σοβαρά προβλήματα. Αυτό μεταφράζεται με την απαίτηση η άρχουσα τάξη να έχει όλο και μεγαλύτερα κέρδη. Και προϋποθέτει ότι θα υπάρχουν πάντα τρόποι κερδοφόρων επενδύσεων. Οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης υπαγορεύουν τους ακόμα μεγαλύτερους τους οποίους οφείλει να κατακτήσει το κεφάλαιο. Και αυτή η αναγκαιότητα του συστήματος θέτει τις βάσεις για την κρίση που θα επακολουθήσει. Γι’ αυτό και έχω και προσωπικά αναφερθεί στο γεγονός ότι η αφετηρία της σημερινής κρίσης βρίσκεται στη λεγόμενη «χρυσή περίοδο του καπιταλισμού» των μεταπολεμικών χρόνων με τη ραγδαία ανάπτυξη και μεγέθυνση του συστήματος, με τα υψηλά ποσοστά κέρδους, με τη μεγάλη συγκέντρωση οικονομικής ισχύος στις ελίτ.
Οι κρίσεις είναι τα όρια του συστήματος στην άντληση κερδών ικανών για την αναπαραγωγή του. Και τα όρια αυτά τα συναντά με την αδυναμία ανακάλυψης ανταγωνιστικών τεχνολογιών και με την αδυναμία της χωρικής του επέκτασης.
Την περίοδο μετά τον 2° παγκόσμιο πόλεμο και ενώ Ευρώπη και ΗΠΑ απολάμβαναν τη «χρυσή περίοδο» του καπιταλισμού, η έκρηξη των πολυεθνικών επιχειρήσεων ήρθε ως αποτέλεσμα της συσσώρευσης και του συγκεντρωτισμού οικονομικής ισχύος στις επιχειρήσεις λόγω των υψηλών κερδών. Των κερδών από την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης. Η ανάγκη διατήρησης των υψηλών ρυθμών ανάπτυξης «σκόνταψε» στα εγγενή προβλήματα του συστήματος και το πρόβλημα επιχειρήθηκε να ξεπεραστεί μέσω της χωρικής του επέκτασης με τη μαζική επίθεση δανεισμού στην καπιταλιστική περιφέρεια. Η ανάγκη επέκτασης του συστήματος με την υποχρεωτική υπαγωγή χωρών σε καθεστώς υπερχρέωσης στις πολυεθνικές του χρήματος που εκείνη την περίοδο γιγαντώνονταν παράλληλα με τις μεγάλες επιχειρήσεις του καπιταλιστικού κέντρου, συνοδεύτηκε με σειρά βίαιων επιχειρήσεων από μεριάς του κεφαλαίου. Παραγωγικές δομές καταστράφηκαν, λαοί εκδιώχτηκαν από τη γη τους, πραξικοπήματα άνοιγαν το δρόμο στο πολυεθνικό κεφάλαιο, εμφύλιοι υποδαυλίζονταν. Το αποτέλεσμα αυτής της βίας ήταν τα υπερκέρδη από το δανεισμό για τις μεγάλες τράπεζες και την οικονομική ελίτ, ο πλουτισμός μιας μειοψηφικής ντόπιας ελίτ που στήριξε την κυρίαρχη τάση του κεφαλαίου, η ανέχεια, η πείνα και η εξαθλίωση ήταν το «κέρδος» για ολόκληρους λαούς. Εκατομμύρια ήταν οι υποσιτισμένοι, οι νεκροί από την έλλειψη τροφής, από την έλλειψη πόσιμου νερού, από αρρώστιες. Μια ολόκληρη ήπειρος -η Αφρική- καταστράφηκε ολοκληρωτικά, μια άλλη -η Λατινική Αμερική- έζησε και ζει ακόμα δεκαετίες φτώχειας, χρεοκοπιών, κρίσεων, πολιτικών πραξικοπημάτων. Έζησε όμως και μεγάλες στιγμές εξεγέρσεων και επαναστάσεων.
Είναι στη φύση του συστήματος η κερδοσκοπία, η απληστία, η κλοπή, η ληστεία. Είναι στη φύση του ο αμοραλισμός και θεμιτή κάθε εγκληματική πρακτική για την αναπαραγωγή του. Η υπερεκμετάλλευση ανθρώπων και φυσικών πόρων, η υποδούλωση κοινωνιών, η εξόντωση λαών, η βία, οι πόλεμοι στο βαθμό που υπηρετούν το κεφάλαιο και το κέρδος είναι μέρος του καπιταλιστικού παιχνιδιού. Ο καπιταλισμός είναι ένα βαθιά βίαιο και εγκληματικό σύστημα από την ίδια του τη φύση.
Ο υπερδανεισμός της περιφέρειας κατέληξε με τη χρεοκοπία πολλών χωρών. Ο κίνδυνος για απώλειες των κερδών των τραπεζών έφερε στην επιφάνεια το πρόβλημα του συστήματος. Ο καπιταλισμός ήταν ήδη σε κρίση που εκδηλώθηκε με τη μορφή του στασιμοπληθωρισμού. Η αιτία εντοπίστηκε από το καθεστώς «στην ακριβή εργασία και τους υψηλούς μισθούς που πυροδότησαν τον πληθωρισμό και υπονόμευσαν την ανάπτυξη». Η εκδήλωση της κρίσης εκείνη την περίοδο σηματοδότησε την έναρξη της νεοφιλελεύθερης επίθεσης στα εργασιακά δικαιώματα και τους μισθούς.
Η ανάγκη για όλο και μεγαλύτερους ρυθμούς ανάπτυξης, για όλο και μεγαλύτερη καπιταλιστική επέκταση επιχειρήθηκε με τη συμπίεση του εργατικού κόστους και τη διόγκωση του χρηματιστηριακού κεφαλαίου. Όμως και τα δυο αυτά όπλα της ελίτ δεν έδιναν οριστικές λύσεις. Η μείωση του εργασιακού κόστους μείωνε συνεχώς τη δυνατότητα απορρόφησης του παραγόμενου -προϊόντος, και οι επενδύσεις σε χαρτιά οδήγησαν στην παγκόσμια φούσκα του χρέους που σήμερα σκάει έτοιμη να συμπαρασύρει ολόκληρες δομές του συστήματος. Οι μετοχές, τα ομόλογα, τα δάνεια, τα παράγωγα μέχρι το 2008 ήταν για χρόνια μια πηγή πλουτισμού για την οικονομική ελίτ, καθώς συνιστούσε εργαλείο άντλησης κερδών από την εργασία και συσσώρευσης κοινωνικού πλούτου στα χέρια των προνομιούχων, και νομιμοποιόταν από την προσδοκία των μελλοντικών κερδών σε μια κατασκευασμένη προοπτική «διαρκούς ανάπτυξης σε ένα άφθαρτο, αθάνατο σύστημα». Το πλασματικό κεφάλαιο έφτασε να γίνει εννεαπλάσιο του παγκόσμιου ΑΕΠ στα μέσα της δεκαετίας του 2000, πολλές τράπεζες απέκτησαν ενεργητικό που ξεπερνούσε συχνά κατά πολύ το ΑΕΠ των χωρών προέλευσης τους. Αυτή η υπερσυγκέντρωση πλασματικού κεφαλαίου που αδυνατεί να επενδυθεί, έχει πυροδοτήσει την εκδήλωση της κρίσης και το βάθος της είναι ανυπολόγιστο ακόμα και για τους ίδιους τους εξουσιαστές. Τα συνολικά απαξιωμένα κεφάλαια που θα πρέπει να καταστραφούν θα επιφέρουν ακόμα μεγαλύτερους σεισμούς στο σύστημα και τις κοινωνίες. Κάθε προσπάθεια δηλαδή, που έχουν καταβάλει για να ξεπεράσουν την κρίση, έχει οδηγήσει το σύστημα πιο βαθιά σε αυτήν.
Σήμερα η κρίση είναι πολύ πιο σοβαρή από κάθε άλλη φορά. Η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση κατέστησε το σύστημα παγκόσμιο αλλά έκανε παγκόσμια και την κρίση, ενώ η προχωρημένη αλληλεξάρτηση των συστημικών λειτουργιών βοηθάει τις σεισμικές δονήσεις της κρίσης να μεταφέρονται με μεγάλη ευκολία από τον ένα τομέα του συστήματος στον άλλο, από τη μια γωνιά του πλανήτη στην άλλη. Γι’ αυτό και σήμερα, ένας κραδασμός σε μια από τις λειτουργίες του καπιταλισμού μπορεί να λειτουργήσει πολλαπλασιαστικά στον κίνδυνο ακόμα και καταρρεύσεων οικονομικών και πολιτικών δομών.
Οι ελίτ σε συνεργασία με τα κράτη διεξάγουν τη μεγαλύτερη ιστορικά επίθεση στις κοινωνίες για την άντληση του μέγιστου δυνατού πλούτου ώστε να μειώσει η υπερεθνική ελίτ το κόστος της κρίσης για τον εαυτό της, μεταφέροντας το στην κοινωνική βάση. Μέσα σε αυτή τη στόχευση μπορεί να απαντηθεί καλύτερα κάθε κίνηση της οικονομικής και πολιτικής ελίτ σήμερα: Από την οργανωμένη κερδοσκοπική επίθεση της για άντληση κερδών από το ευρωπαϊκό χρέος και το ευρώ -ένα πεδίο πρόσφορο για άμεσα μεγάλα κέρδη -, τα σχέδια δημοσιονομικής εξυγίανσης και «σωτηρίας» των υπερχρεωμένων χωρών, τη δημιουργία μηχανισμών στήριξης των κρατών και του τραπεζικού συστήματος στην Ευρώπη. Η Ελλάδα αποτέλεσε το πρώτο πείραμα σε μια διαδικασία πτωχεύσεων χωρών και κατασχέσεων τους από τους πιστωτές, τις τράπεζες και τους μεγαλοεπενδυτές. Ήταν η πρώτη πράξη στη διαδικασία δημιουργίας του νέου υπερεθνικού φεουδαρχισμού που προανέφερα.
Μόνο που αυτό το εξουσιαστικό μοντέλο δεν συνιστά καπιταλισμό. Ο καπιταλισμός για να αναπαραχθεί, όπως είναι ευρέως γνωστό, χρειάζεται μια κοινωνική βάση που να καταναλώνει το παραγόμενο προϊόν. Και αυτή η κοινωνική βάση σήμερα στραγγαλίζεται από το ίδιο το σύστημα. Για να μην μιλάω εγώ για τα αυτονόητα που κάθε λογικός άνθρωπος μπορεί εύκολα να διαπιστώσει, θα χρησιμοποιήσω τα λόγια ενός οικονομολόγου που υπηρετεί την άρχουσα οικονομική τάξη σήμερα, του Νουριέλ Ρουμπινί: «.. .Τα τελευταία δύο με τρία χρόνια είχαμε μια επιδείνωση, γιατί υπήρξε μια ογκώδης ανακατανομή εισοδήματος από την εργασία προς το κεφάλαιο, από τους μισθούς προς τα κέρδη, ενώ η ανισότητα των εισοδημάτων έχει αυξηθεί. Έτσι, η ανακατανομή του εισοδήματος και του πλούτου κάνει το πρόβλημα της ανεπαρκούς ζήτησης ακόμα χειρότερο… Σε κάποιο σημείο ο καπιταλισμός μπορεί να αυτοκαταστραφεί. Δεν μπορείς να αποσπάς εισόδημα από την εργασία προς το κεφάλαιο, χωρίς να έχεις υπερβάλλουσα προσφορά και έλλειμμα γενικής ζήτησης. Αυτό είναι που έχει συμβεί. Νομίζαμε ότι οι αγορές λειτουργούν. Δεν λειτουργούν. Η εταιρεία προκειμένου να επιβιώσει και να ευημερήσει, μπορεί να σπρώχνει τα εργατικά κόστη όλο και πιο χαμηλά. Ωστόσο τα εργατικά κόστη είναι κάποιου άλλου το εισόδημα και η κατανάλωση. Γι’ αυτό είναι μια αυτοκαταστροφική διαδικασία». Δεν αντιλαμβάνονται λοιπόν τα αφεντικά ότι οδηγούνται σε αδιέξοδο; Πιστεύω πως η υπερεθνική ελίτ το αντιλαμβάνεται, μόνο που προτιμά να φτάσει το σύστημα στα όρια του. Προτιμά να δει να καταστρέφονται, να πεθαίνουν λαοί, να χύνεται αίμα, να καταστρέφονται χώρες παρά να σταματήσει αυτή τη βίαιη αναδιανομή πλούτου προς όφελος της. Το αντιλαμβάνεται, μα η δίψα για οικονομική εξουσία και ισχύ είναι άγρια και ανορθολογική. Το μόνο που μπορεί να την ανακόψει είναι η βίαιη αντίδραση των λαών. Διαφορετικά η σημερινή κρίση θα καταλήξει σε συγκρούσεις, αφού αργά ή γρήγορα και όταν θα έχει προχωρήσει η διαδικασία ευθανασίας των λαών, το αδιέξοδο από την αδυναμία αναπαραγωγής του συστήματος θα φέρει τη βία στο εσωτερικό της υπερεθνικής ελίτ της οποίας η διάσπαση είναι δεδομένη. Αποτέλεσμα αυτής της διάσπασης θα είναι ο πόλεμος.
Το δίλλημα που έχουν να αντιμετωπίσουν σήμερα οι λαοί είναι ένα: Επανάσταση ή θάνατο. Θάνατο από την πείνα, από το κρύο, από τις αρρώστιες. Ή θάνατος από έναν πόλεμο.
Ο Επαναστατικός Αγώνας και εγώ προσωπικά έχω απαντήσει σε αυτό το ερώτημα: Επανάσταση.
Η υπερεθνική ελίτ και αυτό το δικαστήριο που την υπηρετεί απαντά με τη δίκη και την καταδίκη μας: Θάνατο.
Καταδικάστε μας. Και συγχρόνως καταδικάστε και τον αγώνα για την έξοδο από την κρίση. Καταδικάστε μας. Και συγχρόνως καταδικάστε τη μόνη επιλογή των λαών για επιβίωση. Καταδικάστε μας και υπηρετείστε σωστά τα μεγάλα αφεντικά σας. Καταδικάστε μας για να σωθεί το σύστημα, για να συνεχίσουν το εγκληματικό τους έργο οι κυβερνήσεις και τα αρπακτικά των αγορών. Για να συνεισφέρετε στη λεηλασία της χώρας, στη λεηλασία της φύσης, στη λεηλασία του λαού. Καταδικάστε μας για να βοηθήσετε στην διαδικασία της κοινωνικής ευθανασίας. Καταδικάστε μας για να προσφέρετε κι εσείς στη διαμόρφωση του σύγχρονου φασισμού πολεμώντας την προοπτική της Επανάστασης.
Σε όλη τη διάρκεια αυτής της δίκης υπερασπίστηκα τη δράση του Επαναστατικού Αγώνα και ανέπτυξα επιχειρήματα για την όλη διαδικασία. Όλες οι ενστάσεις που κάναμε είχαν ένα πολιτικό σκεπτικό. Όλη η δίκη έτσι όπως εξελίχτηκε με τις παρεμβάσεις μας αποδείχτηκε πως ήταν μια καθαρά πολιτική δίκη. Αυτό έχει καταγραφεί ιστορικά και κανένα κατηγορητήριο, καμία απόφαση και κανένα σκεπτικό αυτού του δικαστηρίου δεν μπορεί να ακυρώσει. Την ιστορία σε αυτή τη δίκη τη γράψαμε εμείς. Και είναι μια πολιτική ιστορία.
Αποδείξαμε πως όχι μόνο το κατηγορητήριο, η δίκη και ο ίδιος ο «αντιτρομοκρατικός» νόμος με βάση τον οποίο μας δικάζετε έχουν έναν πολιτικό πυρήνα. Και αυτό συμβαίνει γιατί πρόκειται να δικάσουν πολιτικά υποκείμενα, γιατί έχουν να δικάσουν πράξεις και θέσεις αντικαθεστωτικές, δράση και Λόγο πολιτικό. Αποδείξαμε πως και εσείς βρίσκεστε στην έδρα ως πολιτικά όντα που υπηρετείτε πολιτικούς στόχους. Αποδείξαμε ότι όλη η επιχειρηματολογία των νομοθετών σας είναι σαθρή. Μέσα από τη διαδικασία αυτή η καθεστωτική επιχειρηματολογία κατέρρευσε.
Ενώ αρχικά είσαστε αρνητικοί για τη διαμόρφωση του καταλόγου των μαρτύρων κατηγορίας, κατόπιν δικών μας πιέσεων που βασίστηκαν σε πραγματικά επιχειρήματα αποδεχτήκατε τη μη ορθότητα του βουλεύματος και καλέσατε μάρτυρες που εμείς προτείναμε.
Κάθε κίνηση που κάναμε κατά τη διάρκεια της δίκης, κάθε πρόταση, ένσταση, παρέμβαση, κάθε λέξη που είπαμε, είχε μια πολιτική αφετηρία και μια πολιτική στόχευση. Αφορούσε πρώτα και κύρια την οχύρωση της επαναστατικής ιστορίας μας από τις επιθέσεις της καθεστωτικής νομολογίας. Οφείλαμε να αντικρούσουμε τους ισχυρισμούς ότι η δράση του Επαναστατικού Αγώνα ήταν επικίνδυνη για πολίτες, ότι οι ενέργειες ήταν «τυφλές», ότι δεν υπήρχε μέριμνα προστασίας για ανθρώπους άσχετους με τους εκάστοτε πολιτικούς στόχους. Η οργάνωση πάντα έβαζε υψηλά το ζήτημα της ασφάλειας και αυτό οφείλαμε να το στηρίξουμε. Πιστεύω πως αυτό αποδείχτηκε και μέσα από τη διαδικασία της δίκης.
Οι πολιτικές μας τοποθετήσεις κατάφεραν την αντιστροφή των ρόλων μέσα στο δικαστήριο. Εμείς, από κατηγορούμενοι γίναμε κατήγοροι. Κατήγοροι του οικονομικού και πολιτικού συστήματος, κατήγοροι της αστικής δικαιοσύνης και του ίδιου του δικαστηρίου σας. Μέσα από την διαδικασία αυτή καταδείξαμε ποιοι είναι οι πραγματικοί τρομοκράτες, οι εγκληματίες, οι δολοφόνοι. Ποιοι είναι οι εχθροί της κοινωνίας. Είναι το κράτος και η άρχουσα οικονομικά τάξη. Αυτούς υπηρετεί η δικαιοσύνη σας. Αυτούς υπηρετείτε και εσείς αφού θα μας καταδικάσετε ως «τρομοκράτες», θα μας καταδικάσετε για τις επιθέσεις εναντίον στόχων όπως οι τράπεζες, το χρηματιστήριο, τα αστυνομικά τμήματα, τα υπουργεία, τα δικαστήρια. Και όλους αυτούς τους στόχους εσείς τους χαρακτηρίζετε «κοινωφελείς οργανισμούς». Ανήκετε στην αισχρά μειοψηφία της κοινωνίας που πιστεύει πως αυτοί οι οργανισμοί είναι «κοινωφελείς», ότι υπάρχουν και λειτουργούν για το κοινό καλό και ότι συνιστά «τρομοκρατία» μια επίθεση εναντίον τους.
Σε αυτή η δίκη δόθηκε μια πολιτική μάχη. Και αυτή τη μάχη εμείς την έχουμε κερδίσει. Την έχουμε κερδίσει, άσχετα με τη στάση που ακολουθείτε ενώ απουσιάζουμε, άσχετα με την απόφαση που θα βγάλετε. Έτσι κι αλλιώς η απόφαση σας θα είναι καταδικαστική για όλα και αυτό το έχουμε επισημάνει επανειλημμένως κατά τη διάρκεια της διαδικασίας. Όχι μόνο θα είναι καταδικαστική, αλλά το ύψος των ποινών θα είναι ανάλογο της πολιτικής διάστασης που δώσαμε στη δίκη. Θα είναι ανάλογο του βαθμού που υπερασπιστήκαμε χωρίς καμία έκπτωση, χωρίς κανένα ενδοιασμό, χωρίς κανένα φόβο όλες τις ενέργειες της οργάνωσης Επαναστατικός Αγώνας. Οι ποινές που θα μας επιβάλετε θα είναι μια απάντηση στο γεγονός ότι αυτή τη μάχη την κερδίσαμε εμείς.
Ζωντανέψαμε την ιστορία της οργάνωσης στη δικαστική αίθουσα. Αυτό συνιστά μεγαλύτερη ποινή. Υπερασπιστήκαμε μια-μια όλες τις ενέργειες της οργάνωσης. Αυτό συνιστά μεγαλύτερη ποινή. Αντικρούσαμε πολλές φορές το σκεπτικό σας. Δεν αποδεχτήκαμε στιγμή την εξουσία σας. Αυτό επίσης, συνιστά μεγαλύτερη ποινή. Δεν υπολογίσαμε καν το μέγεθος των ποινών που θα μας επιβάλετε και γι’ αυτό δεν μετρήσαμε τα λόγια μας, δεν κάναμε έκπτωση σε τίποτα, δεν κρύψαμε τίποτα και δεν κρυφτήκαμε. Και αυτό συνιστά μεγαλύτερη ποινή.
Μετατρέψαμε την αίθουσα του δικαστηρίου σας σε χώρο προπαγάνδας της κοινωνικής Επανάστασης. Συνδέσαμε την ιστορία του Επαναστατικού Αγώνα με την τρέχουσα πολιτική περίοδο, μιλήσαμε για τη σύγχρονη ιστορία, για τον ταξικό πόλεμο, για το σύστημα και τη βία του. Μιλήσαμε για τον αγώνα. Για τον ένοπλο αγώνα και την καθεστωτική ανατροπή. Μιλήσαμε για τη μόνη επιλογή των λαών. Την κοινωνική Επανάσταση. Και παρά το γεγονός ότι κράτος και ΜΜΕ προσπάθησαν να απομονώσουν τη δίκη, ο πολιτικός μας λόγος έχει διαρρήξει το τείχος σιωπής του καθεστώτος και έχει ταξιδέψει όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά σε πολλές άλλες χώρες του πλανήτη.
Θα λέγαμε πως αντίλογος δεν υπήρξε. Στην ουσία δεν είχαμε αντίπαλο. Και γι’ αυτό θα έχουμε μεγαλύτερες ποινές.
Σας έχουμε πει επανειλημμένως ότι θα μας καταδικάσετε για την «αρχηγία» και με βάση αυτή την κατηγορία θα μπορέσετε να μας καταδικάσετε για ηθική αυτουργία στις ενέργειες. Η πολιτική μας στάση θα χρησιμοποιηθεί από εσάς, το γνωρίζουμε εκ των προτέρων, ως επιχείρημα για την κατηγορία της «αρχηγίας». Οι πολιτικές τοποθετήσεις μας θα χρησιμοποιηθούν ως «ομολογία συμμετοχής στην οργάνωση» των ενεργειών. Υπήρχε περίπτωση λόγω αυτής της αναμενόμενης εξέλιξης να κάνουμε πίσω και να μην μιλήσουμε για τη δράση του Επαναστατικού Αγώνα, να μην αναδείξουμε την πολιτική της διάσταση, να μην υπερασπιστούμε τον πολιτικό σχεδιασμό και τις στοχεύσεις της; Υπήρχε περίπτωση να σιωπήσουμε παρακολουθώντας παθητικά να ακυρώνεται μέσα από τη διαδικασία της δίκης η πολιτική φύση της οργάνωσης και των ενεργειών που πραγματοποίησε; Υπήρχε περίπτωση να σιωπήσουμε στο όνομα μιας «ευνοϊκής» μεταχείρισης μπροστά στις όποιες απόπειρες να εγκληματοποιηθεί η δράση του Επαναστατικού Αγώνα και συνεπώς και εμείς οι ίδιοι;
Αναλάβαμε την πολιτική ευθύνη χωρίς να υπάρχουν στοιχεία ικανά να στοιχειοθετήσουν τη συμμετοχή μας στον Επαναστατικό Αγώνα. Γνωρίζετε πολύ καλά ότι ανέλαβα την πολιτική ευθύνη από επιλογή και όχι λόγω εγκλωβισμού σε κάποιο ανυπέρβλητο κατηγορητήριο. Η ανάληψη πολιτικής ευθύνης στο βαθμό που είναι ελεύθερη πολιτική επιλογή, ανεξάρτητη από το κατηγορητήριο, έχει ως φυσική συνέχεια την πολιτική υπεράσπιση των επιλογών αγώνα στις δικαστικές αίθουσες. Σημαίνει αξιοποίηση της καταστολής για την όξυνση, τη ριζοσπαστικοποίηση του αγώνα μέσα από τις φυλακές, μέσα από τα δικαστήρια. Η ανάληψη πολιτικής ευθύνης σημαίνει πως δεν παίρνεις στάση άμυνας, αλλά επίθεσης απέναντι στο καθεστώς. Σημαίνει πως μετατρέπεις ένα καθεστώς ομηρίας που σου επιβάλει το κράτος σε όπλο ενάντια στο σύστημα.
Η ανάληψη πολιτικής ευθύνης είναι μια ευθύνη για να πολεμήσεις μέχρι τέλους.
Χωρίς υπολογισμούς, χωρίς υπεκφυγές. Η ανάληψη πολιτικής ευθύνης σημαίνει πως έχεις παραμερίσει το ατομικό συμφέρον μπροστά στο συλλογικό, μπροστά στον αγώνα για την Επανάσταση. Και αυτό από μόνο του καθιστά γελοίο το όποιο καθεστωτικό αντεπιχείρημα για τη μη πολιτικότητά μας. Γιατί ποιο μη πολιτικό ον βάζει το συλλογικό, το κοινωνικό συμφέρον πάνω από το ατομικό, υποθηκεύοντας ολόκληρη τη ζωή του;
Όπως είπα και στην αρχή του κειμένου μου, δεν ένοιωθα ούτε νοιώθω υπόλογος απέναντι στο κράτος, απέναντι στο καθεστώς, απέναντι σε εσάς. Η καταστολή από τη στιγμή που δεν καταφέρνει να λυγίσει τους αγωνιστές, καταφέρνει να τους δυναμώσει ακόμα περισσότερο. Η περίοδος των συλλήψεων μας ήταν μια περίοδος-ορόσημο για εμένα. Ένας σύντροφος μου είχε πέσει νεκρός από ένοπλο φρουρό του κράτους. Ακολούθησε το κατασταλτικό χτύπημα ενάντια στην οργάνωση που συμμετείχα. Με συνέλαβαν και με φυλάκισαν. Με κράτησαν έξι μηνών έγκυο για πέντε μέρες στα κελιά της «αντιτρομοκρατικής» με το φως αναμμένο 24 ώρες το 24ωρο και με ένα τσούρμο ασφαλίτες να μιλούν αδιάκοπα έξω από τα κελιά. Στόχος να αποκλειστεί η δυνατότητα ύπνου. Ποιο ήταν το ζητούμενο; Να εξαντλήσουν σωματικά, πνευματικά και ψυχικά τον κρατούμενο, ώστε να του σπάσει πιο εύκολα το ηθικό. Σε όλες τις μεταγωγές με είχαν δεμένη πισθάγκωνα κάτι που γνωρίζει κάθε έγκυος πόσο επώδυνο είναι. Αν περίμενα κάποια ειδική μεταχείριση ως έγκυος; Φυσικά και όχι. Πόλεμο έχουμε. Και σε αυτό τον πόλεμο περισσεύουν οι ευαισθησίες. Γνωρίζω πως τα σκυλιά . του κράτους είναι βασανιστές και δολοφόνοι. Και το γεγονός ότι διψούν για αίμα -για το δικό μας αίμα- φάνηκε και στη δήλωση μπάτσων της ομάδας Δίας που σε προσαγωγή μετά ξυλοδαρμών συντρόφου, του διαμήνυσαν για εμάς: «όταν μάθαμε ότι βγήκαν στην παρανομία χαρήκαμε γιατί όταν τους βρούμε θα τους ξαπλώσουμε». Εννοούν, φυσικά, ότι θα μας δολοφονήσουν. Και σίγουρα αυτή η δήλωση δεν αφορά την υποκειμενική διάθεση των συγκεκριμένων μπάτσων. Πόλεμο έχουμε. Και η πολιτική μας επιλογή και στάση μας, μας καθιστά ιδιαίτερο πρόβλημα για το κράτος. Πόλεμο έχουμε. Και αυτόν τον πόλεμο δεν τον ξεκινήσαμε εμείς. Τον ξεκίνησε το καθεστώς που υπηρετείτε και εσείς συμμετέχετε ενεργά σε αυτόν. Είναι ο ταξικός και κοινωνικός πόλεμος. Είναι ο ίδιος πόλεμος στον οποίο είχε αναφερθεί ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους στον πλανήτη που λεηλάτησε μέρος του κοινωνικού πλούτου μέσω της χρηματιστηριακής κερδοσκοπίας, ο Γουόρεν Μπάφετ, λέγοντας πως «υπάρχει ταξικός πόλεμος. Αλλά είναι η δική μου τάξη, η τάξη των πλουσίων που εξαπολύει αυτόν τον πόλεμο και τον κερδίζει». Στον ίδιο πόλεμο που έχει εξαπολύσει ο Μπάφετ και η τάξη του συμμετέχετε και εσείς. Και έχετε ταχθεί με τη μεριά των πλουσίων. Στον ίδιο πόλεμο εμείς έχουμε εμπλακεί επιχειρώντας να αντιστρέψουμε τους όρους προς όφελος των προλετάριων. Προς όφελος των φτωχών. Οι επιλογές αγώνα που έχουμε κάνει, η στάση μας, το γεγονός ότι δεν σιωπούμε μας καθιστά στόχους. Και σε αυτόν τον πόλεμο είμαι βέβαιη πως πολλοί από τον κρατικό μηχανισμό σας θα μας ήθελαν νεκρούς.
Το καθεστώς σας με υποχρέωσε να γεννήσω στη φυλακή. Έθεσε το νεογέννητο παιδί μου σε καθεστώς αιχμαλωσίας. Πολιτικής αιχμαλωσίας. Το υποχρέωσε να ζήσει την πρώτη περίοδο της ζωής του στις φυλακές σας. Εκεί μίλησε για πρώτη φορά, εκεί περπάτησε. Εκεί ανέπνευσε τον βρώμικο αέρα των φυλακών σας.
Πόλεμο έχουμε. Και στον πόλεμο αυτό στοχοποιήσατε και στοχοποιείτε το παιδί μου. Δεν ένοιωσα ποτέ μου ότι όφειλα να κρατήσω μια καρτερική στάση απέναντι στον εγκλεισμό. Δεν ένοιωσα ποτέ μου ότι έκανα κάτι για το οποίο «πρέπει να πληρώσω». Δεν υπήρξα στιγμή «βολική κρατούμενη». Δεν προσαρμόστηκα στη συνθήκη που μου επέβαλε το καθεστώς σας. Μια συνθήκη που πίστευα πάντα πως ήταν όχι απλώς άδικη -αφού εγώ τασσόμουν με το Δίκιο και όχι οι αντίπαλοι μου-, αλλά ήταν εγκληματική. Ήταν εγκληματική κυρίως γιατί η εκδίκηση του κράτους στρεφόταν και εναντίον του παιδιού μου. Και αυτό είναι κάτι που δεν θα σας το συγχωρήσω ποτέ, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Πόλεμο έχουμε. Αλλά αυτή η πράξη του πολέμου σας είναι η πιο επαίσχυντη.
Η ανάληψη πολιτικής ευθύνης μου παρείχε και μια πολιτική ελευθερία εντός των φυλακών. Την ελευθερία να μην αποδέχομαι τους παραλογισμούς, τους περιορισμούς, και εξαναγκασμούς του «σωφρονιστικού» σας συστήματος, οι οποίοι γίνονταν πολύ πιο απεχθείς, επικίνδυνοι και εγκληματικοί όταν επιβάλλονταν και στο παιδί μου. Η ελευθερία της ανάληψη πολιτικής ευθύνης ήταν ένα όπλο για εμένα για να παλέψω ενάντια στο σύστημα των φυλακών και να κατακτήσω μικρές και μεγάλες νίκες σε πολλά επίπεδα. Όμως καμία παραχώρηση από μεριάς του συστήματος σας δεν μπορεί να καταστήσει ελαφρύτερη τη θέση σας για το γεγονός ότι το παιδί μου πλήρωσε με πολύμηνη αιχμαλωσία το πολιτικό σας μίσος εναντίον μου.
Η ανάληψη πολιτικής ευθύνης, η πολιτική μου στάση, αυτό το κείμενο, η δράση μου για μια ελεύθερη κοινωνία είναι ένας φόρος τιμής και για το παιδί μου. Για να μη ζήσει σε ένα κόσμο αδικίας, σε ένα κόσμο που βασιλεύει το έγκλημα του ισχυρού ενάντια στον αδύνατο. Και επειδή στις μέρες μας όλο και περισσότεροι αντιλαμβάνονται πλέον πως η εξατομικευμένη αναζήτηση μιας «καλύτερης ζωής» είναι αδιέξοδη και πως μόνο συλλογικά ως κοινωνία των αδυνατούν θα ανατρέψουμε την καταστροφική πορεία που μας επιβάλλουν οι κυρίαρχοι, είναι το μεγαλύτερο χρέος μας απέναντι στα παιδιά μας να αλλάξουμε τον κόσμο, να κάνουμε την Επανάσταση. Αυτή είναι και η μόνη κληρονομιά που έχω να του αφήσω. Μια κληρονομιά επαναστατική.
Η επιλογή της ένοπλης δράσης για εμένα ήταν μια καθαρά πολιτική επιλογή. Θα έλεγα πως ήταν μια απόφαση πολιτικής ωρίμανσης μετά από μια μακρά περίοδο δράσης στους κόλπους του ευρύτερου και πολύμορφου αναρχικού κινήματος. Ο Επαναστατικός Αγώνας υπήρξε γνήσιο τέκνο του αναρχικού κινήματος στην Ελλάδα, γεγονός που έχει καταγραφεί ιστορικά τόσο με τη δράση όσο και με τη θεωρία, με το Λόγο που διατύπωσε.
Η δική μου αγωνιστική πορεία μέχρι την ένταξη μου στον Επαναστατικό Αγώνα ήταν μακρά-και πολυδιάστατη. Πιστεύω πως υπήρξα όχι απλώς μια αγωνίστρια του αναρχικού κινήματος που ακολουθούσε ένα πολιτικό ρεύμα, αλλά συμμετείχα ενεργά στη διαμόρφωση και την εξέλιξη του. Εξάλλου πάντα ήταν βαθιά η πίστη μου στην σημασία και την κοινωνική αναγκαιότητα της ανάπτυξης ενός ισχυρού ανατρεπτικού κινήματος που θα έφερνε την Επανάσταση. Και ανέκαθεν πίστευα πως για να καταφέρει ένα κίνημα να βάλει σε μια επαναστατική τροχιά την ιστορία, οφείλει να είναι διαρκώς ρηξικέλευθο ακόμα και ως προς τον ίδιο του τον εαυτό.
Από το 1989 οπότε και ξεκίνησε η δράση μου, η ενεργή παρουσία μου σε πολιτικά γεγονότα ήταν αδιάκοπη. Η ζωή μου ταυτίστηκε με το αναρχικό κίνημα, ταυτίστηκε με την καθεστωτική ανατροπή και την Επανάσταση. Μια καθοριστική στιγμή για εμένα υπήρξε η σύλληψη μου μαζί με άλλους 32 συντρόφους για αφισοκόλληση το ’91, με την οποία καταγγέλλαμε την πυρπόληση της πρυτανείας του Πολυτεχνείου από την αστυνομία και την εισβολή της στο πανεπιστημιακό άσυλο. Τότε, στα κρατητήρια της ασφάλειας έζησα στο πετσί μου την κρατική βαρβαρότητα, καθώς η σύλληψη εκείνη κατέληξε στον πρώτο μετά τη χούντα των συνταγματαρχών ομαδικό βασανισμό πολιτικών κρατουμένων. Τότε ήταν που για πρώτη φορά είπα στον εαυτό μου πως με το κράτος «έχουμε πόλεμο». Και αυτή η σκέψη διαμόρφωσε σε μεγάλο βαθμό την αγωνιστική μου συνείδηση. Η συμμετοχή στο κίνημα δεν είναι ένα παιχνίδι διαμαρτυρίας, αμφισβήτησης, εναλλακτικού τρόπου ζωής. Η συμμετοχή στο κίνημα είναι μια πολύ σοβαρή υπόθεση.
Σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ’90, δεκαετία που ξεκίνησε η βίαιη νεοφιλελεύθερη επίθεση από το κεφάλαιο και το κράτος στην ελληνική κοινωνία, εκδηλώθηκε μια μακρά σειρά από γεγονότα και δράσεις των αναρχικών στις οποίες ήμουν ενεργά παρούσα. Η κατάληψη του Πολυτεχνείου το ’90 σε απάντηση στην αθώωση του μπάτσου Μελίστα που δολοφόνησε τον Μιχάλη Καλτεζά. Η εξέγερση και η κατάληψη του Πολυτεχνείου το ’95 που έληξε με την καταπάτηση του ασύλου και τη σύλληψη μας, τη σύλληψη 504 εξεγερμένων. Διαδηλώσεις και συγκρούσεις με τις δυνάμεις καταστολής όπως αυτές που πραγματοποιήθηκαν κατά την επίσκεψη των δύο αμερικανών προέδρων, του Μπους το ’91 και του Κλίντον το ’99. Διαδηλώσεις και συγκρούσεις με τις δυνάμεις καταστολής ενάντια στα νεοφιλελεύθερα μέτρα στην εκπαίδευση (π.χ. νόμος Αρσένη) και στην εργασία (π.χ. εκπαιδευτικοί). Διαδηλώσεις και συγκρούσεις ενάντια στον πόλεμο των νατοϊκών στην πρώην Γιουγκοσλαβία το ’99 και του αμερικάνικου κράτους και των συμμάχων του στο Ιράκ το 2003, ενάντια στην σύνοδο κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη Θεσσαλονίκη το 2003.
Είναι φυσικά αναρίθμητα τα μεγάλα αλλά και τα μικρά γεγονότα που αυτά τα χρόνια δημιουργήσαμε ή καθορίσαμε με τη δράση μας οι αναρχικοί. Και ήταν αρκετές και οι αλληλέγγυες παρουσίες και παρεμβάσεις μας σε κοινωνικές αντιστάσεις που αναπτύχθηκαν εκείνη την περίοδο, όπως αυτός των κατοίκων του Στρυμονικού που αντιδρούσαν στην εγκατάσταση εργοστασίου χρυσού στην περιοχή τους από την πολυεθνική TVX Gold.
Οι επιλογές αγώνα που έκανα συμπεριλάμβαναν κάθε εργαλείο και μέσο. Συνελεύσεις και δημόσιες εκδηλώσεις, διαδηλώσεις και καταλήψεις, καταλήψεις στέγης για τη συμμετοχή μου στις οποίες έχω συλληφθεί και δικαστεί. Όπως επίσης, έχω συλληφθεί και για την αλληλέγγυα δράση μου σε πολιτικούς κρατούμενους.
Όλη αυτή η μακρά πορεία αγώνα ήταν ένα πολιτικό σχολείο. Όμως το μεγαλύτερο πολιτικό σχολείο για εμένα υπήρξε ο Επαναστατικός Αγώνας. Όπως είπα και νωρίτερα η απόφαση μου να ενταχθώ στις γραμμές του Επαναστατικού Αγώνα ήταν μια απόφαση πολιτικής ωρίμανσης. Ήρθε ως φυσικό αποτέλεσμα της μακροχρόνιας δράσης μου μέσα σε μια περίοδο που κάθε χρόνο, κάθε μέρα που περνούσε ζούσα την όξυνση του ταξικού και κοινωνικού πολέμου από το κράτος και το κεφάλαιο ενάντια στην κοινωνική βάση, ενάντια στους προλετάριους. Η ανάγκη ανάπτυξη της ένοπλης δράσης από αναρχικούς υπαγορεύτηκε από την ιστορική εξέλιξη του ίδιου του ταξικού και κοινωνικού πολέμου.
Πάντα πίστευα πως ένα ανατρεπτικό κίνημα οφείλει να αναπτύσσει και να προωθεί και τον ένοπλο αγώνα. Στην περίοδο όμως που έζησα ως ενεργό πολιτικό πρόσωπο, η έλλειψη της ένοπλης επαναστατικής δράσης αποτελούσε ένα τεράστιο και ανεκπλήρωτο κενό που έπρεπε να καλυφθεί. Και αυτό γιατί έπρεπε να δοθούν δυναμικές απαντήσεις στην όξυνση του πολέμου από τους κυρίαρχους, έπρεπε να αμφισβητηθεί δυναμικά και πιο αποτελεσματικά η παντοδυναμία των εξουσιαστών, έπρεπε να επιχειρηθεί η αντιστροφή του πολιτικού περιβάλλοντος που προωθούσε την ηττοπάθεια και την παραίτηση στους προλετάριους. Έπρεπε επίσης, να μπει ξανά ως συλλογικό κοινωνικό πρόταγμα η ανατροπή του καθεστώτος και η κοινωνική Επανάσταση. Και όσον αφορά το τελευταίο η ένοπλη δράση προσφέρει πάντα τη μοναδική ευκαιρία να επικοινωνούν οι επαναστάτες με πολλούς περισσότερους ανθρώπους, καθώς οι ένοπλες ενέργειες καταφέρνουν να διαρρηγνύουν το τείχος της καθεστωτικής προπαγάνδας και να απογειώνουν το επαναστατικό πρόταγμα. Παράλληλα έπρεπε να μπουν οι όροι για τη διαμόρφωση ενός ευρύτερου επαναστατικού κοινωνικού και πολιτικού κινήματος που θα μπορούσε να καθορίσει το ρου της ιστορίας προς το συμφέρον των προλετάριων και να θέσει τους όρους για την ένοπλη προλεταριακή αντεπίθεση, για την ανατροπή του συστήματος και την κοινωνική Επανάσταση. Και προς αυτή την κατεύθυνση δούλευε ο Επαναστατικός Αγώνας, καθώς η δράση του και ο Λόγος του ήταν άρρηκτα συνδεμένα με αυτή την στόχευση. Κατά την άποψη μου ο Επαναστατικός Αγώνας δεν ήταν μια απλή συνιστώσα του ανατρεπτικού κινήματος. Υπήρξε σε πολλές στιγμές η φωνή του κινήματος που οφείλαμε και οφείλουμε να φτιάξουμε για να καταφέρουμε την ανατροπή, για να καταφέρουμε τη νίκη, για να γίνει πραγματικότητα η Επανάσταση.
Σε όλη τη διάρκεια της διαδικασίας αναλύσαμε το πολιτικό σκεπτικό κάθε ενέργειας που πραγματοποιήθηκε από τον Επαναστατικό Αγώνα. Όλες οι επιλογές δράσης της οργάνωσης πατούσαν σε μια πολιτική βάση. Οι στοχεύσεις της και τα χτυπήματα που πραγματοποίησε παρόλο που αφορούσαν θεσμούς, σύμβολα και οργανισμούς του καθεστώτος με διαχρονική βαρύτητα και σημασία για τους επαναστάτες, επιλέγονταν με βάση τη θέση τους σε ένα συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο. Ο Επαναστατικός Αγώνας πρώτα έθετε την αιχμή της πολιτικής κατεύθυνσης που θα ακολουθούσε, η οποία αιχμή καθοριζόταν από τις ίδιες τις προτεραιότητες που έβαζε η οικονομική και πολιτική εξουσία για την προώθηση των σχεδίων της, για την ένταση της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης στην κοινωνική βάση. Πρώτα έθετε την ανάλυση για την ιστορική φάση του συστήματος, την εξέλιξη και τους στόχους του. Οι επιλογές αγώνα, η δράση ήταν πάντα απόρροια αυτής της ανάλυσης.
Η οργάνωση το πρώτο διάστημα της δράσης της που θα προσδιορίζαμε από το 2003 έως το 2008, είχε ως πολιτική προτεραιότητα την απάντηση στο πολιτικο-στρατιωτικό δόγμα των κυρίαρχων, τον πόλεμο κατά της «τρομοκρατίας», και την απάντηση στη νεοφιλελεύθερη επίθεση που διεξήγαγε η οικονομική και πολιτική εξουσία. Η πρώτη αιχμή αφορούσε την πολιτική- στρατιωτική στρατηγική που εφάρμοζε η υπερεθνική ελίτ στα πλαίσια της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Η δεύτερη αφορούσε την οικονομική στρατηγική της. Όπως χαρακτηριστικά έγραφε η πρώτη προκήρυξη του Επαναστατικού Αγώνα, και οι δυο αυτές κατευθύνσεις αποτελούσαν την πολιτική-στρατιωτική και την οικονομική διάσταση της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Και οι δυο κατευθύνσεις αφορούσαν προσπάθειες για την αντιμετώπιση της πολυδιάστατης συστημικής κρίσης που δεκαετίες πριν υπέβοσκε απειλώντας το σύστημα και εκδηλωνόταν μέσα από διαδοχικές και συνεχείς οικονομικές αναταράξεις, που μόνο φαινομενικά ήταν «αποσπασματικές και ανεξάρτητες» μεταξύ τους. Η αγριότητα του νεοφιλελευθερισμού, οι πόλεμοι και οι στρατιωτικές επιθέσεις, η ένταση της κρατικής βίας στο εσωτερικό των χωρών που εκδηλωνόταν μέσω της αστυνομικής και δικαστικής εξουσίας ήταν πτυχές μιας ενιαίας στρατηγικής του συστήματος που αφορούσε την αντιμετώπιση της κρίσης του και τη διασφάλιση της επιβίωσης του μέσα από μια πολύπλευρη προσπάθεια επέκτασης του σε όλο τον πλανήτη με τη χρήση της βίας, της τρομοκρατίας, της λεηλασίας, του θανάτου.
Το διάστημα που ξεκίνησε ο Επαναστατικός Αγώνας και όλη η πρώτη περίοδος της δράσης του έχει χαρακτηριστεί ιστορικά από την οικονομική ελίτ ως η περίοδος της «μεγαλύτερης ανάπτυξης που έχουν ζήσει οι τελευταίες γενιές». Αναφέρεται φυσικά, στη συσσώρευση του κεφαλαίου και την υπερσυγκέντρωση οικονομικής δύναμης που κατάφερε μια μειοψηφία παγκοσμίως με τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση. Αναφέρεται στα πλούτη που αποκόμισε λεηλατώντας τον κοινωνικό πλούτο και πραγματοποιώντας τη μεγαλύτερη αναδιανομή εισοδημάτων που είχε γνωρίσει μέχρι εκείνη την περίοδο η ανθρωπότητα. Αναφέρεται στην περίοδο που ο περιορισμός των κερδών από την πραγματική οικονομία οδήγησε στη διόγκωση του χρηματιστηριακού κεφαλαίου, στις διαδοχικές χρηματιστηριακές φούσκες, στην πρωτοφανή για την ιστορία του καπιταλισμού μεγέθυνση του πλασματικού κεφαλαίου. Οδήγησε στην «ανάπτυξη μέσω της μόχλευσης» και την έκρηξη του δανεισμού παγκοσμίως. Αυτοί οι παράγοντες έφεραν τη «μεγαλύτερη ιστορικά ανάπτυξη» του κεφαλαίου.
Τη μεγαλύτερη ιστορικά συγκέντρωση οικονομικής δύναμης στα χέρια των πλουσίων. Τα χρόνια που προηγήθηκαν η οικονομική ελίτ κατάφερε να «δέσει» τους λαούς μέσω των χρεών, ιδιωτικών και δημόσιων, και σήμερα που η συστημική κρίση έχει πάρει την πιο άγρια και οριακή μορφή της, τους κρατά σε καθεστώς ομηρίας και τους στραγγαλίζει.
Οι επιλογές δράσης του Επαναστατικού Αγώνα και οι στόχοι επίθεσης αποφασίζονταν με βάση την ελληνική ιστορική συγκυρία. Όμως αυτή δεν ήταν δυνατό να ειδωθεί ξεκομμένη από τη συνολική παγκόσμια πορεία του συστήματος, γι’ αυτό και πάντα στις προκηρύξεις αναλυόταν το διεθνές οικονομικό και πολιτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο ήταν ενταγμένη.
Οι επιθέσεις εναντίον των δικαστηρίων της Ευελπίδων, της κλούβας των ΜΑΤ στην Πέτρου Ράλλη, του αστυνομικού τμήματος της Καλλιθέας έγιναν ως απάντηση στον πόλεμο κατά της «τρομοκρατίας» έτσι όπως αυτός εκδηλωνόταν στο εσωτερικό της χώρας με την όξυνση της αστυνομικής βίας, με τη θεσμοθέτηση των πρώτων «αντιτρομοκρατικών» νόμων και την ενίσχυση του νομοθετικού οπλοστασίου του κράτους για την αντιμετώπιση του ένοπλου αγώνα, με τις κατασταλτικές επιθέσεις εναντίον ένοπλων οργανώσεων και τις συλλήψεις αγωνιστών, με τις φυλακίσεις στα ελληνικά λευκά κελιά και τη συγκρότηση έκτατων στρατοδικείων για πολιτικούς κρατούμενους. Οι πρώτες επιθέσεις της οργάνωσης παρά το συμβολικό τους χαρακτήρα κατάφεραν να διαρρήξουν το κλίμα τρομοκρατίας εναντίον της κοινωνίας που ήθελε να επιβάλει το κράτος αξιοποιώντας την κατασταλτική επίθεση εναντίον της 17Ν και τις συλλήψεις αγωνιστών για συμμετοχή στον ΕΛΑ. Εκείνη η τακτικής φύσεως νίκη του κράτους επί του ένοπλου αγώνα επιχειρήθηκε μέσω της καθεστωτικής προπαγάνδας να αναδειχτεί από τους ταξικούς μας αντιπάλους όχι μόνο ως νίκη επί της ένοπλης αντίστασης στο καθεστώς, αλλά και ως ταφόπλακα για την προοπτική της ανατροπής του καθεστώτος και της Επανάστασης.
Μια ιδιαίτερη αναφορά οφείλω να κάνω για την επίθεση στο αστυνομικό τμήμα της Καλλιθέας στις 5 Μάη του 2004. Η επίθεση αυτή έγινε σε μια περίοδο που η «αντιτρομοκρατική» εκστρατεία βρισκόταν στο απόγειο της διεθνώς ενώ στην Ελλάδα πλησίαζε η ημερομηνία έναρξης των ολυμπιακών αγώνων. Η ενέργεια αυτή είχε χαρακτηριστεί από παράγοντα της τότε κυβέρνησης της ΝΔ ως ενέργεια «εσχάτης προδοσίας» κατά της Ελλάδας και των συμφερόντων της, γιατί υπονόμευε την ομαλή διεξαγωγή των αγώνων στους οποίους τόσα πολλά είχε επενδύσει η ντόπια πολιτική και οικονομική άρχουσα τάξη. Ο Επαναστατικός Αγώνας όμως από τότε είχε εκτενώς μιλήσει για το έγκλημα κατά του λαού που διέπραττε η ελληνική ελίτ με αυτή τη πανάκριβη φιέστα, για την οποία εκτινάχθηκε το χρέος σε πρωτοφανή επίπεδα. Σήμερα με την κρίση χρέους, οι περισσότεροι καθεστωτικοί πολιτικοί μιλούν για το «λάθος των ολυμπιακών αγώνων». Σε αυτούς φυσικά, δεν συγκαταλέγονται όσοι ενεπλάκησαν άμεσα με αυτούς, αποσπώντας για τον εαυτό τους ένα μερίδιο από τα κέρδη αυτής της καταστροφικής για τη χώρα επιχείρησης.
Να κάνω μια παρένθεση για να ρωτήσω ποια μη πολιτική ενέργεια θα την αποκαλούσε μια κυβέρνηση ως «πράξη εσχάτης προδοσίας»;
Ένα άμεσο αποτέλεσμα εκείνης της ενέργειας ήταν η πτώση του χρηματιστηρίου του Χονγκ Κονγκ λόγω του μεγάλου φόβου της υπερεθνικής ελίτ για τη διεξαγωγή ένοπλων επιθέσεων στην Ελλάδα εν μέσω της ολυμπιακής περιόδου. Αυτό το γεγονός ανέδειξε τόσο την έντονη ανασφάλεια της υπερεθνικής ελίτ για την ανάπτυξη ένοπλου αγώνα ιδίως μέσα σε μια πολύ ευαίσθητη περίοδο, όσο και το μεγάλο βαθμό διάχυσης των αποτελεσμάτων της ένοπλης δράσης λόγω του προχωρημένου βαθμού αλληλεξάρτησης στο παγκοσμιοποιημένο σύστημα. Καινά ρωτήσω, ποια μη πολιτική ενέργεια, όσο σοβαρή και αν είναι μπορεί να προκαλέσει πτώση του χρηματιστηριακού δείκτη σε μια μακρινή χώρα; Ακόμα και αν υποθέταμε πως εκείνη την περίοδο εκδηλωνόταν μια έξαρση των ανθρωποκτονιών στη χώρα, ποσώς δεν θα ενδιέφερε την ελίτ, καμία χρηματιστηριακή πτώση δεν θα εκδηλωνόταν αφού θα επρόκειτο για μη πολιτικές πράξεις που δεν στρέφονται κατά του καθεστώτος. Ιδιαίτερη πολιτική βαρύτητα στην πρώτη περίοδο της δράσης του Επαναστατικού Αγώνα είχε η επίθεση εναντίον της αμερικάνικης πρεσβείας, της ηγέτιδας παγκοσμίως πολιτικής, στρατιωτικής και οικονομικής δύναμης. Η επίθεση αυτή με τον ισχυρό πολιτικό συμβολισμό κατάφερε να φέρει αναβρασμό στην κορυφή του κρατικού μηχανισμού και αποτελεί ως σήμερα μια μαύρη σελίδα για την ελληνική πολιτική ελίτ. Για τον λαό όμως αποτέλεσε μια παραδειγματική επίθεση εναντίον ενός ιστορικού εχθρού της χώρας που πρωτοστάτησε στο να γραφούν οι πιο μελανές σελίδες της μεταπολεμικής ελληνικής ιστορίας.
Σήμερα, έξι σχεδόν χρόνια μετά, η ενέργεια αυτή παραμένει ιδιαίτερα επίκαιρη.
Οι ΗΠΑ ως πολιτικό και οικονομικό καθεστώς εξακολουθούν να βρίσκονται στην κορυφή της παγκόσμιας συστημικής ιεραρχίας. Στις μητροπόλεις των ΗΠΑ συγκεντρώνεται το μεγαλύτερο μέρος του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Η Wall Street αποτελεί ένα κορυφαίο χώρο λήψης αποφάσεων για το σύστημα παγκοσμίως, που δεν έχουν μόνο οικονομικές αλλά και πολιτικές συνέπειες. Οι μεγαλύτεροι οίκοι χρηματιστικής κερδοσκοπίας εδρεύουν εκεί, όπως η Goldman Sachs, η Morgan Stanley, η Citi, η J.P. Morgan καθώς και αμέτρητα heads funds που σε συνεργασία πάντα με τις επενδυτικές τράπεζες και την κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ, τη Fed, αξιοποιούν την παγκόσμια κρίση για την άμεση και μαζική αναδιανομή του παγκόσμιου πλούτου από την κοινωνική βάση προς την κορυφή, από τους λαούς προς την υπερεθνική ελίτ. Από εκεί και με όχημα τους προαναφερόμενους επενδυτικούς οργανισμούς ξεκίνησε η γιγαντιαία κερδοσκοπική επιχείρηση από μεγάλη μερίδα της υπερεθνικής οικονομικής ελίτ, που στόχευε στην εκμετάλλευση της κρίσης στις ευρωπαϊκές χώρες για την αποκόμιση άμεσων μεγάλων κερδών. Αυτό είναι ένα ιστορικά καταγεγραμμένο γεγονός και δεν συνιστά κάποια θεωρία συνομωσίας, αλλά είναι απόρροια της ίδιας της συστημικής κρίσης, της αναζήτησης διεξόδων για τα συνεχώς μειούμενα κέρδη και την ανάγκη για διαρκή επέκταση του κεφαλαίου.
Εκεί εδρεύουν οι σημαντικότεροι και γνωστοί σε όλους πλέον «οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης», η Moody’ s, η Fitch, η Standard & Poor’ s που άλλοτε άμεσα και άλλοτε έμμεσα κατευθύνουν το υπερεθνικό κεφάλαιο στις κινήσεις του και με τις εκθέσεις τους υπηρετούν τις στοχεύσεις και τα σχέδια των οικονομικά ισχυρών του πλανήτη. Με τις γνωστές βαθμολογίες τους και την πιστοληπτική αξιολόγηση των κρατών καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τις εξελίξεις στην κρίση του χρέους και τη μοίρα των υπερχρεωμένων χωρών.
Στις ΗΠΑ συγκεντρώνεται αυτή την περίοδο το μεγαλύτερο μέρος της ρευστότητας που έχει κλαπεί μετά από χρόνια εκμετάλλευσης για να επενδυθεί στα χρηματιστήρια.
Σήμερα με την κρίση χρέους στην Ευρώπη και με μεγάλο μέρος των κεφαλαίων να εγκαταλείπει ευρωπαϊκές χώρες, οι ΗΠΑ και τα χρηματιστήρια της θεωρούνται αυτή την περίοδο ως ένα σχετικά ασφαλές καταφύγιο για τους ανά τον κόσμο κερδοσκόπους. Το αμερικάνικο δολάριο παραμένει το κύριο νόμισμα των διεθνών συναλλαγών για τα βασικά εμπορεύματα και το βασικό αποθεματικό νόμισμα παγκοσμίως.
Οι ΗΠΑ εξακολουθούν να κατέχουν τη μεγαλύτερη πολεμική δύναμη παγκοσμίως, την οποία θα χρησιμοποιήσουν άμεσα σε νέες στρατιωτικές επιθέσεις και νέους πολέμους. Πολέμους, μέσω των οποίων θα επιδιώξουν τόσο τη διατήρηση της θέσης τους παγκόσμια, αλλά κυρίως την αναζήτηση με στρατιωτικούς όρους διεξόδου από την κρίση.
Η πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ είναι γνωστό ότι απειλείται. Η κρίση θα φέρει σημαντικές ανακατατάξεις στη διάρθρωση του παγκόσμιου οικονομικού και πολιτικού συστήματος. Όμως οι ΗΠΑ είναι βέβαιο ότι δεν θα παραδώσουν την πρώτη θέση στην ιεραρχία του συστήματος αμαχητί. Η έκβαση της σύγκρουσης στο εσωτερικό της υπερεθνικής ελίτ θα καθορίσει τη νέα συστημική αρχιτεκτονική και την ηγεσία του συστήματος.
Η απόπειρα επίθεσης εναντίον του Γιώργου Βουλγαράκη ήταν κοινωνικά δίκαιη όχι μόνο λόγω του θεσμικού του ρόλου, αλλά για τον καταγεγραμμένο ιστορικά ρόλο του σε σειρά σκανδάλων που αφορούσαν τη χώρα και το σύνολο της κοινωνίας. Ο ρόλος του στον «αντιτρομοκρατικό» πόλεμο, έτσι όπως αυτός προωθήθηκε στην Ελλάδα με τη συμμετοχή του στην υπόθεση των τηλεφωνικών υποκλοπών και της απαγωγής των μεταναστών από το Πακιστάν το 2006, ήταν καθοριστικός. Και αυτό κατά τον Επαναστατικό Αγώνα υπερέβαινε αυτόν καθ’ αυτόν τον θεσμικό του ρόλο. Αργότερα αποδείχτηκε ότι η σταδιοδρομία του εν λόγω καθεστωτικού πολιτικού ήταν πλούσια σε οικονομικές απάτες -άλλες «νόμιμες» άλλες «παράνομες»- και κλοπής του κοινωνικού πλούτου. Ό ίδιος και η οικογένεια του πλούτισαν εκμεταλλευόμενοι τον υπουργικό θώκο και λεηλατώντας «νόμιμα» τον λαό. Τέτοιοι είναι οι καθεστωτικοί πολιτικοί. Κλέφτες, άρπαγες, απατεώνες, εγκληματίες. Αυτό το έχει γίνει πλέον κοινή διαπίστωση. Ο εν λόγω καθεστωτικός πολιτικός για όσο θα υπάρχει ελληνικό κράτος, θα γίνεται συνεχώς το επίκεντρο νέων σκανδάλων, όπως αυτό που πρόσφατα βγήκε στην δημοσιότητα, όπου μαζί με άλλους δυο συναδέλφους του είχαν συγκροτήσει μηχανισμό ξεπλύματος χρήματος μέσω offshore εταιρειών.
Μπορεί η αποκάλυψη και η δημοσιοποίηση των σκανδάλων να είναι αποτέλεσμα επιχειρηματικών ανταγωνισμών και αλληλοφαγωμάτων στο εσωτερικό της οικονομικής και πολιτικής ελίτ, έχουν όμως την αξία τους καθώς ξεσκεπάζουν τον βρώμικο ρόλο των πολιτικών παραγόντων. Ένα ρόλο που παίζουν όλοι ανεξαιρέτως οι καθεστωτικοί πολιτικοί, είτε κινούνται εντός του καθεστωτικού νομικού πλαισίου είτε το παραβιάζουν, γεγονός που γνωρίζει πλέον καλά όλη η κοινωνία. Γι’ αυτό και κλέφτες και απατεώνες σαν τον Βουλγαράκη ο λαός έχει επανειλημμένως δηλώσει με πολλούς τρόπους ότι θέλει να τους δει έκπτωτους, να τους δει να τιμωρούνται πραγματικά, να τους δει κρεμασμένους στην πλατεία Συντάγματος, όπως συχνά λέγεται.
Οι επιθέσεις εναντίον των υπουργείων Οικονομικών και Απασχόλησης έγιναν για να χτυπήσουν την πολιτική της τότε κυβέρνησης της ΝΔ να εντείνει τη νεοφιλελεύθερη επίθεση. Η επίθεση εναντίον του υπουργείου Απασχόλησης πραγματοποιήθηκε εν όψει της ψήφισης νόμου για την κατάργηση σειράς εργασιακών κεκτημένων όπως το οχτάωρο, και για την προώθηση των ελαστικών εργασιακών σχέσεων. Η επίθεση αυτή ήταν μια απάντηση στον ταξικό πόλεμο που διεξάγει η πολιτική και οικονομική ελίτ εναντίον των προλετάριων, ήταν μια ενέργεια ταξικής αλληλεγγύης. Στην προκήρυξη που είχε δημοσιευτεί είχε γίνει εκτενής αναφορά στο μεγάλο ελληνικό χρέος και στην αυστηρή δημοσιονομική πολιτική που προωθούσε το ελληνικό κράτος καθ’ υπόδειξη της ευρωπαϊκής πολιτικής ελίτ για τη μείωση των ελλειμμάτων, ενώ είχε αναφερθεί και η προοπτική κατάρρευσης λόγω υπερχρέωσης της ελληνικής οικονομίας. Το 2005 δεν ήταν ορατός κάποιος τέτοιος κίνδυνος και η ελληνική οικονομία παρουσιαζόταν ως ισχυρή, όμως σήμερα αυτή η κατάρρευση είναι η καθημερινότητα για όλους μας. Η επίθεση εναντίον του υπουργείου Οικονομικών πραγματοποιήθηκε εν όψει της ψήφισης του σκληρότερου μέχρι τότε προϋπολογισμού, που παράλληλα με τα σκληρά νεοφιλελεύθερα μέτρα που επέβαλε η κυβέρνηση της ΝΔ και την υπερχρέωση του ελληνικού κράτους, διεξαγόταν μια μεγάλη αναδιανομή πλούτου από την κοινωνική βάση προς την κορυφή. Στην προκήρυξη που είχε δημοσιευτεί, είχε γίνει αναφορά στην εγγενή τάση του καπιταλισμού προς την ανισορροπία και τις κρίσεις, είχε ειπωθεί πως μια κρίση μπορεί να οδηγήσει την ιδιαίτερα ευάλωτη ελληνική οικονομία στην κατάρρευση και πως η συμμετοχή στη ζώνη του ευρώ δεν μπορεί να διασφαλίσει τη βιωσιμότητα της.
Ο Επαναστατικός Αγώνας με τις πρώτες ενέργειες που πραγματοποίησε κουρέλιασε το προσωπείο του κράτους-νικητή, έδειξε ότι το καθεστώς δεν είναι άτρωτο, έδωσε μια σημαντική απάντηση στην «αντιτρομοκρατική» εκστρατεία και τη νεοφιλελεύθερη επίθεση. Μέσα σε μια περίοδο που ήταν σε ισχύ η νεοφιλελεύθερη και η κρατική συναίνεση, ο Επαναστατικός Αγώνας την αμφισβήτησε με δυναμικό τρόπο. Μέσα σε μια περίοδο που το σύστημα έδειχνε παντοδύναμο, ο Επαναστατικός Αγώνας αναδείκνυε με τη θεωρία και τη δράση πόσο ευάλωτο, άρρωστο και επικίνδυνο είναι για την κοινωνική πλειοψηφία. Μέσα σε μια περίοδο που η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση φάνταζε ως μονόδρομος και το σύστημα του καπιταλισμού, της οικονομίας της αγοράς και της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας έδειχνε η μόνη πραγματική και ρεαλιστική συνθήκη, ο Επαναστατικός Αγώνας ζωντάνεψε την πίστη στον ένοπλο αγώνα και την ανατροπή του συστήματος, επανέφερε στο προσκήνιο την πρόταση του αγώνα για την κοινωνική Επανάσταση.
Η επίθεση εναντίον του αστυνομικού τμήματος του Περισσού έγινε ως απάντηση στην εντεινόμενη καταστολή που εξαπέλυε το κράτος το 2007 εναντίον των εξεγερμένων φοιτητών και των αγωνιστών. Έγινε όμως και ως ένα μήνυμα προειδοποίησης για την κατεύθυνση που έδινε το υπουργείο Δημόσιας Τάξης και συγκεκριμένα ο τότε υπουργός, ο Πολύδωρας, στην καταστολή η οποία θα μπορούσε να συμπεριλαμβάνει ακόμα και τις εν ψυχρώ δολοφονίες. Η δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου ήταν η αναμενόμενη για εμάς εξέλιξη της κατασταλτικής πολιτικής. Ο Επαναστατικός Αγώνας την είχε επισημάνει και είχε δεσμευτεί να την απαντήσει. Η επίθεση εναντίον των ΜΑΤ που φρουρούσαν το υπουργείο Πολιτισμού έγινε κυρίως ως απάντηση στην κρατική δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου. Ήταν μια ενέργεια που η οργάνωση είχε την ιστορική υποχρέωση να πραγματώσει.
Όμως καθώς είχαμε εισέλθει στην περίοδο της μη αναστρέψιμης εκδήλωσης της συστημικής κρίσης, κάτι που ο Επαναστατικός Αγώνας το γνώριζε και το είχε καταγράψει εγκαίρως, η ενέργεια αυτή που έγινε στο μεταίχμιο μιας εποχής τόσο για την κοινωνία όσο και για την ίδια την οργάνωση και την στρατηγική της, ήταν και ένα μήνυμα για τις ευκαιρίες που η κρίση θα άνοιγε για τους επαναστάτες αν την αξιοποιούσαν κατάλληλα. Ήταν ένα μήνυμα ότι η εποχή για τον ένοπλο εξοπλισμό των προλετάριων και την οργάνωση της αντεπίθεσης τους πλησίαζε. Και αυτό συνιστούσε μια δεύτερη ιστορική υποχρέωση του Επαναστατικού Αγώνα, η οποία υπαγόρευε το είδος εκείνης της επίθεσης, αλλά και τον τρόπο που αυτή θα γινόταν.
Η επίθεση στο υπουργείο Πολιτισμού, όπως είπα και πριν, έγινε στο μεταίχμιο της ιστορίας του Επαναστατικού Αγώνα. Η οργάνωση θα άφηνε πίσω της τα συμβολικά χτυπήματα, τα οποία τόσο η κρίση όσο και η αναμενόμενη κοινωνική άπονομιμοποίηση του καθεστώτος καθιστούσαν ανεπαρκή, και θα προσάρμοζε την στρατηγική της στις απαιτήσεις που γεννούσαν οι νέες συνθήκες. Διαγνώσαμε ότι τη νέα αυτή περίοδο το σύστημα θα μπει στην πιο οριακή του φάση, ότι η σαπίλα που τόσα χρόνια κρυβόταν θα έβγαινε στην επιφάνεια, ότι η κοινωνική συναίνεση στο καθεστώς θα ακυρωνόταν από την ίδια την κρίση και το βάθος της. Ο Επαναστατικός Αγώνας επέλεξε να αναβαθμίσει τη δράση του με χτυπήματα αποσταθεροποιητικά σε δομές, οργανισμούς και θεσμούς, ενισχύοντας την ανισορροπία του συστήματος. Αν η Ελλάδα ήταν ο αδύνατος κρίκος στην ευρωζώνη όπως λεγόταν συχνά από την υπερεθνική ελίτ, μια ένοπλη επαναστατική οργάνωση όφειλε να αξιοποιήσει αυτή τη συνθήκη, ενισχύοντας τη διαδικασία διάρρηξης αυτού του κρίκου, προωθώντας τη διάρρηξη των συμμαχιών στους κόλπους των ελίτ, προωθώντας την κατάρρευση οικονομικών και πολιτικών λειτουργιών στο εσωτερικό της χώρας. Γιατί γνωρίζαμε πως η σταθερότητα του συστήματος θα διατηρηθεί εις βάρος της κοινωνικής βάσης. Όπως επίσης, γνωρίζαμε πως μια ανεξέλεγκτη ελληνική χρεοκοπία θα πυροδοτούσε εξεγερσιακές και επαναστατικές διαδικασίες όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε άλλες χώρες της Ευρώπης, καθώς θα πολλαπλασιάζονταν οι τριγμοί στο ευρωπαϊκό εξουσιαστικό οικοδόμημα.
Οι επιθέσεις στο χρηματιστήριο, η απόπειρα εναντίον των κεντρικών γραφείων της Citibank και η επίθεση σε υποκατάστημα της ίδιας τράπεζας και της Eurobank εντάσσονταν σε αυτό το σχέδιο, για το οποίο μίλησα αρκετά αναλυτικά στην αρχή του κειμένου.
Η επίθεση εναντίον το χρηματιστηρίου ήταν και παραμένει μια σημαντική απάντηση στο υπερεθνικό χρηματιστικό κεφάλαιο που αυτή την περίοδο κατέχει τον κυρίαρχο ρόλο στο παγκόσμιο σύστημα. Στο ελληνικό χρηματιστήριο σήμερα και ενώ εκατοντάδες δις ευρώ έχουν τελευταία «εξαϋλωθεί» λόγω της κρίσης -κεφάλαια που προέρχονται από τη μακροχρόνια εκμετάλλευση εργαζομένων στις ελληνικές εισηγμένες στο χρηματιστήριο επιχειρήσεις και που έχουν βρει ασφαλή καταφύγια σε τράπεζες και επενδύσεις στο εξωτερικό-, το υπερεθνικό χρηματιστικό κεφάλαιο επιστρέφει με τη μορφή των βραχυπρόθεσμων επενδύσεων υψηλού ρίσκου. Με τις διεθνείς επενδυτικές τράπεζες και τα heads funds κάνει κερδοσκοπικές επιδρομές με επιθετικές αγοραπωλησίες μετοχών, αξιοποιώντας τις ευκαιρίες της ελληνικής πτώχευσης. Μέσω του χρηματιστηρίου εντείνεται η μεταβίβαση κοινωνικού πλούτου από κάτω προς τα πάνω μέσω ενός τελειωτικού ξεζουμίσματος των ελληνικών επιχειρήσεων. Και σε αυτό το παιχνίδι, φυσικά, συμμετέχουν και συχνά πρωτοστατούν όλοι οι μεγάλοι Έλληνες επιχειρηματίες, που αφού έβγαλαν το ρευστό τους εκτός Ελλάδας, προσδοκούν κέρδη από τις υπό καθεστώς κατάρρευσης επιχειρήσεις.
Μια επίθεση εναντίον της Citibank ήταν και είναι μια επίθεση εναντίον ενός μεγάλου πυλώνα του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος, παρά το γεγονός ότι λόγω της κρίσης έχει χάσει την παγκόσμια πρωτιά. Η μητρική της η Citigroup συγκαταλέγεται στις 10 μεγαλύτερες επενδυτικές τράπεζες των ΗΠΑ και αντιπροσωπεύει τα συμφέρονται ενός σημαντικού τμήματος της υπερεθνικής ελίτ. Όσον αφορά το ρόλο της στην κρίση του ελληνικού χρέους είναι γνωστό ότι αυτή η τράπεζα όπως και όλες οι μεγάλες τράπεζες συνέβαλαν στη διαμόρφωση της φούσκας του ελληνικού χρέους με το οποίο κερδοσκόπησαν για χρόνια αποκομίζοντας μεγάλα κέρδη, και από το τέλος του 2009 ξεπούλησαν όλα τα ομόλογα της ευρωπαϊκής περιφέρειας που κρατούσαν βοηθώντας στην εκτίναξη του χρέους για πολλές χώρες. Αμερικάνικες τράπεζες επίσης, έχουν αγοράσει πολλά δις σε ασφάλιστρα ομολόγων (CDS) από χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας. Και επειδή το ΔΝΤ και ο απεσταλμένος του στην Ελλάδα, Πωλ Τόμσεν, δουλεύει για το αμερικάνικο χρηματοπιστωτικό σύστημα, προώθησε το γνωστό κούρεμα του ελληνικού χρέους (PSI) και πιέζει και για επόμενο με σκοπό να διασφαλιστεί η μη ενεργοποίηση των ασφαλίστρων κινδύνου και χρεωθούν οι αμερικάνικες τράπεζες τις πληρωμές τους. Οι τράπεζες της Wall Street είναι εκτεθειμένες με 2,7 τρις στο ευρωπαϊκό χρέος και αυτή η συνθήκη καθορίζει τις εξελίξεις στη διαχείριση της κρίσης χρέους. Όπως είπα και νωρίτερα, ζητούμενο για τους μηχανισμούς «βοήθειας» δεν ήταν, δεν είναι και ούτε πρόκειται να είναι η «διάσωση» της χώρας, αλλά η διασφάλιση των συμφερόντων των τμημάτων αυτών της υπερεθνικής ελίτ και των χρηματοπιστωτικών κολοσσών των οποίων τα συμφέροντα προωθούν. Πάνω σε αυτό τον ανταγωνισμό βασίζεται και το είδος της πτώχευσης που επιβάλλεται, η οποία και θα πρέπει να είναι όσο το δυνατό πιο ανώδυνη για το σύνολο της υπερεθνικής οικονομικής ελίτ.
Παρά το γεγονός ότι έχω τοποθετηθεί και μέσα στο δικαστήριο για αυτήν όπως και για όλες τις ενέργειες του Επαναστατικού Αγώνα, δεν μπορώ να μην αναφέρω ένα απόσπασμα της προκήρυξης που είχε δημοσιευτεί μετά από αυτή την απόπειρα και δείχνει το βαθμό που ο Επαναστατικός Αγώνας κατάφερε να διαγνώσει πολλές σημαντικές εξελίξεις. Σε εκείνη την προκήρυξη, τον Μάρτη του 2009, είχε γίνει εκτενείς αναφορά στην κρίση χρέους που θα εκδηλωνόταν κατόπιν και των κερδοσκοπικών επιθέσεων από επενδυτικούς οίκους όπως η Citibank, ένα χρόνο πριν αυτή ξεσπάσει:
«Οι εγκληματίες που ηγούνται ιης διεθνούς χρηματαγοράς ήδη έχουν ξεκινήσει τη μεγάλη κερδοσκοπική εφόρμηση στην αγορά του χρέους, καθώς τα στοιχήματα για την κατάρρευση διαφόρων χωρών βρίσκονται στην κορυφή των προτιμήσεων της αγοράς, ενώ η Citibank έχει αρχίσει μια επιθετική κερδοσκοπική τακτική με τα ελληνικά ομόλογα. Οι αποδόσεις για το κεφάλαιο θα είναι μεγάλες, αλλά σύντομα θα δούμε πολλές χώρες να χρεοκοπούν κάτω από το βάρος του χρέους, της πολιτικής πίεσης για μεγαλύτερη νεοφιλελεύθερη προσαρμογή, αλλά και της κερδοσκοπίας.
Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας είναι διατεθειμένη να δεχτεί εν λευκώ κάθε όρο του μεγάλου κεφαλαίου όσο δυσβάσταχτος και αν είναι, να επιβάλει δια πυρός και σιδήρου και τις πιο ακραίες νεοφιλελεύθερες επιταγές που της υποδεικνύει η αγορά και οι πολιτικές συμμαχίες που την υπηρετούν όπως η Ε.Ε. και να ματώσει την ελληνική κοινωνία προκειμένου να μείνει συνεπής στις υποχρεώσεις της προς τους δανειστές της».
Το παραπάνω απόσπασμα είναι στην ουσία η περίληψη του μνημονίου που επιβλήθηκε ένα χρόνο αργότερα από την τρόικα και περιγράφει το μονόδρομο που οφείλει να ακολουθήσει κάθε κυβέρνηση. Ακόμα και η φράση «να ματώσει την ελληνική κοινωνία» είναι αυτή που ακουγόταν συνεχώς από τον Παπανδρέου κατά την πρώτη περίοδο της υπαγωγής της χώρας στην κυριαρχία της τρόικας, εξακολουθεί και θα εξακολουθεί να χρησιμοποιείται από την πολιτική εξουσία.
Εδώ να κάνω μια παρένθεση για να ρωτήσω, που έχει συμβεί μη πολιτικά όντα να αναλύουν ακόμα και να προαναγγέλλουν πολιτικές εξελίξεις; Ποια μη πολιτική σκέψη μπορεί να επεξεργαστεί, να αναλύσει και να καταγράψει όχι μόνο αυτά τα πολιτικά και οικονομικά γεγονότα που ήδη συμβαίνουν, αλλά και αυτά που πρόκειται να συμβούν; Και αν αυτός ο λόγος δεν αφορά σε πολιτικές πράξεις, τότε σε τι αφορά; Οι ίδιες οι επιλογές δράσης του Επαναστατικού Αγώνα και ο πολιτικός του λόγος καθιστούν γελοίο τον όποιο ισχυρισμό για τη μη πολιτικότητα αυτής της οργάνωσης και των μελών της.
Στη συνέχεια και στην ίδια προκήρυξη προαναγγέλλεται το πολιτικό αδιέξοδο της διαχείρισης της κρίσης χρέους από τις κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις και εντός του καθεστωτικού πλαισίου ενώ αναφέρεται πως μόνο από την επαναστατημένη κοινωνική βάση μπορεί να δοθεί η πραγματική λύση: «Η πολιτική βούληση για μια κοινωνία να αποτινάξει το ζυγό του χρέους από πάνω της, όχι μόνο γιατί δεν τον αντέχει, αλλά γιατί δεν τον θέλει, είναι συνυφασμένη με την απόφαση να αντιπαρατεθεί με το σύνολο της πολιτικής εξουσίας, με την απόφαση να έρθει σε ρήξη με το οικονομικό και πολιτικό σύστημα, με την απόφαση να ανατρέψει το καθεστώς που την κρατάει σκλαβωμένη».
Έχουμε ήδη αναφερθεί στην ομολογία κυβερνητικού παράγοντα που είπε την περίοδο των συλλήψεων μας ότι «ένα μεγάλο χτύπημα θα τελείωνε την οικονομία μέσα σε ώρες». Είναι μια διαπίστωση που όχι μόνο αντικρούει τον ισχυρισμό του δικαστηρίου για την «αναποτελεσματικότητα» της ένοπλης δράσης ιδίως στην εποχή μας -ισχυρισμό που πάνω του βασίστηκε η επιχειρηματολογία για τη μη πολιτική υπόσταση της δράσης του Επαναστατικού Αγώνα από μεριάς του εισαγγελέα-, αλλά αποτελεί και ομολογία της ευάλωτης, της δραματικής θέσης που βρίσκονται σήμερα οι εξουσιαστές, οι οποίοι πατούν σε ένα έδαφος σαθρό με τον κίνδυνο της κατάρρευσης να ελλοχεύει, με τον κίνδυνο να βρεθούν έκπτωτοι και κυνηγημένοι μεγαλύτερο από κάθε άλλη φορά στη σύγχρονη ιστορία του συστήματος. Ήταν μια ομολογία ότι η ανατροπή τους είναι εύκολη, ότι η επαναστατική προοπτική δεν είναι ουτοπία.
Ο Επαναστατικός Αγώνας δημιουργήθηκε με αποκλειστικό σκοπό να προωθήσει μέσω της ένοπλης δράσης την υπόθεση της κοινωνικής Επανάστασης. Αυτός είναι ο μοναδικός σκοπός της δράσης της οργάνωσης, αφού αυτή στην ουσία υπήρξε ένα εργαλείο που αξιοποιήθηκε προς αυτή την κατεύθυνση. Εξάλλου δεν ήταν ποτέ για εμάς αυτοσκοπός ούτε ο Επαναστατικός Αγώνας ούτε η ένοπλη δράση ευρύτερα. Όπως δεν είναι αυτοσκοπός καμία μορφή δράσης. Ο μόνος αυτοσκοπός είναι η Επανάσταση. Και οι όποιες δράσεις δεν στοχεύουν σε αυτήν, για εμένα δεν είναι απλώς άχρηστες, αλλά και πολιτικά επιζήμιες.
Τον ίδιο στόχο υπηρετούσε και η πολιτική στάση που κρατήσαμε μετά τις συλλήψεις μας. Δηλαδή, τόσο η ανάληψη πολιτικής ευθύνης όσο και η πολιτική στάση μας κατά τη διάρκεια της φυλάκισης και αφού αφεθήκαμε προσωρινά ελεύθεροι, είναι ενταγμένη στην επίτευξη αυτού του στόχου.
Καμία στάση και μορφή αγώνα δεν έχει αξία για τους επαναστάτες, στο βαθμό που δεν έχει ως αφετηρία και στόχο, δεν περιέχει στον πυρήνα της την ενίσχυση της επαναστατικής διαδικασίας. Με αυτό το σκεπτικό η οργάνωση πήρε το όνομα της. Με αυτό το σκεπτικό πορεύτηκε και πιστεύω πως υπηρέτησε με σοβαρότητα και υπευθυνότητα αυτή την υπόθεση.
Τι όμως εννοούμε όταν μιλάμε για Επανάσταση;
Οι άνθρωποι ζώντας τους τελευταίους αιώνες σκλαβωμένοι στο καπιταλιστικό καθεστώς δυσκολεύονται ή τους είναι ακόμα και αδύνατο να φανταστούν τη ζωή τους έξω από το υπάρχον οικονομικό και πολιτικό σύστημα. Τους είναι αδύνατο να φανταστούν πως μπορεί να υπάρχει κοινωνία χωρίς οργανωμένες εξουσιαστικές δομές, χωρίς κοινωνική ιεραρχία. Τους είναι δύσκολο να φανταστούν πώς μπορεί να λειτουργήσει ένα κοινωνικό μοντέλο χωρίς διαχωρισμούς, χωρίς καταπίεση και εκμετάλλευση, χωρίς εξουσίες, χωρίς αφεντικά και δούλους.
Το ίδιο δύσκολο, αν όχι αδύνατον, πιστεύω ότι είναι και για αυτό το δικαστήριο.
Το πρόβλημα της κοινωνικής απήχησης που έχει το επαναστατικό ζήτημα στην εποχή μας, βασίζεται στο μεγαλύτερο βαθμό στη φίμωση των επαναστατών από την καθεστωτική προπαγάνδα. Και μια από τις λύσεις που δίνει η ένοπλη δράση είναι η ακύρωση αυτής της φίμωσης, καθώς μια πολιτικά καίρια και σημαντική επίθεση μπορεί να συμβάλει στο να ταξιδέψει ο επαναστατικός λόγος πολύ μακριά.
Ο μεγάλος βαθμός κοινωνικής αποδοχής του καπιταλιστικού μοντέλου και των αξιών του τις τελευταίες δεκαετίες της νεοφιλελεύθερης επίθεσης -αξίες που βασίζονται στην αναζήτηση της επιτυχίας και του πλουτισμού με κάθε μέσο, την αποδοχή ως φυσική διαδικασία της κοινωνικής αναρρίχησης μέσω του ποδοπατήματος των αδυνάτων, την ανάδειξη του οικονομικού και ευρύτερα του κοινωνικού ανταγωνισμού ως αυτοσκοπό κάθε ανθρώπινης συνεύρεσης- οδήγησαν στο να θεσμοποιηθούν, να θεσμοθετηθούν και να ριζώσουν στις κοινωνίες τα πιο σάπια, τα πιο ποταπά χαρακτηριστικά που μπορεί να αποκτήσει ο άνθρωπος. Ένας άνθρωπος αλλοτριωμένος από την ίδια την καθεστωτική νοοτροπία, την οποία και προωθούν όλοι ανεξαιρέτως οι οικονομικοί και πολιτικοί θεσμοί τους συστήματος. Για αυτό και η πιο συνήθης ένσταση που εκφράζεται απέναντι στην πρόταση της επαναστατικής αλλαγής, προέρχεται από αυτούς που έχουν εμπεδώσει την καθεστωτική ηθική και προσδιορίζουν την επαναστατική κοινωνία ως ουτοπία γιατί προϋποθέτει την ύπαρξη «τέλειων ανθρώπων». Προέρχεται από αυτούς που έχουν πειστεί ότι οι ανισότητες, η εκμετάλλευση, η καταπίεση και η βία που αυτή η συνθήκη συνεπάγεται, είναι «φυσικές» καταστάσεις και για αυτό αδύνατο να αλλάξουν.
Η επαναστατική θέση όμως πιστεύει πως η κατάργηση των θεσμών που προωθούν και επιβάλλουν συχνά με τη βία αυτές τις κοινωνικές σχέσεις και η δημιουργία νέων επαναστατικών δομών οικονομικής, πολιτικής οργάνωσης της κοινωνίας θα σημάνει το τέλος του αλλοτριωμένου ανθρώπου. Τέλειοι άνθρωποι δεν υπάρχουν. Υπάρχουν όμως άνθρωποι ελεύθεροι και άνθρωποι σκλαβωμένοι. Είναι φυσικό υπό ένα μακροχρόνιο καθεστώς σκλαβιάς να καταστρέφονται τα πιο υγιή χαρακτηριστικά των ανθρώπων και των κοινωνιών. Ο μόνος τρόπος να τα διαφυλάξει κάποιος ενώ ζει εντός του υπάρχοντος συστήματος, είναι να αγωνίζεται ενάντια στο καθεστώς της δουλείας και της σκλαβιάς. Είναι να αγωνίζεται για την ανατροπή του συστήματος, για την Επανάσταση.
Ο Επαναστατικός Αγώνας από την αρχή της δράσης του έχει μιλήσει για το τι εννοεί Επανάσταση/Εχουμε κατ’ επανάληψη μιλήσει και μέσα από τη φυλακή για αυτό το ζήτημα. Θα έλεγα πως ειδικά στην εποχή μας όπου απαιτείται από όλους η ένταση των προσπαθειών για την ενίσχυση της επαναστατικής υπόθεσης, απαιτείται η συνεχής αναφορά στο ζήτημα της επαναστατικής κοινωνικής συγκρότησης. Αυτό το κορυφαίο για την επαναστατική δράση και λόγο ζήτημα, εμείς, ως Επαναστατικός Αγώνας και ως μέλη μέσα και έξω από τη φυλακή το θέταμε, το αναλύαμε και συζητούσαμε συνεχώς.
Μια κοινωνική Επανάσταση κατ’ αρχήν απαιτεί την κατάργηση όλων των συστημικών λειτουργιών, όλων των θεσμών που νομιμοποιούν και επιβάλλουν την ανισότητα, την εκμετάλλευση, τους διαχωρισμούς, την εξουσία. Απαιτεί την κατάργηση του κράτους και κάθε θεσμού που συνδέεται με αυτό. Απαιτεί την άμεση κατάργηση κάθε καπιταλιστικής λειτουργίας, την εγκατάλειψη της οικονομίας της αγοράς. Απαιτεί την απαλλοτρίωση της μεγάλης ιδιοκτησίας και τη μεταβίβαση του συνόλου του κοινωνικού πλούτου στην κοινωνική βάση. Την απαλλοτρίωση και κοινωνικοποίηση των εργοστασίων και των μεγάλων επιχειρήσεων για τις οποίες αρμόδια θα είναι τα εργατικά Συμβούλια. Απαιτεί την απαλλοτρίωση της γης που κατέχει το κράτος, η εκκλησία, οι μεγάλες εταιρείες, οι πλούσιοι και την κολλεκτιβοποίησή της.
Απαιτεί την κοινωνικοποίηση όλων των λειτουργιών κοινής ωφέλειας: Εκπαίδευση, υγεία, μεταφορές, ενέργεια, ύδρευση, επικοινωνίες… Τα πάντα οφείλουν να περάσουν ολοκληρωτικά στα χέρια της κοινωνίας. Απαιτεί την κοινωνικοποίηση όλων των μέσων ενημέρωσης.
Απαιτεί τη δημιουργία νέων μοντέλων οικονομικής παραγωγής που θα βασίζονται στη συλλογική και ισότιμη συμμετοχή των εργαζομένων. Χωρίς ιεραρχία, χωρίς αφεντικά, χωρίς ανισότητες στις αποδοχές, χωρίς εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενους.
Ο πυρήνας μιας επαναστατικής κοινωνίας θα είναι η Κομμούνα ή η Κοινότητα. Αυτή θα είναι το κέντρο όπου μέσα από τη Συνέλευση, το συλλογικό όργανο λήψης αποφάσεων, θα λαμβάνονται όλες οι αποφάσεις για την οργάνωση σε οικονομικό, πολιτικό, κοινωνικό επίπεδο. Η Κομμούνα ή η Κοινότητα θα αποφασίζει τι θα παράγεται και πώς θα διατίθεται. Έξω από κάθε λογική κέρδους το οποίο είναι ταυτισμένο με το καπιταλιστικό μοντέλο, η οικονομική λειτουργία και η παραγωγή θα βασίζεται στην κάλυψη των κοινωνικών αναγκών με ισότιμους και δίκαιους όρους για όλους. Κάθε τόπος, κάθε περιοχή θα μπορεί να παράγει αναλόγως των ιδιαίτερων φυσικών ιδιαιτεροτήτων που διαθέτει, διασφαλίζοντας έτσι και την επιστροφή στη χαμένη φυσική ισορροπία. Γιατί η Επανάσταση είναι εκτός όλων των άλλων η μόνη ρεαλιστική απάντηση στην καταστροφή του περιβάλλοντος, που έχει σε τόσο μεγάλο βαθμό συντελεστεί με την μακροχρόνια εντατική καπιταλιστική εκμετάλλευση των φυσικών πόρων του πλανήτη.
Ο συντονισμός σε εθνικό αλλά και διεθνές επίπεδο θα γίνεται μέσω των Συνομοσπονδιών, οι οποίες και θα αποτελούν τα κέντρα συνάντησης όλων των επαναστατικών Συνελεύσεων.
Η επανένωση της πολιτικής και οικονομικής σφαίρας στην κοινωνία είναι ένα κεντρικό ζητούμενο μιας επαναστατικής κοινωνίας. Η Κομούνα ή η Κοινότητα θα είναι οι χώροι αυτής της επανένωσης.
Επειδή μια επαναστατική κοινωνία είναι μια κοινωνία οικονομικής ισότητας και πολιτικής ελευθερίας για όλους τους ανθρώπους, χωρίς ταξικούς και κοινωνικούς διαχωρισμούς, χωρίς πλούσιους και φτωχούς, χωρίς εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενους, συνιστά έναν πραγματικό εφιάλτη για τον πάσης φύσης εξουσιαστή αφού γνωρίζει ότι θα καταργηθούν τα προνόμια του, θα απαλλοτριωθούν τα πλούτη του.
Ποτέ στην ιστορία της ανθρωπότητας οι προνομιούχες τάξεις δεν παραιτήθηκαν εθελοντικά των προνομίων τους. Ποτέ ιστορικά καμία άρχουσα τάξη δεν εγκατέλειψε την θέση της στην καθεστωτική ιεραρχία. Ακόμα και καθεστώτα που παρήκμασαν και σάπισαν, δεν αυτοκαταργήθηκαν αλλά κατέρρευσαν κατόπιν βίαιων χτυπημάτων από τις κοινωνίες, κατόπιν εξεγέρσεων, επαναστάσεων.
Για αυτό και η Επανάσταση αρχικά δεν μπορεί παρά να είναι μια βίαιη εφόρμηση των ένοπλων προλετάριων ενάντια στην οργανωμένη εξουσία και τους φορείς της. Δεν μπορεί παρά να είναι μια ένοπλη ταξική αντεπίθεση.
Σήμερα, την περίοδο της μεγαλύτερης κρίσης του συστήματος του καπιταλισμού, σήμερα που αποδεικνύεται σε όλο και ευρύτερα τμήματα της κοινωνίας ότι το σύστημα αυτό είναι καταστροφικό, άρρωστο, σάπιο, ότι είναι ένα σύστημα δολοφόνος για τους λαούς, που αντί της ευημερίας οδηγεί σε κοινωνικά ολοκαυτώματα, καταστροφές, πολέμους, η επικαιρότητα αλλά και η επιτακτική ανάγκη της Επανάστασης είναι μεγαλύτερη από κάθε άλλη φορά. Γιατί το σύστημα έχει αγγίξει -αν δεν έχει ήδη ξεπεράσει- τα όρια του και για αυτό θα γίνεται όλο και πιο βίαιο, όλο και πιο απάνθρωπο, όλο και πιο καταστροφικό.
Ρεαλιστική πρόταση διεξόδου από την κρίση δεν υπάρχει και αυτό το γνωρίζουν πλήθος καθεστωτικών οικονομικών αναλυτών. Το γνωρίζουν οι «αγορές» δηλαδή, οι ελίτ, το γνωρίζουν οι κυβερνήσεις. Το μόνο που ευελπιστούν να καταφέρουν με τα μέτρα που λαμβάνουν είναι να δίνουν παράταση ζωής σε ένα άρρωστο σύστημα.
Και αυτό το επιχειρούν μεταφέροντας τις ζημιές της κρίσης στην κοινωνική βάση και μεταβιβάζοντας στις πλάτες πολλών επόμενων γενεών το κόστος της αποπληρωμής των εκατοντάδων τρις χρέους που έχει συσσωρευτεί στα θησαυροφυλάκια της υπερεθνικής ελίτ και το ανυπολόγιστο κόστος της σωτηρίας του συστήματος.
Το αδιέξοδο το γνωρίζουν, η ομολογία του όμως συνιστά ομολογίας ήττας για το ίδιο το σύστημα. Όπως επίσης γνωρίζουν ότι τη χειρότερη έκφραση της κρίσης δεν την έχουμε δει ακόμα.
Στην πραγματικότητα η επαναστατική πρόταση σήμερα αποτελεί τη μόνη ρεαλιστική λύση για την έξοδο από την κρίση. Για να περάσουν στο παρελθόν και στην ιστορία όλες οι κρίσεις. Και είναι η μόνη ρεαλιστική πρόταση γιατί η έξοδος από αυτήν προϋποθέτει σειρά μέτρων, που μόνο με την Επανάσταση μπορούν να εφαρμοστούν. Προϋποθέτει την πλήρη άρνηση πληρωμής του χρέους, κίνηση που μόνο μέσω επαναστάσεων έχει επιτευχθεί ιστορικά. Την έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση, την έξοδο από την οικονομία της αγοράς, την κατάργηση του καπιταλιστικού συστήματος και του κεφαλαίου που είναι η πραγματική αιτία των κρίσεων. Την επαναλειτουργία της οικονομικής και πολιτικής ζωής της χώρας σε νέες επαναστατικές βάσεις.
Η μόνη ρεαλιστική διέξοδος από την κρίση είναι να αφήσουμε οριστικά πίσω μας αυτό το σύστημα που βασίζεται στους διαχωρισμούς. Διαχωρισμούς ταξικούς, κοινωνικούς, εθνικούς, φυλετικούς, θρησκευτικούς. Να αφήσουμε οριστικά πίσω μας κάθε μορφή εξουσίας. Να δημιουργήσουμε μια κοινωνία ελεύθερων ανθρώπων.
Για αυτό αγωνιζόταν ο Επαναστατικός Αγώνας. Για αυτό αγωνιζόμαστε.
ΖΗΤΩ Ο ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ
ΖΗΤΩ Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
ΤΙΜΗ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ ΣΤΟΝ ΣΥΝΤΡΟΦΟ ΛΑΜΠΡΟ ΦΟΥΝΤΑ
Μέχρι την τελική νίκη
Πόλα Ρούπα, Δεκέμβριος 2012
πηγή: https://athens.indymedia.org/front.php3?lang=el&article_id=1453600
Pingback: Declaración política de Pola Rupa en el juzgado especial de la prisión de Koridalós el 29/01/2013