«Θα ήθελα πραγματικά να με κοιτάξετε στα μάτια και να μου πείτε ότι είμαι εγκληματίας». Ενας ψηλόλιγνος νέος άνδρας στάθηκε μπροστά στους δικαστές του τρομοδικείου και κοιτάζοντάς τους στα μάτια τους απηύθυνε την πρόκληση, χωρίς ίχνος αλαζονείας ή ιταμότητας στη φωνή και στο ύφος του. Ο Κώστας Γουρνάς, σε μια από τις πιο σημαντικές μέρες της ζωής του, όπως ο ίδιος είπε, παρέδωσε μαθήματα επαναστατικού ήθους. Ορθιος επί πέντε ώρες, αντιμετώπισε το δικαστήριο του ταξικού αντίπαλου, μιλώντας αργά και ήρεμα αλλά πάντοτε αποφασιστικά και μετά λόγου γνώσεως, μιλώντας χωρίς δημαγωγικές κορόνες αλλά ουσιαστικά, με τη φυσική ευγένεια που τον διακρίνει ως άνθρωπο αλλά χωρίς να κάνει οποιαδήποτε έκπτωση στις πολιτικές του απόψεις και στην υπεράσπιση της συμμετοχής του στον Επαναστατικό Αγώνα, για την οποία δήλωσε περήφανος και αμετανόητος.
Σημειώνουμε προλογικά, ότι θεωρούμε κομβικής σημασίας μια άποψη που εξέφρασε ο εισαγγελέας της έδρας Α. Λιόγας στο τέλος της συνεδρίασης. Θα τη σχολιάσουμε κι εμείς στο τέλος, γιατί προέχει η παρουσίαση της πολιτικής κατάθεσης του Κ. Γουρνά.
«Η δίκη αυτή επισφραγίζει την απόπειρα του κράτους να “θάψει” τον λόγο μίας ένοπλης επαναστατικής οργάνωσης μέσα σε μια διαδικασία πλήρους αποκοπής της απ’ την δημόσια σφαίρα, μια διαδικασία που άρχισε απ’ τη στιγμή που αναλάβαμε την πολιτική ευθύνη», ήταν η πρώτη επισήμανση του Κ. Γουρνά. Αναφέρθηκε στην απουσία των δημοσιογράφων, πλην ελάχιστων εξαιρέσεων (συνοδοιπόρους των βασανιστών και των καθαρμάτων της αστυνομίας και του πολιτικο-οικονομικού συμπλέγματος τους χαρακτήρισε). «Δε θα περίμενα κάποια καλύτερη αντιμετώπιση από αυτούς που έχουν ταχθεί στο πλευρό των κατοχικών δυνάμεων και της δωσίλογης κυβέρνησης που τρομοκρατεί το λαό», σημείωσε, ενώ δεν παρέλειψε να εξαίρει το ρόλο της «Κόντρας» για την εξαιρετική κάλυψη της δίκης, όπως είπε.
«Είναι πεποίθησή μου», κατέληξε, «ότι από τη στιγμή που ανέλαβα την πολιτική ευθύνη μαζί με τους συντρόφους για τη συμμετοχή στην οργάνωση έχει πέσει μια πολιτική γραμμή που θέλει να μην ακούγεται τίποτα για τη δίκη και την υπόθεση γενικότερα. Για την ακρίβεια θα έλεγα ότι δε θέλουν ν’ ακούγεται ο λόγος των μελών της οργάνωσης σε μια περίοδο όπου όλα είναι εύφλεκτα και η κοινωνία βράζει. Γιατί γνωρίζουν καλύτερα απ’ τον καθένα το πόσο επικίνδυνος ήταν για το καθεστώς ο λόγος του Επαναστατικού Αγώνα, ένας λόγος που πραγματικά τους έκανε να τρέμουν».
Στη συνέχεια, ο Κ. Γουρνάς αναφέρθηκε και σ’ έναν επιπλέον λόγο για τον οποίο έχει πέσει καθεστωτικό πέπλο σιωπής γύρω από τη δίκη. Την ανυπαρξία στοιχείων, πέραν της πολιτικής ευθύνης που έχουν αναλάβει τα τρία μέλη του ΕΑ.«Αν στεκόμασταν λοιπόν σε αυστηρώς νομικά κριτήρια», τόνισε, «θα λέγαμε πως η δίκη θα είχε τελειώσει για κάποιους από τους κατηγορούμενους. Ακόμη και η κατάθεση του βασικού μάρτυρα, υποδιοικητή πλέον της Αντιτρομοκρατικής, ήταν ενδεικτική της ένδειας αποδεικτικών στοιχείων. Ο Παπαθανασάκης είπε ξεκάθαρα, ότι κατ’ αυτόν έγιναν προληπτικές συλλήψεις. Πώς λοιπόν αυτό το μη στοιχείο μπορεί να οδηγήσει στην καταδίκη κάποιων κατηγορουμένων; Αυτό μένει να αποδειχτεί στο τέλος και θα ξεκαθαρίσει κατά τη γνώμη μου το σε ποιο βαθμό όντως υπάρχει ανεξαρτησία της δικαιοσύνης σας, όπως ισχυρίζεστε. Το κατά πόσο δηλαδή εσείς οι ίδιοι εξετάζετε και κρίνετε αμερόληπτα».
Για τον Παπαθανασάκη θύμισε και κάτι άλλο. Πως όταν η Π. Ρούπα αναφέρθηκε στον βασανισμό του Κ. Γουρνά στη ΓΑΔΑ, ο Παπαθανασάκης απάντησε ότι ποτέ δεν έγινε κάτι τέτοιο. Αυτός τότε ήταν τμηματάρχης και γι’ αυτό «το γεγονός και μόνο ότι δηλώνει πως ο ισχυρισμός μου για ξυλοδαρμό και βασανισμό δεν συνέβη ποτέ, σημαίνει πως ήταν εκεί καθ’ όλη τη διάρκεια της κράτησής μου εκεί, αλλιώς θα έλεγε πως δε γνωρίζω αν συνέβη κάτι. Αυτό σημαίνει πολύ απλά ότι το συγκεκριμένο σκουπίδι ή διέταξε ή συμμετείχε φορώντας κουκούλα ή συγκαλύπτει αυτούς που διέπραξαν τον βασανισμό μου με στόχο να συνεργαστώ. Αυτό είναι πραγματικά το ποιόν αυτού του θρασύδειλου ψεύτη που κατέθεσε ως βασικός κατήγορος για την υπόθεση».
Στη συνέχεια, ο Κ. Γουρνάς αναφέρθηκε στον πολιτικό χαρακτήρα της δίκης, σημειώνοντας πως «η ομολογία του εισαγγελέα πως η δίκη αυτή έχει πολιτικό υπόβαθρο, μου λύνει αρκετά τα χέρια». Η δίκη, είπε, είναι αντιπαράθεση πολιτικών αντιπάλων. Οι δικαστές εκπροσωπούν το καθεστώς («θα ήθελα ειλικρινά να σας πω ότι νιώθω πόσο δύσκολα θα πρέπει να αισθάνεται κάποιος να υπερασπίζεται μια ομάδα αχρείων, ληστών και καθαρμάτων», σχολίασε) και τα μέλη του ΕΑ εκπροσωπούν μια οργάνωση «που ανέπτυξε την στρατηγική της με στόχο να προωθήσει τον πολιτικό μετασχηματισμό της κοινωνίας, να συμβάλει στην κοινωνική επανάσταση». Ο Κ. Γουρνάς δήλωσε περήφανος για την προλεταριακή καταγωγή του. «Ο κόσμος που φέρω σ’ αυτήν εδώ την αίθουσα», είπε, «είναι ο κόσμος της εργασίας, της φτώχειας, ο κόσμος αυτών που δεν έχουν τίποτα. Οι δύο αυτοί κόσμοι πάντα συγκρούονταν και πάντα θα το κάνουν. Αυτή η δίκη είναι μια μικρογραφία του ταξικού ανταγωνισμού».
Απευθυνόμενος στους δικαστές είπε πως ξέρει πως και οι ίδιοι θεωρούν τη δίκη πολιτική, άλλο αν δεν είχαν το θάρρος να το παραδεχτούν με την απόφασή τους. Αλλωστε, η ίδια η απόρριψη της σχετικής ένστασης ήταν μια πολιτική απόφαση με στόχο να εγκληματοποιηθεί η δράση της οργάνωσης. Τότε ήταν που είπε στους δικαστές να τον κοιτάξουν στα μάτια και να του πουν ότι είναι εγκληματίας. «Θα πρέπει», συνέχισε, «να πείσετε τον κόσμο πως μία δραστηριότητα που είναι κοινωνικά κεκτημένη με τον όρο πολιτική αντιβία, είναι μια δραστηριότητα βγαλμένη από κάποιους νοσηρούς εγκεφάλους που αρέσκονται να ανεβάζουν τα επίπεδα της αδρεναλίνης τους ή έχουν μια ενδογενή τάση προς τη βία. Το ίδιο είχε επιχειρηθεί και με τις συλλήψεις για τη 17Ν. Αλήθεια, δε θα γελούσε το πανελλήνιο αν κάποιος έλεγε σήμερα ότι ο Κουφοντίνας είναι ένας ψυχοπαθής;».
Αμέσως μετά, ο Κ. Γουρνάς παρουσίασε συνοπτικά το πολιτικό-ιδεολογικό στίγμα του ΕΑ: «Εφαλτήριο του ΕΑ ήταν πάντα να πείσει με εκτενείς αναλύσεις κι επιχειρήματα την κοινωνία για την αναγκαιότητα της κοινωνικής επανάστασης, με άλλα λόγια στόχος ήταν πρώτα η πολιτική προπαγάνδα. Η κοινωνική κατάσταση, οι πολιτικοί συσχετισμοί, η σφοδρότητα της νεοφιλελεύθερης επίθεσης σε κάθε περίοδο ήταν πάντα η απαραίτητη προϋπόθεση για να επακολουθήσει κάποια ενέργεια. Οι στόχοι που επέλεγε ο ΕΑ είχαν άμεση συνάρτηση με την ιστορική πραγματικότητα της κάθε περιόδου. Κανένας στόχος δεν ήταν αποκομμένος από το πολιτικό περιβάλλον, κανένας στόχος δεν χτυπήθηκε με βάση κάποια θυμική αντίδραση ή από κάποιο ιδιοτελές κριτήριο. Θα έλεγα πώς βασικό και πρωταρχικό στοιχείο για την οργάνωση ήταν το πολιτικό περιεχόμενο που έδινε σε κάθε ενέργεια, παρά η ίδια η ενέργεια. Ενδεικτικό είναι ότι πολλές φορές η συζήτηση που γινόταν στα ΜΜΕ για τις προκυρήξεις ήταν μεγαλύτερη από αυτήν που γινόταν για την ίδια την πράξη. Η θέση της οργάνωσης για τον ίδιο τον ένοπλο αγώνα είναι ότι αυτός δεν αποτελεί τίποτε άλλο από ένα ακόμη εργαλείο που έχουν οι αγωνιστές στα χέρια τους για να προωθήσουν το μήνυμα της κοινωνικής επανάστασης. Ένα εργαλείο όμως που είναι ουσιαστικό και σημαντικό για το κίνημα να το ενσωματώνει στις κατευθύνσεις του. Ενα εργαλείο που έχει πολλά πλεονεκτήματα όσον αφορά την απεύθυνση του λόγου σου, αλλά που θα πρέπει να χρησιμοποιείται προπαντώς με σύνεση και λογική».
Στη συνέχεια, ο Κ. Γουρνάς αναφέρθηκε επί μακρόν στην ίδρυση του ΕΑ, στο πολιτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο συγκροτήθηκε η οργάνωση, στις ενέργειές της μία προς μία και στο πολιτικό σκεπτικό και τις πολιτικές προθέσεις που κρυβόταν πίσω από κάθε ενέργεια. Τοποθέτησε κι αυτός τον ΕΑ στον επαναστατικό αντικαπιταλιστικό και αντιεξουσιαστικό χώρο και αναφέρθηκε στο όραμα της οργάνωσης για τη μελλοντική αντιεξουσιαστική, αταξική κοινωνία. Δεν παρέλειψε ν’ αναφερθεί στην προσοχή που έδινε ο ΕΑ στην ανάλυση της οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής πραγματικότητας. Οπως είπε, «η ανάλυση της οργάνωσης για την εξέλιξη του καπιταλισμού στην Ελλάδα ήταν ζωτικής σημασίας πρώτα απ’ όλα για τον ίδιο της τον εαυτό, για την κατανόηση του ίδιου του ταξικού πολέμου. Η ανάλυση ήταν για τον ΕΑ το α και το ω της κίνησής του, η αφετηρία και το πέρας κάθε δραστηριότητάς του. Μέσα από την ανάλυση η οργάνωση επιζητούσε να ανακαλύψει και να αναδείξει εκείνα τα ρήγματα που υπάρχουν στο σύστημα μέσα απ’ τις στρεβλώσεις και τις ανωμαλίες του. Είναι αυτά τα ρήγματα που επιζητούσε η οργάνωση να εκμεταλλευτεί, να τα διευρύνει όσο το δυνατόν περισσότερο. Να πατήσει πάνω σ’ αυτές τις αδυναμίες του συστήματος για να το κάνει πιο ευάλωτο, να προσπαθήσει να το αποσταθεροποιήσει (…) Η ανάλυση της οργάνωσης καθόριζε και τη στρατηγική της. Στρατηγική της οργάνωσης ήταν η κεντρική πολιτική παρέμβαση, με υψηλής συμβολικότητας στόχους, που θα προωθεί άμεσα την συγκρότηση ενός λαϊκού κινήματος που θα επιχειρήσει την κοινωνική επανάσταση στην Ελλάδα. Στρατηγική του ΕΑ ήταν να συμβάλει στην αποσταθεροποιήση του καθεστώτος, στην όξυνση των αντιθέσεων εκείνων που θα ριζοσπαστικοποιούσαν τις δυνάμεις της κοινωνίας ώστε να επιτευχθεί η ταξική αντεπίθεση».
Στο επόμενο κεφάλαιο της τοποθέτησής του ο Κ. Γουρνάς ασχολήθηκε με την πολιτική αντιβία και την κοινωνική νομιμοποίησή της. Ειδικά για την κοινωνική νομιμοποίηση της δράσης του ΕΑ αναφέρθηκε και σε προσωπικές του εμπειρίες ως εργαζόμενος. «Είναι αληθινά εξωφρενικό να κατηγορούμαι εγώ, που είμαι μέλος της οργάνωσης, για τρομοκρατική και αντικοινωνική δράση και όχι αυτοί που έχουν βάλει τις υπογραφές τους στην καταστροφή του τόπου που ζούμε, στην καταστροφή όχι μόνο της ζωής της δικιάς μας, αλλά και των παιδιών μας. Η πολιτική αντιβία στην Ελλάδα είναι εδώ και δεκαετίες συνυφασμένη με τον αγώνα για κοινωνική δικαιοσύνη κι ελευθερία», τόνισε. Δεν παρέλειψε ν’ αναφερθεί στον προδοτικό ρόλο της καθεστωτικής Αριστεράς, ενώ με θάρρος και παρρησία αναφέρθηκε στον τραυματισμό από τον ΕΑ ενός άνδρα των ΜΑΤ, μετά τη δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου, τονίζοντας: «Πώς θα χαρακτηρίζατε εσείς αυτό το γεγονός; Είμαι σίγουρος πως θα απαντούσατε ως μία τυφλή, εγκληματική και δολοφονική ενέργεια, που έχει ως κίνητρό της το τυφλό μίσος για τους αστυνομικούς. Οπως προείπα, η ενέργεια αυτή ήταν μια απάντηση στην πραγματικά τυφλή, εγληματική και δολοφονική πράξη ενός αστυνομικού, του Κορκονέα. Η δολοφονία Γρηγορόπουλου, είναι αλήθεια μια μεμονωμένη πράξη ενός τρελού αστυνομικού που απλώς αυθαδίασε ένα βράδυ του Δεκέμβρη; Είναι μια πράξη που δεν έχει συμβεί ποτέ στο παρελθόν, ούτε θα συμβεί ποτέ στο μέλλον; Δε χρειάζεται εδώ να αναφέρω τον κατάλογο με τους πολίτες ή αγωνιστές που έχουν εκτελεστεί από αστυνομικούς τα τελευταία τριάντα χρόνια. Η δολοφονία Γρηγορόπουλου είναι άσχετη με την έμμεση κάλυψη που παρείχε ο τότε υπουργός Βύρων Πολύδωρας σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο; Αλήθεια, ποιος μπορεί να ξεχάσει τις αναφορές του στο “ευαίσθητο νευρικό σύστημα” των πραιτωριανών του καθεστώτος; Νομιμοποίησε ή όχι απ΄την πλευρά του καθεστώτος ο Πολύδωρας την, διαφαινόμενη εκείνη την εποχή, εν ψυχρώ εκτέλεση του Αλέξανδρου; Εγώ λέω πως ο Πολύδωρας ήταν αυτός που όπλισε το χέρι του Κορκονέα. Εγώ λέω πως κάθε φορά που κάποιος μπάτσος δολοφονεί έναν πολίτη, είναι τα ίδια τ’ αφεντικά τα οποία νομιμοποιούν αυτές τις δολοφονίες με τις δίκες παρωδίες όπου οι δολοφόνοι την γλυτώνουν με ελάχιστες ή με καθόλου ποινές (…) Εχει μια ένοπλη επαναστατική οργάνωση την κοινωνική νομιμοποίηση να προβαίνει σε τέτοιες ενέργειες; Η απάντηση που δίνω εγώ, για τη συγκεκριμένη περίπτωση, είναι πως ΝΑΙ. Μέσα στις υποχρεώσεις μιας οργάνωσης είναι να δίνει απαντήσεις στις δολοφονικές επιθέσεις του κράτους. Είναι στις υποχρεώσεις της να γίνεται το ανάχωμα στην επέλαση του φασισμού. Είναι στις υποχρεώσεις της να ανατρέπει τους συσχετισμούς του ταξικού πολέμου προς όφελος των καταπιεσμένων. Είναι στις υποχρεώσεις της να επιστρέφει ένα ελάχιστο ποσοστό βίας πίσω σ’ αυτούς που καταστρέφουν κάθε πτυχή της ζωής επιβάλλοντας ένα τσουνάμι βίας καθημερινά σε χιλιάδες ανθρώπους. Ναι, ο ΕΑ ήταν αναγκασμένος να απαντήσει μ’ αυτό τον τρόπο στη δολοφονία Γρηγορόπουλου. Οπως δεν ήταν αναγκασμένος να πυροβολήσει τους τρεις αστυνομικούς στην Εurobank στην Αργυρούπολη και γι’ αυτό δεν το ‘κανε. Ο ΕΑ δεν ήταν μια συμμορία ανθρώπων για να εμπλέκεται σε βεντέτες. Το γεγονός ότι πολλοί από τους στόχους της οργάνωσης ήταν αστυνομικοί στόχοι δεν σημαίνει καθόλου ότι υπήρξε καμία εμμονή με αυτούς. Επαναλαμβάνω, ότι αν συνέβαινε αυτό και η οργάνωση ήθελε οπωσδήποτε αίμα αστυνομικών, όπως πολλοί μας έχουν κατηγορήσει, στην Αργυρούπολη, όπως το σύνολο του Τύπου υποστήριξε, θα μπορούσε να υπάρξει αίμα».
Στη συνέχεια, ο Κ. Γουρνάς αναφέρθηκε στην ιστορικότητα του ένοπλου αγώνα ως μορφής πάλης. Μίλησε για τις διαφορές ανάμεσα στο μαρξιστικό και το αναρχικό ρεύμα, σημειώνοντας πως εντέλει όλα τα επαναστατικά ρεύματα χρησιμοποίησαν τον ένοπλο αγώνα στη δράση τους. Οπως τόνισε, «θα ήταν υποτιμητικό αλλά και γελοίο κάποιοι να ισχυρίζονται ακόμα ότι ο ένοπλος αγώνας είναι μία απολίτικη επιλογή . Να ισχυρίζονται δηλαδή ότι όλοι αυτοί οι χιλιάδες άνθρωποι που επέλεξαν αυτή τη μορφή αγώνα είναι ιδιοτελείς εγκληματίες ή ότι απλά τους συνεπαίρνει η ιδέα της βίας. Εκτός από το γεγονός ότι οι κατηγορίες αυτές εξαπολύονται πάντα από την πλευρά των ισχυρών, η “θεωρία” αυτή δεν έχει επιβεβαιωθεί ποτέ ιστορικά. Ποτέ δεν αποδείχθηκε ιστορικά πως κάποιος ένοπλος αγωνιστής είχε άλλα κίνητρα εκτός της ειλικρινούς συμβολής στον ταξικό πόλεμο, στην προώθηση της κοινωνικής επανάστασης».
Αφού τοποθέτησε το ζήτημα στην ιστορική του διάσταση, αναφέρθηκε στη συγκεκριμένη ένοπλη δράση του ΕΑ και στην πολιτική στρατηγική της οργάνωσής του, για να ξανατονίσει με έμφαση: «Ο ένοπλος αγώνας ήταν για την οργάνωση ένα εργαλείο πολιτικής προπαγάνδας. Ο ΕΑ δεν ταυτίστηκε ποτέ με τα μέσα που επέλεξε για τη διεξαγωγή του αγώνα. Ποτέ δεν προέτρεψε κάποιον να αγωνιστεί γιατί είναι όμορφη η κλαγγή των όπλων, γιατί είναι ωραία τα συντρίμμια ενός κτιρίου ή γιατί είναι σαγηνευτικό να παίζεις παιχνίδια με το θάνατο. Η βία δεν ήταν για τον ΕΑ, αλλά και για καμία γνήσια επαναστατική δύναμη, ούτε φετίχ ούτε παιχνίδι. Ο ΕΑ έφερε τον ένοπλο αγώνα στην πραγματική του πολιτική διάσταση, στη μόνη δηλαδή διάσταση στην οποία αξίζει να υπάρχει. Ο ένοπλος αγώνας θα συνοδεύεται πάντα από την έκφραση “για την κοινωνική επανάσταση”, αλλιώς δε θα έχει κανένα πολιτικό νόημα. Δεν υπάρχει δηλαδή κανένα νόημα να διεξάγεις έναν αγώνα που δε θα ‘χει καμία κοινωνική και ταξική αναφορά, δεν υπάρχει κανένα νόημα στο να χτυπάς το καθεστώς χωρίς να απευθύνεσαι στην κοινωνία, δεν υπάρχει κανένα νόημα να πολεμάς, αν όχι για να προωθείς την κοινωνική επανάσταση. Ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι μια ένοπλη οργάνωση σαν τον ΕΑ είχε την επιχειρησιακή ικανότητα να καταστρέψει το καθεστώς από μόνη της, χωρίς ο λαός να επαναστατήσει και να θέσει τα θεμέλια της αυριανής κοινωνίας ισότητας κι ελευθερίας, πραγματικά τι νόημα θα είχε να κάνει κάτι τέτοιο; Ο ΕΑ και οι οργανώσεις ένοπλης αντιβίας είναι μόνο τα οχήματα που φέρουν μέσα τους τα θεωρητικά και τα πρακτικά εφόδια που θα ενισχύσουν την ταξική αντεπίθεση του λαού. Τις επαναστάσεις τις κάνει ο λαός και όχι φυσικά οι οργανώσεις και όποιος πιστεύει το αντίθετο είναι απλά αφελής. Επαναλαμβάνω, ότι δε θα είχε κανένα νόημα να αγωνίζεσαι έχοντας την αυταπάτη ότι μία οργάνωση μπορεί να καταλύσει το κράτος».
Το επόμενο κεφάλαιο στην τοποθέτηση του Κ. Γουρνά αφορούσε την καπιταλιστική κρίση, την εξέλιξή της στην Ελλάδα, τη διαχείριση εκ μέρους της αστικής τάξης και του πολιτικού της προσωπικού, το ρόλο του ΔΝΤ διεθνώς και στην Ελλάδα, στη δωσιλογική συμπεριφορά των διεφθαρμένων κυβερνήσεων (για τα δικά τους πατριωτικά στάνταρ, είπε, μπορούν να συγκριθούν μόνο με τις δωσίλογες κυβερνήσεις στις κτήσεις των ναζί), μίλησε για το ρόλο του ΣΥΡΙΖΑ και της ναζιστικής Χρυσής Αυγής και για το όραμα της οργάνωσής του.
Αμέσως μετά, μίλησε για την ανάληψη της πολιτικής ευθύνης εκ μέρους του, σημειώνοντας πως είχε τρεις εξίσου σημαντικούς λόγους: ένα πολιτικό, έναν ηθικό και έναν που αποτελεί συγκερασμό των δύο. Ο πολιτικός λόγος έχει να κάνει με την απόκτηση της ελευθερίας να υπερασπιστεί τη φυσιογνωμία, τον λόγο και τη δράση της οργάνωσής του απέναντι στις στρατιές των πολιτικών αντιπάλων. «Η ανάληψη ευθύνης είναι μια στρατηγική τοποθέτηση που από μια θέση κολλημένου στον τοίχο κάνεις το άλμα και βρίσκεσαι πίσω από τον εχθρό. Πρακτικά, δεν αποδέχεσαι την ήττα που επέρχεται με τη σύλληψη και συνεχίζεις τον αγώνα. Συνεχίζεις να απευθύνεις το πολιτικό σου πρόγραμμα από τη θέση του φυλακισμένου ή του ομήρου σήμερα», είπε. «Η επιλογή του να αναλάβουμε συλλογικά τα μέλη του Ε.Α. την ευθύνη με δημόσιο κείμενο μας μετά τη σύλληψή μας είναι μια πολιτική ενέργεια που σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει αποδοχή οποιασδήποτε κατηγορίας. Και για να γίνω πιο σαφής θα πω πως δεν αποδέχομαι καμία από τις κατηγορίες ούτε και αυτή της συμμετοχής σε τρομοκρατική οργάνωση».
Ο ηθικός λόγος: «Στην πραγματικότητα δε θα μπορούσα να κάνω κάτι διαφορετικό από αυτό, λόγω χαρακτήρα και ανατροφής. Το ότι ήμουν σε μια ένοπλη οργάνωση που έκανε αυτά που όλοι γνωρίζετε και το ότι βρίσκομαι εδώ σήμερα σ’ αυτή τη θέση απέναντί σας είναι μια δύσκολη κατάσταση, για την οποία όμως δεν ντρέπομαι. Αυτοί που θα πρέπει να ντρέπονται για όσα έχουν κάνει στο λαό είναι αυτοί που με κατηγορούν και τολμούν να αποκαλούν εμένα τρομοκράτη. Εγω δε θεωρώ, ούτε και θα πάψω, ότι έχω κάνει κάτι κακό για τα συμφέροντα του λαού στον οποίο ανήκω (…) Οπως ήδη θα γνωρίζετε, έχω δυο παιδιά και μια γυναίκα που στερήθηκα για ενάμιση χρόνο και θα στερηθώ για αρκετό καιρό ακόμη. Η επιλογή του να είμαι στον Ε.Α. γνωρίζοντας ότι αυτή η συνθήκη της σύλληψης, με το κόστος που έχει, θα μπορούσε να έλθει ανά πάσα στιγμή, σίγουρα δεν είναι μια απερισκεψία ή μια τυχαία εξέλιξη. Ο Ε.Α. είναι για μένα μια επιλογή ζωής, απ’ αυτές που συμβαίνουν μια φορά στη ζωή κάποιου, απ’ αυτές που αξίζει να πεθάνει κανείς γι’ αυτήν. Μια τέτοια επιλογή, λοιπόν, είναι αυτή που υπερασπίζομαι εδώ και είναι αυτή που αύριο θα υπερασπιστώ μπροστά στα παιδιά μου όταν με ρωτήσουν γιατί έμεινα τόσο καιρό μακριά τους».
Ο τρίτος λόγος έχει να κάνει με τον νεκρό της οργάνωσης, τον Λάμπρο Φούντα. «Αυτός και μόνο θα μπορούσε να είναι ο λόγος, όπως έχουμε ξαναπεί, για να προβούμε σ’ αυτή την ενέργεια, να μην αφήσουμε δηλαδή το νεκρό σώμα του συντρόφου μας βορά στις συκοφαντίες ή στις παρερμηνείες του καθενός. Με την ανάληψη ευθύνης αποκαταστήσαμε τη μνήμη του και κάναμε σε όλους γνωστό για ποιον λόγο έχασε τη ζωή του ο Λάμπρος». Κλείνοντας αυτό το κεφάλαιο, ο Κ. Γουρνάς αναφέρθηκε με ζεστά, συντροφικά λόγια και με συγκίνηση στην προσωπικότητα και το αγωνιστικό ήθος του Λάμπρου Φούντα.
Ακολούθησε η αναφορά στις οχτώ συλλήψεις για την υπόθεση του ΕΑ. Για τους συγκατηγορούμενούς του ο Κ. Γουρνάς είπε: « Μέσα σ’ αυτή τη λυσσαλέα επίθεση που εξαπέλυσε το κράτος κατά του ΕΑ με τις συλλήψεις των τριών μελών της οργάνωσης και την προσπάθεια να αποπολιτικοποιηθεί με κάθε τρόπο η δράση της, εντάσσεται και η σύλληψη αφενός των τριών συγκατηγορουμένων και αφετέρου η έκδοση εντάλματος για έναν ακόμη που παραδόθηκε πριν τη δίκη. Η εμπλοκή τους στην υπόθεση είναι καθαρά μια προσπάθεια πίεσης προς την οργάνωση και τα τρία μέλη της. Θα μπορούσα να πω, όσο σκληρό κι αν ακούγεται, πως οι σύντροφοι υπήρξαν παράπλευρες απώλειες της κατασταλτικής επιχείρησης κατά του Επαναστατικού Αγώνα. Οι τέσσερις συγκατηγορούμενοι μου, όλοι τους έχουν την δική τους αξιόλογη ιστορία στο κίνημα και προέρχονται, όπως κι εμείς τα τρία μέλη του ΕΑ και ο Λάμπρος Φούντας, από τον αντιεξουσιαστικό χώρο, ένα χώρο για τον οποίο προσωπικά είμαι περήφανος που αφιέρωσα σ’ αυτόν τα καλύτερά μου χρόνια, καθώς και περήφανος για τους σπουδαίους ανθρώπους που γνώρισα. Για τους τέσσερις πραγματικά έχω να πω πως λυπάμαι γιατί δε θα έπρεπε να κατηγορούνται για τον ΕΑ και τους εύχομαι ειλικρινά κάθε τύχη στην έκβαση της δίκης».
Ξεχωριστό κεφάλαιο αφιέρωσε στην κατηγορία κατά της συζύγου του Μαρί Μπεραχά. Πέραν των άλλων, απεκάλυψε ότι ο ίδιος ο ανακριτής Μπαλτάς, σ’ ένα κελί του νοσοκομείου των φυλακών Κορυδαλλού, του είπε πως ήταν η Αντιτρομοκρατική που απαίτησε να την κατηγορήσουν. Αναφέρθηκε ακόμη στον άγριο βασανισμό του, που διέταξε –όπως είπε– ο ίδιος ο διοικητής της Αντιτρομοκρατικής, στις απειλές ότι θα φέρουν τη γυναίκα και τα παιδιά του να δουν να τον σκοτώνουν και στην προσπάθεια εξαγοράς του με 50 χιλιάρικα, τα οποία θα δίνονταν στη γυναίκα του, χωρίς να το μάθει κανείς, όπως του είπε ο διοικητής ένα τέταρτο πριν τον πάρουν για τις φυλακές Τρικάλων. Και κατέληξε: «Εγώ έχω αυτή την άχαρη θέση αυτή τη στιγμή εκτός από κατηγορούμενος να είμαι και μάρτυρας υπεράσπισης της Μαρί της Μπεραχά. Θα μπορούσα πολύ άνετα να σας πω για ποιους λόγους μπορώ να εικάσω ότι βρίσκεται κατηγορούμενη η γυναίκα μου. Αλλωστε, είμαι απόλυτα σίγουρος ότι κι εσείς είστε αρκετά έξυπνοι για να τους φανταστείτε. Δε θα αναφέρω όμως κανέναν. Το κύριο μέλημα κάθε άντρα είναι να προστατεύει τη γυναίκα του. Ετσι κι εγώ δεν έκανα τίποτε λιγότερο από αυτό. Η αλήθεια είναι ότι δε με ενδιαφέρει να μάθω αν τελικά αυτό το υποτιθέμενοDNA σ’ εκείνο το όπλο είναι της Μαρί. Η αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν ανησύχησα αν θα μεταφέρω DNA της γυναίκας μου ή των παιδιών μου πάνω σε κάτι “επιλήψιμο”. Κι αυτό γιατί ποτέ δε φαντάστηκα ειλικρινά ότι η γυναίκα μου θα κατηγορούνταν για συμμετοχή στον ΕΑ. Γιατί πολύ απλά η Μαρί Μπεραχά δε γνώριζε ότι ο σύζυγός της ήταν μέλος του ΕΑ, όσο σκληρό κι αν ακούγεται αυτό και όσο σκληρό κι αν είναι και για την ίδια. Το μόνο που έκανα ήταν να προσπαθώ να την προστατεύσω, όπως κάθε άντρας τη γυναίκα του».
Κλείνοντας, ο Κ. Γουρνάς μίλησε για την καπιταλιστική βαρβαρότητα και τις ψεύτικες υποσχέσεις για έξοδο απ’ αυτή. Αναφέρθηκε στην προλεταριακή του καταγωγή από το Μαντούδι, στην πολιτική στράτευσή του από τα εφηβικά του χρόνια, ενώ ευχαρίστησε τον Δ. Κουφοντίνα για τα καλά λόγια που είπε γι’ αυτόν, όταν κατέθεσε ως μάρτυρας. Αναφέρθηκε στη βία ως εγγενές στοιχείο της ανθρώπινης συμπεριφοράς, διαχωρίζοντας την καπιταλιστική βία από την επαναστατική αντιβία. Τόνισε: «Αν ψάχνετε για βίαιους ανθρώπους που δε τους καίγεται καρφί στη θέα ή στην είδηση της πιο ακραίας μορφής που μπορεί να πάρει η βία, το χαμό ενός ανθρώπου, τότε μην κοιτάζετε προς τα εμένα, μην κοιτάζετε προς τους ένοπλους αγωνιστές. Κοιτάξτε προς τη μεριά αυτών που καταθέτουν ή ψηφίζουν νομοσχέδια, αυτών που μια τους απόφαση επηρεάζει την τύχη και πολλές φορές τις ίδιες τις ζωές πολλών ανθρώπων. Μπροστά σας, λοιπόν, δεν έχετε έναν άνθρωπο που αγαπάει τη βία. Μάλιστα, θα έλεγα ότι σε ολόκληρη τη ζωή μου προσπάθησα να την αποφύγω όπως ο διάολος το λιβάνι. Τώρα, θα με ρωτήσετε πως συμβαδίζει η επιλογή του ένοπλου αγώνα με αυτό που μας λέτε για τη βία. Η απάντησή μου είναι πως η θέση μου για τον ένοπλο αγώνα είναι πως δεν πρόκειται για ένα πιο βίαιο μέσο αγώνα από τα υπόλοιπα. Αυτό που χαρακτηρίζει μια ένοπλη οργάνωση δεν είναι κατ’ εμέ η βίαια μορφή που έχουν οι ενέργειές της, αλλά η διεισδυτικότητα που έχει ο πολιτικός της λόγος στην κοινωνία. Η βία έρχεται απλά να υπογραμμίσει μια πολιτική διαμάχη».
Θα μπορούσα, συνέχισε, να φτιάξω μια πιο βολική απολογία, ν’ αποκρούσω πολλά στοιχεία των κατηγοριών που μου αποδόθηκαν. Δε θα το κάνω, «όχι γιατί δε με νοιάζει πόσα χρόνια θ’ ακούσω στην απόφαση του δικαστηρίου, μιας και είμαι ο μοναδικός κατηγορούμενος με τις πιο πολλές κατηγορίες, αλλά γιατί αυτό που με νοιάζει πρωτίστως είναι να μιλήσω για τη ζωή μου, να μιλήσω για τον ΕΑ. Θα ήταν νομίζω εύκολο έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα ίσως και να ελαφρύνω τη θέση μου. Ομως δε θα το κάνω και είμαι περήφανος γι’ αυτό. Οχι γιατί έχω την άποψη ότι στο δικαστήριο δεν πρέπει να παλεύουμε τις κατηγορίες του εχθρού και να δεχόμαστε αμαχητί πολύχρονες καταδίκες, αλλά γιατί για μένα πρώτο μου μέλημα είναι η διαφύλαξη της ιστορίας της οργάνωσης».
Απευθύνθηκε και πάλι στο δικαστήριο: «Πράγματι, βρίσκομαι εδώ όχι απολογούμενος ενώπιόν σας, αλλά ως αγωνιζόμενος και λέω αυτά που λέω όχι φυσικά γιατί περιμένω να καταλάβετε τους λόγους που ωθούν έναν άνθρωπο να ακολουθήσει την ένοπλη πάλη, αλλά γιατί απαιτώ από σας το σεβασμό που πρέπει να έχετε σε έναν πολιτικό αντίπαλό σας πριν ακριβώς τον οδηγήσετε με την απόφασή σας σε μακρόχρονη στέρηση της ελευθερίας του. Και πραγματικά θα ήθελα να δείξετε αυτό το σεβασμό όταν θα ανακοινώνετε την απόφαση επί των ποινών και θα βρίσκομαι απέναντί σας σκεφτόμενοι ότι καταδικάζετε πολιτικά ένα μέλος του ΕΑ, με όλη την ιστορία που κουβαλάει αυτή η οργάνωση. Εδώ σ’ αυτό το δικαστήριο βρισκόμαστε απέναντι για παραπάνω από έναν χρόνο. Ηταν ικανός χρόνος για να σκιαγραφήσουμε και τα προφίλ μας, εγώ το δικό σας κι εσείς το δικό μου, πέρα από τις εξελίξεις της δίκης. Θα σας προέτρεπα, λοιπόν, να αναλάβετε τις ευθύνες σας, τις πολιτικές σας ευθύνες. Γιατί όσο κι αν θέλετε να το αποφύγετε, η απόφαση που θα πάρετε θα είναι πολιτική. Εαν συμπλεύσετε με τα κελεύσματα της Αντιτρομοκρατικής, θα πρέπει να υπερβείτε το νόμο, τον οποίο εσείς λέτε ότι υπηρετείτε, και να καταδικάσετε ουσιαστικά χωρίς στοιχεία. Εαν έχετε το θάρρος να υπερβείτε αυτά τα κελεύσματα, τότε οι λοιποί συγκατηγορούμενοί μου θα πρέπει να πάνε σπίτια τους, όπως και κανονικά θα πρέπει δηλαδή. Επιτέλους θα έχουμε την ευκαιρία να ακούσουμε κι εσάς τώρα».
Αφού δήλωσε και πάλι ότι αισθάνεται τυχερός που πάλεψε μέσα από τις γραμμές του ΕΑ, τυχερός που πάλεψε μ’ αυτούς τους ανθρώπους στα εύκολα και τα δύσκολα, που ήταν πολλά, αφού ανέφερε τα λόγια μιας καλής του φίλης, σύμφωνα με την οποία «ελευθερία είναι να επιλέγουμε το κόστος μας», έκλεισε με ένα απόσπασμα από επιστολή που έστειλε στον Δημήτρη Κουφοντίνα ο αμετανόητος Τουπαμάρο Χόρχε Σαμπάλσα, το οποίο είναι το εξής:
«Δημήτρη αδελφέ μου, δε μας μπορούν εμάς.
Οι αναπόδραστες συνέπειες του καπιταλισμού κάνουν
την επαναστατική πίστη να ριζώσει, δε μπορούν να
την ξεριζώσουν όσο συνεχίζεται η αδικία και η φτώχεια.
Δεν μπορούν να εμποδίσουν τις γυναίκες και τους άνδρες
να δίνουν τη ζωή τους στον αγώνα για να πάψει η αδικία.
Μπορούν να μας κλείσουν όλη τη ζωή μας στη φυλακή,
μπορούν να μας βασανίσουν μέχρι θανάτου, όμως
τα χτυπήματά τους πέφτουν στο κενό, είναι πραγματικότητα
η ανάγκη να γίνει επανάσταση, και όσο υπάρχει αυτή
η αναγκαιότητα θα γεννά επαναστάτες που προσπαθούν
να την πραγματοποιήσουν.
Αδελφέ μου, η καρδιά μου ξέρει τι περνάς, ξέρει για
τις αγρύπνιες σου, όλη τη νύχτα να κοιτάς το τίποτα.
Είναι η μάχη να κρατηθούμε ακέραιοι, να μείνουμε
άνθρωποι που σκέφτονται και δρούν.
Περιμένοντας την αγκαλιά που χρωστάμε…
ζήτω αυτοί που δε σταματούν τον αγώνα!».
Την τελευταία φράση ο Κ. Γουρνάς έσκυψε και την είπε δυνατά στο μικρόφωνο, ενώ οι ακροατές ξέσπασαν σ’ ένα θερμό χειροκρότημα.
Ο πρόεδρος, αφού άφησε χωρίς σχόλιο το χειροκρότημα να σβήσει είπε, με καθαρά τυπική αβρότητα: «Είναι δεδομένος ο σεβασμός του δικαστηρίου προς υμάς και τους λοιπούς κατηγορουμένους». Παρέκαμψε έτσι την ουσία αυτών που είχε πει ο Κ. Γουρνάς, ο οποίος συνέδεσε τον σεβασμό με το θάρρος των δικαστών να πάνε κόντρα στα κελεύσματα της Αντιτρομοκρατικής.
Ο πρόεδρος έκανε μόνο μια ερώτηση, που αφορούσε τα χρήματα που βρέθηκαν στο αυτοκίνητο του Κώστα. Η απάντηση ήταν λακωνική: Τα χρήματα που βρέθηκαν στο αυτοκίνητό μου δεν ήταν για ιδιωτική μου χρήση, ούτε είχα τη δυνατότητα να τα διαχειριστώ.
Αξιοσημείωτη, όπως γράψαμε στην αρχή, ήταν η παρέμβαση του εισαγγελέα, την οποία παραθέτουμε αυτολεξεί:«Ενδιαφέροντα αυτά που μας είπατε, αλλά το δικαστήριο θα κληθεί να απαντήσει σε δύο κύρια ζητήματα, από την απάντηση στα οποία θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό και η αντιμετώπισή σας και κυρίως η ενδεχόμενη διάρκεια της κράτησής σας Το καταλαβαίνετε αυτό. Το πρώτο είναι αν, εκτός από μέλος του Επαναστατικού Αγώνα, υπήρξατε και αρχηγός, έστω συναρχηγός, ιδιότητα η οποία σας αποδίδεται. Κι ένα δεύτερο ερώτημα: συμμετείχατε κι αν ναι με ποιον τρόπο συμμετείχατε στις επιμέρους ενέργειες της οργάνωσης, που εξαρτάται κυρίως και από το πρώτο ερώτημα. Μπορούμε να έχουμε τις απόψεις σας επ’ αυτού;».
Ο Κ. Γουρνάς απάντησε ότι για την αρχηγία έχει γίνει σαφές, όχι μόνο απ’ όσα δήλωσαν τα τρία μέλη του ΕΑ, αλλά πιο αναλυτικά από τους μάρτυρες υπεράσπισης, ότι είναι αστείο να μιλάμε για διευθυντές ή αρχηγούς σε μια αναρχική ομάδα. Αν συνέβαινε, τόνισε, αυτή η οργάνωση δε θα κρατούσε ούτε έξι μήνες. Δεν υπήρχαν διευθυντές ή αρχηγοί στον ΕΑ. Για τη δεύτερη ερώτηση ο Κ. Γουρνάς σχολίασε ότι είναι αποκαλυπτική για την ένδεια στοιχείων που υπάρχει. Δεν έχω σκοπό να εισφέρω κανένα στοιχείο για τις ενέργειες της οργάνωσης, δεν με απασχολεί και δε θα το κάνω, τόνισε ο Κ. Γουρνάς. Με απασχολεί μόνο το πώς θα διαφυλάξω την ιστορία της οργάνωσης.
Ελπίζουμε ο κ. Λιόγας να μην ξεχάσει το μικρό σχόλιο με το οποίο συνόδευσε τις ερωτήσεις του. Εμπειρος εισαγγελέας είναι και νομικά ασφαλώς γνωρίζει. Ο κατηγορούμενος έχει το δικαίωμα σιωπής. Οταν λέει στον Γουρνά ότι από τις απαντήσεις του θα εξαρτηθεί η ποινική του αντιμετώπιση, παραδέχεται ότι δεν έχει κανένα στοιχείο για να θεμελιώσει ενοχή, πέραν της κατηγορίας της «συμμετοχής». Γνωρίζει καλύτερα από εμάς ο εισαγγελέας, πως ο κατηγορούμενος τεκμαίρεται αθώος και πως είναι υποχρέωση της κατηγορούσας αρχής να θεμελιώσει την ενοχή. Με αδιάσειστα στοιχεία και όχι με εικασίες και λογικές ακροβασίες. Γι’ αυτό και εμείς κρατάμε αυτό το σχόλιο του εισαγγελέα και περιμένουμε με πραγματικό ενδιαφέρον τη συνέχεια της συμμετοχής του σ’ αυτή τη δίκη.
Η δίκη θα συνεχιστεί την Τετάρτη 6 Φλεβάρη με την τοποθέτηση του Χριστόφορου Κορτέση.